Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι, Ποιήματα, Διαπολιτισμός, 2017 (μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς)

$
0
0


ΦΑΝΤΑΡΟΙ
(Δάσος του Κουρτόν, Ιούλιος 1918)

Σαν
τα φθινοπωρινά
φύλλα
στα δέντρα.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
(1925)

Έρωτα, νεαρό μου σύμβολο
Γύρισες για να μαλαματώσεις τη γη
Διασκορπισμένος στην βραχώδη μέρα
Είναι η τελευταία φορά που κοιτάω
(στης αμπολής το βάθος, πλούσιας σε ορμητικά νερά και πένθιμης σε κόλπους) τη φωτεινή γραμμή
Που σαν την τρυγόνα που θρηνεί
Χτυπιέται ξεχασμένη πάνω στο χορτάρι.

Αγάπη, λαμπερή σωτηρία,
Με βαραίνουν τα χρόνια που θα ’ρθουν.

Το πιστό ραβδί θα αφήσω
Στα σκοτεινά νερά
Και θα ξεγλιστρήσω δίχως λύπη.

Θάνατε, ξερό ποτάμι…
Θάνατε, αχάριστε αδερφέ,
Ίδιον με το όνειρο θες να με κάνεις
Φιλώντας με.

Το βήμα σου θα πάρω,
Και θα πηγαίνω δίχως ν’ αφήνω ίχνη.

Θα μου δώσεις την ακίνητη καρδιά
Ενός θεού, θα είμαι αγνός
Δεν θα ’χω πια ούτε σκέψεις ούτε
καλοσύνη.

Με το μυαλό σφραγισμένο
Με τα μάτια πεσμένα στη λήθη
Θα οδηγώ την ευτυχία.

Η ΜΑΝΑ
(1930)

Κι όταν η καρδιά μ’ έναν τελευταίο χτύ-πο
Θα ’χει γκρεμίσει τον σκοτεινό τοίχο,
Για να με οδηγήσεις Μητέρα, ως τον Κύριο,
Όπως κάποτε το χέρι θα μου δώσεις.

Γονατιστή, αποφασισμένη,
Θα είσαι ένα άγαλμα μπροστά στον Αι-ώνιο,
Έτσι όπως Αυτός σ’ έβλεπε
Από τότε που ακόμα ζούσες.

Θα σηκώσεις τρέμοντας τα γερασμένα σου χέρια
Σαν τότε που ξεψύχησες
Λέγοντας: Εδώ είμαι Θεέ μου.

Και μόνο όταν θα με συγχωρέσει
Θα σου ’ρθει η λαχτάρα να με κοιτάξεις.

Θα θυμηθείς που τόσο με περίμενες,

Και θα ’χεις μέσα στα μάτια σου έναν γρήγορο αναστεναγμό.

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΧΑΣΑ
1937

Από τα νιάτα μου όλα τα ’χασα
Και δεν θα μπορέσω πια να βρω τη λη-σμονιά
Σε μια κραυγή.

Έθαψα τα νιάτα μου
Στα βάθη της νύχτας
Και τώρα, αόρατο σπαθί,
Απ’ όλα με χωρίζει.

Θυμάμαι πώς έτρεμα για σένα από α-γάπη,
Και να ’μαι τώρα χαμένος
Στης νύχτας το άπειρο.

Απελπισία που χωρίς σταματημό αυ-ξαίνει
Δεν είναι πια για μένα η ζωή,
Έτσι που κάθισε στου λαιμού το βάθος,
Παρά ένας βράχος από κραυγές.

ΕΑΝ ΕΣΥ ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ

Εάν ξαναρχόσουν ζωντανός
με απλωμένο το χέρι,
θα μπορούσες ακόμη,
και πάλι σε κάποιο ξέσπασμα λήθης, να σφίξεις
αδελφέ, ένα χέρι

Μα για σένα, για σένα δεν με κυκλώνουν πια
παρά όνειρα, λάμψεις,
οι φωτιές δίχως φωτιά του παρελθόντος.

Η μνήμη δεν ξετυλίγει παρά τις εικόνες
και σε μένα τον ίδιο, εγώ ο ίδιος
δεν είμαι πλέον
παρά το αφανισμένο τίποτα της σκέψης.

ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ
(1940-1946)

1

«Κανένας μητέρα, δεν υπέφερε τόσο πολύ…»
Και το πρόσωπο ήδη χαμένο
Όμως ζωντανά ακόμη τα μάτια
Από το προσκέφαλο γύριζε προς το πα-ραθύρι
Και γέμιζε σπουργίτια το δωμάτιο
Γύρω απ’ τα τρίμματα που ’χε σκορπίσει ο πατέρας
Για να χαρεί το παιδάκι του…

2

Τώρα μονάχα στ’ όνειρο θα μπορώ να φιλήσω
Τα πιστά χέρια…
Και μιλάω, δουλεύω,
Έχω αλλάξει λίγο, φοβάμαι, καπνί-ζω…
Πώς γίνεται ν’ αντέξω σε τόσο σκοτά-δι;…

