Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Θωμάς Τσαλαπάτης, «Το Ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ», εκδ. Εκάτη, 2011

$
0
0

 

Το καλοκαίρι και οι σκιές

Πίναμε νερό ζεστό όλο το καλοκαίρι εκείνο. Περπατούσα μαζί της στο δρόμο με τα ψηλά δέντρα, συζητούσαμε αδιάφορα και κυνηγούσαμε σκιές. Όταν τις πιάναμε, τις βάζαμε σε ένα ψάθινο καλάθι. Και κάθε νύχτα, πριν γυρίσουμε στο σπίτι μας, μετρούσαμε τις σκιές, τις ράβαμε και φτιάχναμε ένα σκοτάδι. Με αυτό καλύπταμε το παρκαρισμένο μας αμάξι.
Μια μέρα έπαιζα χαρτιά με τη σκιά μου. Δεν γνωρίζω αν ήταν οι κακές μου επιδόσεις στο χαρτοπαίγνιο, οι οποίες με έχριζαν άμεσα έναν συμπαίκτη βαρετό, ή ίσως το γεγονός ότι ένιωθε παραμελημένη σε σχέση με τις ξένες σκιές. Μα μόλις ο δεύτερος γύρος τελείωσε, έφυγε τσαντισμένη χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Με παράτησε και από τότε έμεινα χωρίς σκιά. Οι επιπτώσεις ήτανε άμεσες. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να μου μιλούν, τα σκυλιά με κυνηγούσαν γαυγίζοντας και τα παιδιά μου πετούσανε πέτρες.
Προσπάθησα να ορθοποδήσω, να πάρω αποφάσεις. Μέσα στην απόλυτη και ιδρωμένη απελπισία μου, αγόρασα μια μπέρτα. Περιφέρθηκα μαζί της παριστάνοντας ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μα δεν ήταν το ίδιο. Τότε αποφάσισα να ψάξω την σκιά μου. Είχα αλλάξει. Είχα γίνει δειλός. Αναγνωρίζοντας την επιρροή της πάνω μου, την απόλυτη εξουσία που μου ασκούσε η συνοδεία της, δεν άργησα να ανακαλύψω και το φόβο. Δεν είναι ντροπή να το ομολογήσω, φοβόμουνα τη σκιά μου.
Ταπεινωμένος άρχισα να την ψάχνω. Έψαχνα μέσα στο καλοκαίρι, όταν τα τζιτζίκια τραγουδούν και η ζέστη έχει δόντια. Και αφού περιπλανήθηκα αρκετά, ένα πρωί σε τόπο μακρινό συνάντησα τα ίχνη της. Δούλευε σε μια μεγάλη πλαζ. Τις νύχτες σχεδόν αόρατη μες στα σκοτάδια, γυρνούσε στην έρημη αμμουδιά και πριόνιζε τις ομπρέλες. Έτσι, τις μέρες με το βαρύ ήλιο, σε μια παραλία καραφλή από ίσκιους, νοίκιαζε τις υπηρεσίες της, ξαπλώνοντας πάνω στα κουρασμένα σώματα των παραθεριστών, απλώνοντας το δροσερό εαυτό της. Κέρδιζε πολλά χρήματα και ήτανε λογικό… δεν ήθελε να επιστρέψει σε αυτή την τόσο εγκλωβιστική μας συνύπαρξη. Ένιωσα την απελπισία να λούζει το μέτωπό μου.
Μα μια μέρα η τύχη της άλλαξε. Μια αγέλη νεοναζί την πέτυχε. Την τρύπησε, φορές πολλές με ένα κατσαβίδι, κάνοντάς την να πληρώσει για το μαύρο της δέρμα. Την τρύπησαν όπως το χαλάζι τρυπάει την τέντα. Και αυτή, κουρελιασμένη σύρθηκε πίσω στο σπίτι μας.
Την υποδέχτηκα θυμωμένος. Τη δίκασα και την καταδίκασα πρόχειρα, με διαδικασίες συνοπτικές. Μέσα από την καταδίκη της και το συνοφρυωμένο των φρυδιών μου, ανέκτησα τελικά και πάλι το αρχικό μου μέγεθος. Με τέσσερα καρφιά την κάρφωσα, στη ρίζα ενός παλιού ρολογιού. Μέχρι και σήμερα στέκει εκεί εγκλωβισμένη. Στέκει εκεί και κάθε μία ώρα μου υπενθυμίζει πως δεν έχω πολύ χρόνο. Και γω περιπλανιέμαι σε ένα σπίτι που όλο μεγαλώνει,
σταματώντας για λίγο, κάθε τόσο,
συνεχίζοντας για λίγο, κάθε τόσο.
Έτσι, προχωρούμε όλοι εμείς, άνθρωποι και σκιές, τρυπημένοι από το χρόνο. Βυθομετρώντας τις επιφάνειες, δωροδοκώντας τις λέξεις, εξετάζοντας εκεχειρίες. Όλοι εμείς, που βγήκαμε από τη σκιά για να βρούμε το σκοτάδι.

Το κουτί

Έχω ένα μικρό κουτί που πάντα μέσα του κάποιον σφάζουν.
Λίγο πιο μεγάλο από κουτί παπουτσιών. Λίγο πιο άχαρο από κουτί με πούρα. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω ποιον, μα κάποιον σφάζουν. Και ήχος δεν ακούγεται (εκτός από τις φορές που ακούγεται). Το τοποθετώ στη βιβλιοθήκη, στο τραπέζι όταν θέλω να περνώ τις ώρες μου κοιτάζοντάς το, μακριά από τα παράθυρα να μην το κιτρινίσει ο ήλιος, κάτω από το κρεβάτι μου όταν θέλω να νιώσω άτακτος. Μέσα του κάποιον σφάζουν, ακόμη και όταν στο σπίτι μας έχουμε γιορτή, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα και όταν βρέχει.
Όταν βρήκα το κουτί –δε θα πω πώς, δε θα πω πού–, το έφερα με ικανοποίηση σπίτι. Την ώρα εκείνη νόμιζα πως θα άκουγα τον ήχο της θάλασσας. Όμως, εκεί μέσα γίνονται σφαγές.
Άρχισε να με αρρωσταίνει η φασαρία, η γνώση των συμβάντων, τα γεγονότα μέσα στο κουτί. Η παρουσία του άρχισε να με αρρωσταίνει. Έπρεπε να δράσω, να απελευθερωθώ, να ηρεμήσω, να κάνω ένα μπάνιο. Αποφάσεις έπρεπε να παρθούν.
Έτσι, το ταχυδρόμησα σε έναν φίλο˙ έναν φίλο που έχω μόνο για να του κάνω δώρα. Τύλιξα το κουτί με αθώο πολύχρωμο χαρτόνι, έδεσα το χαρτόνι με αθώα πολύχρωμη κορδέλα. Μέσα στο κουτί με τα γράμματα υπάρχει ένα κουτί και μέσα στο κουτί αυτό κάποιον σφάζουν. Στο γραμματοκιβώτιο περιμένει να φτάσει στα χέρια ενός φίλου. Μια φιλία που συντηρώ απλώς για να κάνω δώρα.

Ποίημα ενός κακού ανθρώπου
‘’Τώρα, οι μέρες μου περνάνε ήρεμα και τη νύχτα κοιμάμαι αμέριμνος και βαθιά’’
Τζακ Λόντον, Ο Φεγγαροπρόσωπος

Πρώτα της κόψαμε την καλημέρα.
Αργότερα της κόψαμε το κεφάλι.
Η Μαντάμ ντε Σταλ είχε ένα μεγάλο καπέλο,
τρεις γάτες και ένα καλάθι γεμάτο σαύρες που νυστάζουν.
Ήταν μία απ’ αυτές τις γυναίκες,
τις στιβαρές γυναίκες,
τις γυναίκες με τις μεγάλες λεκάνες,
έτοιμη να γεννήσει μια λεγεώνα αγουροξυπνημένων,
έτοιμη να συγκρουστεί με τα τροχοφόρα,
βλέποντας τη λαμαρίνα τους να τσαλακώνεται
ενώ αυτή θα ξεφύγει με λίγες μοναχά γραντζουνιές
και ίσως ένα ελαφρό χαμόγελο ικανοποίησης.
Ζωή γεμάτη μουγκρητά, κάλους και σώμα.
Ω, ζωή, με τα μπράτσα σου κρεμασμένα,
άπλωσε στο πάτωμα τις πλαστικές σου σακούλες
πάνω τους τώρα θα περπατήσει
μια σιωπή στραβοκάνα,
την ώρα που κοιτάς, μόνο κοιτάς και απλά κοιτάς.
Μα, πρώτα την καλημέρα
και αργότερα το κεφάλι.
Παλιά απειλή της νωπής μου αρχαιολογίας,
επιτέλους ξεμπερδεύω μαζί σου.
Αραιωμένο αίμα παλιά μου συγγένεια.
Παράλογε φόβε των παιδικών μου χρόνων και φόβε απόλυτε.
Επιτέλους αναγνωρίζω το μέτρο σου.
Επιτέλους μετράω την πτώση σου.

