«Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ»
Αν σας πω, τι στάθηκε για πολύ καιρό ο καθημερινός μου εφιάλτης, σίγουρα θα με κοροϊδέψετε. Κι αυτό γιατί έχουμε συνηθίσει όταν ακούμε «εφιάλτης», να φανταζόμαστε κάτι τρομερό. Σας λεω λοιπόν, ορθά κοφτά ότι δεν ήταν ούτε βόας, ούτε κροταλίας, αλλά ήταν ένα μικρό σκυλάκι. Ένα μικρό σκυλάκι χρώματος βρώμικου λευκού και ράτσας «Κανίς». Εγώ από πάντα δεν τα πολυσυμπαθούσα αυτού του είδους τα σκυλιά, άλλωστε στις φτωχογειτονιές που μεγάλωνα, δεν ήτανε συνηθισμένο φαινόμενο. Πιο πολύ είχαμε να κάνουμε με εκείνα τα πανέξυπνα, αλλά ταπεινά, μπάσταρδα σκυλιά, που ελεύθερα και ταλαιπωρημένα, γυρνούσαν κάθε μέρα μέσα στα πόδια μας, σαν κάτι πολύ φυσικό και σχεδόν έπαιρναν κι αυτά μέρος στα παιχνίδια μας όταν θέλαμε, πειθήνια και φιλικά, μαθημένα από τις ανάγκες της επιβίωσης τους να μην απαιτούν, αλλά ούτε και να ζητιανεύουν. Έφτανε να τους πεις «έλα»κι ερχόντουσαν κοντά σου με εμπιστοσύνη, έφτανε να τους πεις «φύγε» και έφευγαν αδιαμαρτύρητα. Και έτσι είχαν τα πράγματα στη γειτονιά και στη ζωή μου σε σχέση με τα σκυλιά, ώσπου έκανε την εμφάνιση του ένα πρωί ο «Εφιάλτης». Πρώτα τον άκουσα και μετά τον είδα. Άκουσα κάτι γαυγίσματα σκύλου, που απλώς υπέθεσα ότι προέρχονταν από σκύλο, γιατί πρώτη φορά άκουγα κάτι τέτοιο. Ήτανε γαύγισμα – στρίγκλισμα, σαν να πάταγε απότομα φρένο μια αμαξοστοιχία. Μα εκείνο που έκανε το γαύγισμα – στρίγκλισμα, να θες να κλείσεις τα αυτιά σου να μην ακούς, ήτανε κάτι άλλο που είχε πιο πολύ σχέση με τον τόνο και την διάρκεια του γαυγίσματος, παρά με το ίδιο το γαύγισμα. Κοφτό επιτακτικό και επικίνδυνο, έμοιαζε σαν να ήταν, μετά ψύχωση του Χίτλερ. Το σπίτι που έμενα με τους δικούς μου, ήτανε μονοκατοικία αλλά χωρισμένη σε τέσσερα διαμερίσματα. Δύο κάτω και δύο απάνω. Το απέναντι από την πόρτα μας ήτανε εδώ και καιρό ξενοίκιαστο και τα φοβερά γαυγίσματα ερχόντουσαν από εκεί, σημάδι ότι ενοικιάστηκε. Όταν σε λίγο βγήκα να κάτσω στα σκαλάκια της εξώπορτας, όπως κάθε απόγευμα περιμένοντας τους φίλους μου, άκουσα την εσωτερική πόρτα του διαμερίσματος να ανοίγει και τα γαυγίσματα-στριγκλιές να γίνονται πιο έντονα. Μια γυναικεία φωνή απαλή σαν χάδι, έφτασε στ΄ αυτιά μου. Άκουσα την φωνή να μιλάει στο σκύλο σαν να ήτανε άνθρωπος, μα ο σκύλος ή δεν καταλάβαινε ανθρώπινα, ή δεν συμφωνούσε, ποιος ξέρει, γάβγιζε-στρίγκλιζε δυνατότερα.
Τα γυναικεία βήματα, κατέβηκαν τα ξύλινα σκαλάκια του διαδρόμου που αντιλαλούσε από τις φοβερές στριγκλιές και τέλος μια καλοντυμένη κυρία περνώντας από δίπλα και χαμογελώντας μου σαν να μην υπήρχα, γύρισε προς το εσωτερικό και είπε παραπονιάρικα, σαν να μιλούσε σε κάποια θυμωμένη θεότητα: «έλα τώρα, μη στενοχωρείς την μαμάκα». Άκουσα το απαλό πάτημα και σε λίγο έκανε την εμφάνιση του στο κεφαλόσκαλο δίπλα μου. Ήτανε μια χούφτα σκύλος. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μικρό σκύλο. Μαζεύτηκα στην άκρη της πόρτας, όσο αυτός δίχως να σταματήσει καθόλου να γαβγίζει ανατριχιαστικά, επιθεωρούσε σαν στρατηγός τα πέριξ. Τότε λίγο από παιδική περιέργεια, λίγο από φόβο, ρώτησα την κυρία πως το λένε. «Εφιάλτη» είπε εκείνη απαλά σαν να ομολογούσε ότι κάτεχε τους θησαυρούς του Σολομώντος. Και τότε ο Εφιάλτης λες και θεώρησε την ερώτηση μου αγενή, ήρθε κοντά μου απαλά σαν πούπουλο, κατέβηκε ανάλαφρα ένα σκαλάκι και σηκώνοντας το πισινό του ποδαράκι πάνω από το παπούτσι μου, έβγαλε τόσο κάτουρο, όσο θα έβγαζε και μια αγελάδα. Αυτή ήτανε η πρώτη μου γνωριμία με τον Εφιάλτη και στάθηκε η αιτία που όταν συνέβη αυτό που συνέβη, εγώ δεν τον λυπήθηκα καθόλου. Από την ημέρα εκείνη όλα άλλαξαν στη γειτονιά. Όλα πέρασαν στην εξουσία του Εφιάλτη. Από το πρωί μέχρι το βράδυ ηχούσε το στρίγκλισμα του. Τα παιχνίδια μας κρατούσαν μέχρι που θα εμφανιζόταν. Έπεφτε ανάμεσα μας και μας διέλυε. Τα άλλα σκυλιά, οι φίλοι μας, είχανε βρει τον μπελά τους, τα γάβγιζε με τόση κακία, που για να βρουν την ησυχία τους έπαψαν πια να μας κάνουν συχνές επισκέψεις. Και ένα πρωί συνέβη αυτό που συνέβη κι εγώ το είδα με τα μάτια μου και το χάρηκα με την ψυχή μου. Ο Εφιάλτης ήτανε στην πρωινή βόλτα του και η καλοντυμένη κυρία σίγουρη για το ακίνδυνο της περίπτωσης, χάζευε δεξιά κι αριστερά όταν εμφανίστηκε το μπασταρδεμένο ντόπερμαν από κάποια άλλη γειτονιά. Ο Εφιάλτης δεν υπολόγισε σωστά και πήγε να ζητήσει διαπιστευτήρια υποταγής, όπως έκανε με κάθε σκύλο μέχρι τότε. Άρχισε να γαβγίζει μπροστά στη μύτη του ντόπερμαν και εκεί που είχα αρχίσει σχεδόν να θαυμάζω το θάρρος του Εφιάλτη, το ντόπερμαν ενοχλημένο άφησε ένα μούγκρισμα απρόσμενο για τη λογική του Εφιάλτη μέχρι τότε, που βρέθηκε ανάσκελα με τα ποδαράκια του ελαφρώς λυγισμένα, όπως κάνουν όλα τα σκυλιά όταν θέλουν να τα χαϊδέψεις, μόνο που και να τον χάιδευε κάποιος, ο Εφιάλτης δεν θα το καταλάβαινε πια, γιατί είχε πεθάνει από τον φόβο του.
Η ΣΟΥΛΑΡΑ
Το σπίτι της, δυο δωμάτια κουζίνα μπάνιο, ήτανε τέρμα Παλαμηδίου σε μια περιοχή που τη λέγανε Άγια Σοφιά, αλλά ούτε που πήγαινε να μείνει εκεί, γιατί τον πιο πολύ καιρό τον πέρναγε μέσα στον χώρο που δούλευε. Στο μπουρδέλο της κυρά Ζωζώς. Εκεί μόνο, έχοντας καθημερινό νταραβέρι με τους πελάτες και την κυρά Ζωζώ μόνιμα πάνω από το μαγκάλι της, είχε την αίσθηση ότι η ζωή της δεν είχε σταματήσει πριν τέσσερα χρόνια, την ημέρα εκείνη που η μοίρα της έφερε μπροστά της τον Μιχάλη τον Καλαματιανό, επιβάτη στο ποστάλι που έκανε τη γραμμή στα Δωδεκάνησα.
Όταν το πλοίο είχε πιάσει Ρόδο, να φορτώσει και να ξεφορτώσει, ήτανε έξι η ώρα το απόγευμα, Αύγουστος μήνας, καλοκαίρι του ΄61. Η Σούλα ήτανε είκοσι δυο χρονών και έκανε με μια φίλη της, τη συνηθισμένη βόλτα κάτω στο Μαντράκι και κάτσανε να χαζέψουνε το πλοίο.
Ο Μιχάλης ο Καλαματιανός, όρθιος πάνω στην κουπαστή, χάζευε τον κόσμο έξω κι αυτός. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε ρώτησε έναν με στολή που πέρναγε δίπλα του, πόση ώρα θα φορτώνουνε και θα ξεφορτώνουνε κι όταν ο άλλος είπε περίπου μια ώρα, κατέβηκε και πήγε ίσια στη Σούλα, που από τότε θα μπορούσε κανείς να την πει και Σουλάρα, γιατί ήτανε έτσι φτιαγμένη που θα νόμιζε κανείς ότι ερχόταν κατευθείαν από τον Κολοσσό της Ρόδου, έτσι ψηλή και γεροφτιαγμένη, με τα πόδια σε ελαφρά διάσταση και τα χέρια σηκωμένα να συγκρατούν τα πλούσια μαλλιά της από το απογευματινό θαλασσινό αεράκι, ο Μιχάλης έπαθε την πλάκα του κι όταν σε λίγο της έλεγε ότι θα την έκανε μεγάλη σταρ του σινεμά, θα ήθελε πολύ να ήτανε αυτό που της είπε ότι ήτανε. Σκηνοθέτης.
Αλλά ήτανε μόνο ψεύτο αγαπητικός στη Τρούμπα.
Η Σούλα πολύ αργότερα, όταν ήτανε πια σπιτωμένη και δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε, αποφάσισε να μην εμπιστεύεται πια άντρες με το όνομα Μιχάλης.
Μόλις κάποιος της έλεγε ότι τον λένε Μιχάλη, εκείνη έλεγε σίγουρη τη γνώμη της, ότι ήτανε ψεύτης. Και ούτε πελάτη έπαιρνε με το όνομα αυτό, αλλά και τον ίδιο τον Καλαματιανό στον χρόνο επάνω, του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, λέγοντας του ότι από δω και πέρα να πάει να βρει άλλη πρωταγωνίστρια και έρχισε να αποταμιεύει, με το όνειρο κάποτε, να γυρίσει πλούσια στο νησί της και στους δικούς της.
Είχε αγοράσει ένα μικρό τρατζίστορ με δόσεις και το είχε πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, στολισμένο όπως κάτι φορτηγατζήδες τα παρμπρίζ.
Κάθε πρωί, στις εννέα και μισή, μια σκόνη πλυσίματος, πατρονάριζε από το ράδιο ένα θέατρο σε συνέχειες. Το λέγανε, «Μικρή, πικρή μου αγάπη».
Η Σουλάρα δεν είχε χάσει κανένα επεισόδιο. Ότι κι αν ήτανε να κάνει εκείνη την ώρα το παράταγε, με το που άκουγε την χαρακτηριστική μουσική, που είχε γίνει εκείνη την εποχή, πιο γνωστή στον κόσμο κι από το πιο μεγάλο σουξέ του Καζαντζίδη.
Κανείς δεν τολμούσε να την ενοχλήσει στη μισή ώρα που κρατούσε το επεισόδιο, ούτε πελάτης, ούτε φίλος, ούτε ακόμα και η κυρά Ζωζώ.
Το τέλος της εκπομπής, την εύρισκε βουτηγμένη στο κλάμα μα ευτυχισμένη.
Άρχιζε να τραγουδάει φάλτσα, αλλά με πάθος το «πότε θα ανοίξουμε πανιά να κάτσω στο τιμόνι…» Μόνο που εκεί που έλεγε το τραγούδι … να δω της Λέρου τα βουνά να μου διαβούν οι πόνοι… Εκείνη έλεγε το δικό της νησί που ήτανε η Ρόδος και όλα ξαναμπαίνανε στη θέση τους κι άκουγες τη φωνή της κυρά Ζωζώς να λέει ρουτινιάρικα στον πελάτη που περίμενε, δείχνοντας του τη σκάλα προς τα πάνω, «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».