3

Τα χρόνια θα μου φέρουν
Ποιος ξέρει πόσο άλλους φόβους,
Όμως σε ένιωθα δίπλα μου
Θα με παρηγορούσες…

4

Δεν θα το μάθετε ποτέ πώς με φωτίζει
η σκιά που είναι δίπλα μου, ντροπαλή,
όταν απελπίζομαι…

5

Τώρα πού βρίσκεται, πού βρίσκεται η αθώα φωνή
Που τρέχοντας αντηχούσε στα δωμάτια,
Και ανακούφιζε από τις στεναχώριες έ-ναν κουρασμένο άνθρωπο;…
Την έσβησε το χώμα, την προστατεύει όμως
Ένα παραμυθένιο παρελθόν…

6

Κάθε άλλη φωνή είναι ηχώ που χάνεται
Τώρα που μια άλλη με φωνάζει
Από τις αθάνατες κορυφές…

7

Στον ουρανό ψάχνω το ευτυχισμένο σου πρόσωπο,
Και τα μάτια ας μην βλέπουν τίποτε άλ-λο μέσα μου
Όταν κι αυτά θελήσει να τα κλείσει ο Θεός…

8

Και σ’αγαπώ, σ’ αγαπώ, κι είναι συνε-χόμενη η θλίψη μου!…

9

Αγριεμένη γη, απέραντη θάλασσα
Με χωρίζει από τον τάφο
Όπου τώρα σαπίζει
Το τυραννισμένο κορμί…
Ε και… Ακούω καθαρά
Εκείνη τη φωνή της ψυχής
Που δεν ήξερα να προστατεύσω εδώ κά-τω…
Μ’ απομονώνει, πάντοτε περισσότερο κεφάτη και φιλική
Μες στο απλό της μυστικό…

10

Επέστρεψα ξανά στους λόφους, στα πεύ-κα τ’ αγαπημένα
και από τον ρυθμό του αέρα ο ήχος της πατρίδας
που δεν θα ξανακούσω με σένα,
με κομματιάζει στην κάθε ανάσα…

11

Διαβαίνει το χελιδόνι και μαζί του το καλοκαίρι,
και ’γω επίσης, λέω, να διαβώ…
Μα ας μείνει απ’ την αγάπη που με δια-λύει
όχι μοναδικό σημάδι ένα σύντομο θά-μπωμα
αν απ’ την κόλαση φτάσω σε κάποια η-ρεμία…

12

Κάτω απ’ το τσεκούρι τ’ απελπισμένο κλαρί
πέφτοντας μόλις που κλαίει, λιγότερο
κι απ’ το φύλλο στο φύσημα της αύρας
Όμως ήταν η μανία που γκρέμισε την τρυφερή
μορφή, και η πρόθυμη
χάρη μιας φωνής με ξοδεύει…

13

Το καλοκαίρι πια δεν με τρελαίνει
ούτε η άνοιξη τα προμηνύματά της·
Μπορείς να δύσεις, φθινόπωρο,
Με τις ηλίθιες δόξες σου
Για μια γυμνή επιθυμία, ο χειμώνας
Ξεδιπλώνει την πιο φιλεύσπλαχνη επο-χή!…

14

Ήδη μπήκε στα κόκαλά μου
Η φθινοπωρινή ξηρασία
Μα, μεγαλωμένη απ’ τις σκιές,
Επιβιώνει ατέλειωτη
Μια τρελή λάμψη
Η μυστική αγωνία του θαμμένου
δειλινού…

15

Πάντοτε θα θυμάμαι χωρίς τύψεις
μια σαγηνευτική αγωνία των αισθήσεων
Άκου, τυφλέ: «Μια ψυχή πέταξε
Απ’ την κοινή τιμωρία ανέγγιχτη ακόμα…»

Θα συντριβώ λιγότερο αν σταματήσω ν’ ακούω
τις ζωηρές κραυγές της αγνότητάς του
από το να αισθάνομαι νεκρή μέσα μου
τη φοβερή ανατριχίλα της αμαρτίας;

16

Από το θάμπωμα των τζαμιών
στο τραπεζομάντιλο η σκιά τετραγωνίζει ένα αντικαθρέφτισμα,
στην γυαλιστερή στάμνα αντανακλώνται
φουντωμένες ορτανσίες του παρτεριού, ένα μεθυσμένο χελιδόνι
ο ουρανοξύστης στις φλόγες των σύννε-φων,
πάνω στο δέντρο, χοροπηδήματα ενός παιδιού…

Αέναο πλατάγισμα κυμάτων
ίσως φτάνει τότε στο δωμάτιο
και στην ανήσυχη σταθερότητα μιας γραμμής
γαλάζιας, κάθε τοίχος γκρεμίζεται…

17

Μια γλύκα τριγύρω και ίσως εδώ κοντά να περνάς
λέγοντας: «Αυτός ο ήλιος και ο απέρα-ντος τόπος
να σε ηρεμίσουν. Στον καθαρό αέρα μπορείς ν’ ακούς το χρόνο να περνάει και τη φωνή μου.
Μέσα μου συσσώρευσα σιγά σιγά και περιόρισα
τη σιωπηλή παραφορά της ελπίδας σου.
Είμαι για σένα η αυγή και ακηλίδωτη μέρα».

ΝΤΟΥΝΙΑ

Προς την ανατολή στρέφεται η τελευταία αγάπη,
Μου σκοτεινιάζει από κει το αίμα
Με σκοτάδι από τα μάτια της ελαφίνας
Που αν στο στόμα της αυτή τα στρέφει,
δίνοντας βελούδινη υφή,
Κάνουν πιο βασανιστική την κρυμμένη μου φωτιά.

Στρογγυλά τα μάτια της έκπληκτης ελαφίνας
Που οι άστατες διαθέσεις της καρδιάς της
Για να γοητεύσει την προστάζουν να κά-νει ανεξέλεγκτα βιαστικά βήματα.

Μ’ ένα πήδημα,
Οι κινήσεις γεμάτες οργή,
ελευθερώνεται
Από την χάρη του κορμιού της ελαφίνας και μετατρέπεται σε σκιαγμένη λεοπάρ-δαλη.

Ω, νεότατο όνειρο, δε θα ήσουν
Από έμφυτη ακλόνητη αθωότητα,
Προβατίνα ασυνήθιστης περιπέτειας;

Η τελευταία αγάπη περισσότερο από τις άλλες βασανίζει,
Σίγουρα τρέφεται
Από τη σκληρή μνήμη.

Είσαι εδώ. Δεν μου φέρνεις λήθη εσύ
Που σαν φοραδίτσα τώρα τρέμεις
Ανήσυχη με τα Μακρυά Πόδια;

Πέρα από τη λήθη
Πέρα από τη θύμηση φέρνεις τις αστρα-πές.

Χαριτωμένη κροάτισσα νύχτα λαμπερή
Με κάνεις να νοιώθω
Σκλάβος και βασιλιάς.

Βασιλιάς; Δε θα ήσουν πια αδάμαστη;

ΤΟ ΠΕΤΡΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΛΟΥΔΟ

(Ρώμη, νύχτα τις 31ης δεκέμβρη του 1969- πρωινό της 1ης γενάρη του 1970)

Ανακάλυψα τις βάρκες που λικνίζονται
Μόνες, και τις παρατηρώ δεν ξέρω πού, μονάχος.

Δεν πρόκειται να τις πλησιάσει ζωντανή ψυχή.

Λεπτό κομμάτι βράχου
Δείχνει στα κρυφά στον διαλεγμένο
Τους λακωνικούς μαντατοφόρους που αναδύθηκαν από την άβυσσο
Που μεταφέρουν, λίκνισμα στο κενό,

Προς τον αποστακτήρα
Του δαιμονισμένου γέροντα
Την ηχώ του σπαραγμού του σβησμένου κύματος
Που διήρκησε μόλις μια στιγμή
Εξαφανισμένο με τις αριστερές βάρκες.

Ενώ εναλλάσσονταν
Το ένα με το άλλο
Τα εξουθενωμένα κοπάδια
Των μεγαλόσωμων αλόγων με το αδαές χλιμίντρισμα,

Το κροατικό βελούδινο
Βλέμμα της Ντούνια,
Που γνωρίζει πώς να υποχωρεί χιλιάδες χρόνια,
Πώς να απουσιάζει, πέτρινη
Μετά από τη συνηθισμένη περιπλάνηση,
Ανάμεσα στη μια και στην άλλη περιή-γηση,
Τσιγγάνα σε ασιατική σκηνή,

Το βελούδινο βλέμμα της Ντούνια
Κεραυνοβόλο επιστρέφει λυπημένο παρόν.

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΝΕΥΡΕΘΕΝΤΑ

ΕΛΛΑΔΑ 1970

Αθήνα, Ελλάδα, μυστική, μυθική κορυφή
δεμένη μέσα στο ζαφείρι που την περικλείει.
Πάνω στο δικό της το γαλάζιο υψώνεται σε ελάχιστα όρια, για να είναι μέτρο, η ελευθερία του μέτρου, ελευθερία του νό-μου που στον εαυτό της ελευθερώνει το νόμο.
Μέχρι τη θάλασσα, απ’ τον ουρανό ως τη θάλασσα, ελευθερώνεις την ανθρώπινη κορυφή το νόμο της ελευθερίας, από την θάλασσα ως τον ουρανό.
Δεν θα ’σαι πια Αθήνα, Ελλάδα παρά μια φωλιά παρανοϊκών;
Παρά η γη της υπερβολής, Αθήνα μου, Αθήνα μάτια ορθάνοιχτα, που σ’ όποιον επιθυμούσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, άνοιγε τα μάτια.

Τώρα, φρικτή θα τυφλώνεις;
Ποιος σε κατάντησε έτσι, ποια θηρία;


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles