***
Στην έξοδο! Στην έξοδο!
Αυτός δεν είναι τόπος!
Χωρίς δένδρα, δίχως νερά,
χωρίς φιλιά εφήβων σ’ απόμερα ανταμώματα.
Στην έξοδο!
Στον τόπο των ανθρώπων λοιδορούνται
ο άνδρας που δεν κατέχει χρήμα, εξουσία
και η γυναίκα εκείνη που διεφύλαξε τον ερωτισμό της.
***
Σε δώμα απέριττο, ένα κερί σ’ ένα τραπέζι επάνω,
φέγγει την θλιμμένη σου όψη.
Τα μαλλιά σου αγγίζω, το μέτωπο, τα χείλη,
ξεκουμπώνω το πουκάμισό σου, που το αφήνω στο τραπέζι,
τα στήθη σου ελευθερώνονται!
Ξεκουμπώνω το παντελόνι σου, το τραβώ προς τα κάτω,
το αφήνω κι αυτό στο τραπέζι,
κατεβάζω το εσώρουχό σου, είσαι πλέον γυμνή.
Κοιτώντας την γυμνότητά σου, ανοίγω την πόρτα˙
αμέτοχη στο κατώφλι στέκεσαι˙
πηδώ από το μπαλκόνι,
αναγκάζοντας την συγκυρία,
την ψύχρα σου να εκβιάσει.
***
Καθώς στο καφενείο καθόμουν και αγνάντευα τον Θερμαϊκό,
εισέρχεται της νιότης πρόσωπο που εκόντευε τα τριάντα, με
κοντά αγορίστικα μαύρα μαλλιά, με μάτια μαύρα, σώμα λιγνό,
ασκημένο. Έμεινα άναυδος από την θέλξη και από την
δυσκολία προσδιορισμού του γένους· κατόπιν, διεπίστωσα, ότι
επρόκειτο για κοπέλα με ύφος αγορίστικο, που καταργεί τα
φύλα, αφού, εκ πρώτης, παρέπεμπε σε έφηβο, αλλά έναν έφηβο
άχνουδο, χωρίς καμιά τραχύτητα, με κινήσεις, που πρόδιδαν
ευκαμψία ανεπιτήδευτη, με δέρμα βελούδο. Την προσπέλασα.
Χαρά ήταν το όνομα της, και σαν χαρά ήταν ευπροσήγορη.
Επέρασαν μήνες, με συζητήσεις ατέρμονες και προσεγγίσεις
δελεαστικές, οι οποίες εβεβαίωναν την ερωτικήν δια την
κοινωνίαν παρέκκλισίν της, την σαπφικήν.
Ένα απόγευμα του Μάη σε γιαλό απόμακρο, τα μαλλιά της
άγγιξα το μέτωπό της, απαγγέλλοντας:
« Κι ήταν τα μάτια σου ερημιά,
σβηστά τα χείλη,
κι είχες σκιρτήματα αριά,
βήματα οι θύμησες θολά
σιγότρεμε το ιδρωμένο δείλι».
Τα μάτια της πιο στιλπνά κι απ’ τον γιαλό, έχυσαν καυτά, όταν
μου απεκάλυψε πως είχε πεθάνει. Την εσκότωσε του
περιβάλλοντος «αγαπητός» υπεράνω πάσης υποψίας,
βιάζοντάς την. Της είπα ότι συντετριμμένος ένοιωσα, όχι όμως
κατάπληκτος, γνωρίζοντας πως η στέρηση που επιβάλλει η
κυρίαρχη του πολιτισμού μας ηθική στο σώμα και στον έρωτα,
αρρώστους εκτρέφει.
Στον έρωτα ηθική δεν υπάρχει· την τοποθέτησαν με επακόλουθα
την εξιδανίκευση των υλικών αγαθών, την απληστία, την
αλληλοεξόντωση, την γέννηση της πορνείας, των βιαστών και
των παιδεραστών. Στον έρωτα υγιεινή χωρεί!
Στην αγκαλιά μου εξέσπασε, ποθώντας, τον βιαστή της να
φονεύσει. Κατενόησα την οργή της πληγωμένης αξιοπρέπειας,
που, εάν στον φόνο αναλωνόταν, ίσως να ελυτρωνόταν.
Όμως στην υποτιθέμενη παρέκκλιση δεν οδηγήθη από τον
ηδονικό εντοπισμό μιας έκφανσης ερωτικής, που σε όλους
ενυπάρχει, και η παίδευση της ομοφοβικής κοινωνίας καταπνίγει
ως παρά φύσιν, αλλά από την αναγκαιότητα τραύματος
ανεπούλωτου, το οποίο απέκλεισε, δια παντός, την καθεστηκυία
έκφανση έρωτος.
Θα μπορούσε, παντελώς, τον έρωτα να μισήσει η Χαρά, που φορτίο
εσήκωνε, αντίθετο από αυτό, που το όνομά της είχε ορίσει.
***
Ο Λέανδρος και ο Λέων, δύο φίλοι που καιρό είχαν να
ανταμώσουν, βρέθηκαν στο σπίτι του Λέοντος, ένα σπίτι με
έπιπλα παλαιά, χρώματος καφεδύ, με τοίχους βαμμένους, έτσι , ώστε
να συνάδουν με την παλαιότητα των επίπλων, και όλα μαζί να
εκπέμπουν μία τελετουργική μυστηριακή αύρα. Οι δύο φίλοι
είχαν πολλά να πουν, και πολλά να ιδούν ο ένας στον άλλον.
Ο Λέανδρος, αν και γυναίκα, ήταν αγόρι, έφηβος άχνουδος με
μάτια ξανθού μελιού, κοντά, καστανά ανοικτά μαλλιά, με μία
σχολαστική ευγένεια αισιόδοξη. Τα μάτια του έδειχναν χαρούμενα,
αλλά, πίσω από την αυλαία, περίμεναν η αγωνία, ο φόβος ότι θα
μπορούσε να τον παρασύρει το πάθος μιάς τρελής φυγής, που
έζωνε τα στήθη του.
Ήξερε, πως μπορούσε να χαθή, μέσα στο δελεαστικό ξέφωτο του
ιδιωματισμού του, γι’ αυτό ήθελε να τον ελέγχει, ο Λέανδρος,
που ήταν ευεπίφορος στο καινό.
Αυτά είχε διακρίνει στον Λέανδρο, ο άλλος δια την κοινωνίαν
παράταιρος, ο Λέων, γι’ αυτό τον πλησίασε την πρώτη φορά
που τον είδε , αλλά, και ο Λέανδρος, κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο,
και ανταπεκρίθη εις το κάλεσμα του Λέοντος. Ο Λέων, εφάνταζε
αγριωπός, με γένι, μάτια γαλάζια, που δραπέτευαν κάθε λεπτό,
την εκζήτηση αναζητώντας, μακριά από κόπους μάταιους,
καθημερινότητες οδυνηρές, λάτρης του ήδεος αμετάπειστος. Ο
Λέανδρος, αναγνωρίζοντας τον Λέοντα, φοβήθηκε πως ο Λέων
θα επέτεινε την επιρρέπειά του, και απεμακρύνθη από αυτόν,
χωρίς να τον ξεχάσει.
Και να, τώρα, που μετά από προκλήσεις - προσκλήσεις του
Λέοντος, βρίσκονται απέναντι ο ένας από τον άλλον, συζητώντας,
πίνοντας μαυροδάφνη και βλέποντας τον Θερμαϊκό από ένα
δώμα του σπιτιού του Λέοντος. Είναι Μαϊου μεσάνυχτα
περασμένα, και οι δύο φίλοι, αφοσιωμένοι ο ένας στον λόγο του
άλλου, αδημονούν να χορτάσουν την μακρόχρονη απουσία μορφής,
βλεμμάτων, ήχων, κινήσεων. Και ενώ εγγίζει τα όρια της μέθης,
η χαρά της παρουσίας και της μέθεξης των δύο στο αντάμωμα τους,
και αφού, λόγω ευδίας Μαγιάτικης και οίνου ζέσης, είχαν βγάλει
τα υποκάμισα, ο Λέανδρος ένα λευκό, και ένα βυσσινί ο Λέων,
ημίγυμνοι, φορώντας σκούρα παντελόνια, συνομιλούσαν ζωηρά,
εώς ότου, μία βοερή σιγή κοιταγμάτων, που αντάλλαζαν ο ένας με
τον άλλον, κάνει την εμφάνισή της με εντυπώσεις ανείπωτες.
Ο Λέων, κοιτούσε τον ημίγυμνο Λέανδρο, στο σφιχτό, λείο,
άτριχο κορμί του. Τον κοιτούσε αμίλητα, επίμονα, τα μάτια του
χίλιες λέξεις, άγγιζαν το κορμί του φίλου του, που προσπαθούσε
με τα μάτια να εμπεδώσει, να εγκολπωθή, να αφομοιώσει με την
δική του παρουσία την αδρή, το τριχωτό του στέρνο το ατίθασο.
Ο Λέανδρος εισέπραττε το νόημα των κοιταγμάτων του Λέοντος·
μιά φωταψία των ματιών του, που ακόμη και το ολόγιομο φεγγάρι
θα εζήλευε,ήταν η απόκριση στα βουβά κελεύσματα του φίλου
του.
Η συνεύρεση βλεμμάτων διαρκούσε, κι όταν από το ραδιόφωνο,
σιγανά, ακούσθηκαν με την φωνή του εκ Κρήτης βάρδου, οι
στίχοι του Καρυωτάκη:
«Δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι λες, κι αν φούντωσαν τα στήθη, κι αν δακρύζεις, που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι ας κλαις».
Τότε, τα κοιτάγματα κορυφώθηκαν, μετουσιώθηκαν σε δάκρυ στα
μάτια του Λέοντος, και σε άγγιγμα του αντίχειρος του Λέανδρου,
στο δάκρυ του αγριωπού φυγάδος.
Αυτό το άκουσμα θύμιζε στον Λέοντα όλο το φευγιό της ζωής του,
της ζητούμενης μοναξιάς.
Το πρωινό τους βρήκε καθισμένους στο ανάκλιντρο, γερμένους
τον έναν στον ώμο του άλλου. Ο Λέων άνοιξε τα μάτια του, και
ψαύοντας του Λέανδρου τα χείλη, που μισοκοιμισμένος, εμειδιούσε,
εψιθύρισε: «και για τους πλάνητες υπάρχει απάγκιο, σκέψου το».