Στον κήπο
Της Μάγδας

Ήταν κάποτε, θυμάμαι, το σπίτι μου ήσυχο. Λίγη μόνο φασαρία ερχόταν και αυτή από τα έξω του κήπου. Προβλήματα με τους γείτονες δεν είχαμε ποτέ. Ήταν η μικρή περιφραγμένη φύση που ονόμαζα σπίτι, και η ησυχία ο καρπός της. Αλλίμονο, η αλλαγή αλλάζει το “κάποτε” χωρίς καν να ρωτήσει…
Φύτρωναν εκεί στην άκρη του κήπου. Μόνο στην άκρη για αρχή, μετά άρχισαν να εξαπλώνονται. Λέγαμε πως ήτανε μανιτάρια, ακόμα και όταν το σχήμα ή το μέγεθος άρχισαν να μην ταιριάζει. Οι υποψίες μας γεννήθηκαν μόλις βγήκαν οι πρώτες τρίχες. Ύστερα πύκνωσαν σχηματίζοντας περίεργες κομμώσεις. Σταυρωτές, κοτσίδες, αλογοουρές, σύνθετες κουπ και περίεργα χτενίσματα. Ήταν κεφάλια. Πρώτα στην άκρη του κήπου και ύστερα άρχισαν να εξαπλώνονται. Κεφάλια με μάτια κλειστά, να κοιμούνται με μια κλήση ελαφριά, να ανασαίνουν την ησυχία του κήπου μας.
Στην αρχή νομίσαμε πως ήταν κλαδιά. Δέντρα που φυτρώνουν από πάνω προς τα κάτω για να κερδίσουνε χρόνο. Δεν άργησε η μέρα που φύτρωσαν τα πρώτα δάχτυλα και μπορούσες εύκολα να ξεχωρίσεις: αγκώνας, καρπός, παλάμη. Ήτανε χέρια. Αυτά στην άλλη γωνία του κήπου, απέναντι από το σημείο που ξεκίνησαν τα κεφάλια.
Ήταν δύσκολο το πρωινό που όλα γίναν ξεκάθαρα. Μέσα στο σιωπηλό ξημέρωμα, τα πλησιάσαμε μουδιασμένοι. Τα κεφάλια άνοιξαν απότομα τα μάτια τους, όλα ταυτόχρονα. Άρχισαν να φωνάζουν, να τσιρίζουν, να βλαστημούν και να σφυρίζουν. Τα χέρια άρχισαν να χειρονομούν, να χειροκροτούν για να επευφημήσουν ή να ειρωνευτούν, να κλέβουν πορτοφόλια, να πετούν πέτρες στα πουλιά. Και ήταν ακατανόητος ο νόμος τους όταν χειρονομούσαν… Μαζί με τα κεφάλια έπλεκαν φασαρία και σύγχυση.
Και η φασαρία συνέχισε για μέρες. Η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, κάτι έπρεπε να κάνω… με καταλαβαίνετε. Άρχισα να κόβω τα κεφάλια, να κλαδεύω τα χέρια. Ξεκίνησαν τα ουρλιαχτά, οι απειλές, οι υψωμένες γροθιές που υπόσχονταν εκδίκηση. Απίστευτος σαματάς. Ένα κεφάλι μού είπε ένα μοιρολόι για να το λυπηθώ. Κάποια χασμουριόνταν γεμάτα αγωνία. Ένα έκλαψε τόσο πολύ που γέμισε την λακκούβα του με δάκρυα και πνίγηκε. Μα o αριθμός τους ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου. Μάζεψα τα παιδιά της γειτονιάς. Τους είπα πως όποιος μαζέψει τα περισσότερα κεφάλια θα κερδίσει ένα μπρελόκ, όποιος μαζέψει τα περισσότερα χέρια ένα λούτρινο λαγό. Στην αρχή έμοιαζε εύκολο, μέχρι να αρχίσουν οι δαγκωνιές και τα χαστούκια. Τα μελανιασμένα παιδιά έχουν θυμωμένους γονείς και εκείνοι δείχνουν εμένα. Η περίεργη χλωρίδα έμεινε. Ζητά τις μέρες και τις νύχτες μας. Την ησυχία και τη ροή των πραγμάτων μας.
Μια μέρα δέχτηκα μια επίσκεψη. Δεν συνηθίζω να δέχομαι επισκέψεις. Τις βρίσκω εκνευριστικές και καταχρηστικές. Η συγκεκριμένη ήταν και από τα δύο. Ένας αντιπρόσωπος από την πόλη. Είχε ακούσει για την περίεργη σοδειά μου. Είχε έρθει να πουλήσει. Καπέλα και γάντια. Βρήκα ηλίθια την πρόταση.
—Φύγετε, κύριε, του είπα, απλώς φύγετε.
Μου έριξε ένα χαστούκι και έφυγε.
Συνέχισα να κόβω κεφάλια και να κόβω κεφάλια και να κλαδεύω χέρια. Το αίμα έκανε το χορτάρι να φυτρώνει κόκκινο και η όψη του μου μάτωσε την καρδιά. Άρχισα να στεναχωριέμαι… Οι άνθρωποι που μαζεύονταν στην άκρη του κήπου για να δουν το θέαμα το παρατήρησαν. Παρατήρησαν πως είχα κουραστεί. Παρατήρησαν πως είχα γεράσει. Έπρεπε να είμαι 42. Μα από τότε που άρχισε αυτή η κατάσταση πολλά είχανε αλλάξει. Πριν από ένα μήνα κοντά έσβησα 63 κεράκια. Τα κεφάλια (και τα χέρια επίσης) έχουνε θεριέψει. Απέκτησαν αλαζονικότητα, μια αίσθηση υπεροχής απέναντι στις αργές μου κινήσεις, απέναντι στη μακρόσυρτη σφαγή μου. Τρώνε το γρασίδι, βγάζουν κραυγές στη μαύρη νύχτα, ξυπνούνε τους κόκορες, αυτοί μπερδεύονται, κακαρίζουν σε λάθος ώρες και ξυπνούνε εμένα. Τη μέρα τα άθλια στόματά τους τραγουδάνε απαίσια άσματα της εποχής και δεν με αφήνουν ούτε να αναπνεύσω από τα νεύρα. Τότε βγαίνω και κόβω κεφάλια. Προσπάθησα να βρω μια λύση λιγότερο βίαιη. Να πείσω τα χέρια να κλείσουν τα στόματα των κεφαλιών. Τουλάχιστον τη νύχτα. Τους υποσχέθηκα μανικιούρ και όργανα γυμναστικής να δυναμώσουν. Αυτά όχι μόνο δεν συμφώνησαν, αλλά άρχισαν να μου πετούνε πέτρες –τι αιώνας χεριών!. Άρχισα να ερημώνομαι.
Ξέπνοος, καμιά φορά κάθομαι σε κάποια πέτρα –διαλεγμένη με προσοχή, ώστε να βεβαιωθώ πως δεν είναι κεφάλι. Τότε αρχίζω να τους μιλώ με εξάντληση και παράπονο, να ακούω την άποψή τους. Στην αρχή περιορίστηκαν στο να με φτύνουν και στο να μου βγάζουν τη γλώσσα. Στη συνέχεια απλώς με ειρωνεύονταν, αλλά τελικά καταφέραμε να μιλήσουμε. Δεν έλεγαν παράλογα πράγματα, οι απόψεις τους ήταν κατά βάση συντηρητικές –όπως συμβαίνει συχνά με ανθρώπους με τόσο βαθιές ρίζες–, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν ακραίες. Ελαφρώς βαρετά και κοινότοπα κεφάλια. Ξανθά, μελαχρινά, μερικά καραφλά άλλα με το μαλλί δανεικό, επί το πλείστον ωοειδή.
Τελικά συμφιλιωθήκαμε. Η γυναίκα μου χτενίζει τα κεφάλια. Τα περιποιείται, τα λούζει, καθαρίζει τα αυτιά τους, πλένει τα δόντια τους. Βλέπετε δεν είχαμε ποτέ παιδιά, γεγονός που μέχρι σήμερα έβλαπτε τη σχέση μας. Αλλά τώρα όλα πάνε καλά. Πού και πού μόνο, κόβω κανένα, έτσι για να θυμηθούμε τα παλιά. Η γυναίκα μου τότε με επιπλήττει χαριτωμένα και τα υπόλοιπα κεφάλια γελούν φιλικά. Έτσι τελειώνει η ιστορία αυτή, με μια οικογένεια ευτυχισμένη και έναν κήπο όλο χαμόγελα. (Α ναι, και για να μην το ξεχάσω, τα χέρια ξεράθηκαν.)

Η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ

στο Γιάννη Στίγκα

Ήταν η νύχτα όμορφη και απαλή,
με λίγα σύννεφα και με πολλή βροχή.
Ήταν η νύχτα όμορφη,
με λίγη ησυχία και με πολλή σιωπή.
Ήταν η νύχτα που απαγάγαμε τον Ζακ Πρεβέρ.
Ένα σχέδιο έξυπνο και καλοκουρδισμένο. Επιμονή στην ακρίβεια και ο αιφνιδιασμός εξασφαλισμένος.
Μια εύκολη δουλειά για κάθε αναγνώστη.
Έτσι κι έγινε.
Τον αρπάξαμε στη στροφή του νυχτωμένου δρόμου.
Φιμωμένο τον φορτώσαμε στο πορτμπαγκάζ.
Τον πήγαμε στο παλιό, έρημο ελαιοτριβείο.
Και ύστερα μείναμε μόνοι μας.
—Γιατί με απήγαγες;
—Δεν ξέρω.
(σιωπή)
—Ζακ Πρεβέρ, τι γνώμη έχεις για τις ανθρώπινες σχέσεις;
—Ααα, δύσκολο πράγμα πολύ οι ανθρώπινες σχέσεις…
(ησυχία)
— Ζακ Πρεβέρ, πες μου ένα τραγούδι
—Έχω χρόνια να τραγουδήσω…
(σιωπή)
—Περνάνε οι μέρες, δεν θα ζητήσεις λύτρα;
—Δεν το σκέφτηκα…
(ησυχία)
— Μα πρέπει, να ζητήσεις λύτρα, αλλιώς ποιο το νόημα να μ’ απαγάγεις;
—Από ποιον να ζητήσω λύτρα, είσαι χρόνια τώρα νεκρός…
(σιωπή)
—Από τον εκδότη μου;
—Χμμ
—Από την ιστορία της λογοτεχνίας;

—Χμμ
Ζακ Πρεβερ, έχω γράψει ένα ποίημα. Θες να το δεις;
—Μ’ ακούς;
—Μ’ ακούς;
(Σιωπή)
(ησυχία)
(σιωπή)
Και έτσι καθόμαστε,
αντικριστά σε δυο καρέκλες,
χρόνια τώρα, αμήχανα,
με τον καιρό να στάζει ανάμεσά μας
προσπαθώντας να αποφύγουμε
ο ένας το βλέμμα του άλλου.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles