Γράμμα χειρόγραφο του Κώστα Κουλουφάκου σ’ ένα νεαρό ποιητή. 1962
(Το χειρόγραφο στον Γιάννη Σκληβανιώτη)
Αγαπητέ φίλε
Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον και πολλές φορές τα ποιήματα που είχατε την καλοσύνη να μου στείλετε ρωτώντας τη γνώμη μου. Θα ήθελα πριν από κάθε τι άλλο να σας πω ότι μέσα σ’ αυτά διακρίνεται σαφώς ένας άνθρωπος με πλούσια ευαισθησία, λεπτά αισθήματα, υψηλές ιδέες, πράγματα για τα οποία ειλικρινώς σας συγχαίρω. ‘Όλα αυτά αποτελούν το απαραίτητο πρώτο υλικό για να γίνει η ποίηση. Αλλά μόνο το πρώτο υλικό. Από κει και πέρα είναι ζήτημα τεχνικής, μέσω της οποίας το συγκινησιακό υλικό, οι ιδέες, τα αισθήματα, οι οραματισμοί, θα μεταπλαστούν, θα σπονδυλωθούν σε αρμονικό σύνολο, θα μετουσιωθούν σε έργο τέχνης. Είναι πολύ δύσκολο να δοθούν κανόνες αυτής της τεχνικής, σήμερα προπάντων, που η καλλιτεχνική αρτιότητα ενός ποιήματος δεν αναζητείται σε εξωτερικά σχήματα, (ομοιοκαταληξίες, ισοσυλλαβίες,, παραδοσιακά μέτρα, καλολογικά τεχνάσματα), όπως κατά παρεξήγηση της ποίησης συνέβαινε στο παρελθόν.
Σήμερα η καλλιτεχνική αρτιότητα είναι κυρίως εσωτερική, βγαίνει δηλαδή μέσα από τις λέξεις που διαλέγει κανείς για να εκφράσει ότι έχει να πει μέσα από τον τρόπο που τις συναρμολογεί σμιλεύοντας τους στίχους του, μέσα από την κατάλληλη ανάδειξη των επιθυμητών προεκτάσεων που έχει η κάθε λέξη, κι από τον αντίστοιχο περιορισμό ή παρασιώπηση των άλλων προεκτάσεών της, που δεν συνηχούν με την όλη ατμόσφαιρα του ποιήματος. Για να γίνω σαφέστερος. Κάθε λέξη, ακόμα και η πιο κοινή, π.χ. η λέξη τραπέζι, έχει ένα πλήθος προεκτάσεων. Όταν την ακούμε έρχεται στο νου μας η ύλη απ’ την οποία είναι φτιαγμένο το τραπέζι ,(ξύλο, μάρμαρο, μέταλλο), ο άνθρωπος που έφτιασε το τραπέζι, οι χώροι μέσα στους οποίους έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε το τραπέζι, οι εργασίες για τις οποίες το χρησιμοποιούμε (φαγητό, γράψιμο, διακόσμιση), τα αντικείμενα που συνοδεύουν τις διάφορες χρήσεις του κλπ. Έτσι, όταν ακούγεται η λέξη τραπέζι ή οποιαδήποτε άλλη, είναι σα να πέφτει μια πέτρα σε ήρεμο νερό: σχηματίζονται γύρω της κύκλοι, οι προεκτάσεις που είπαμε πιο πάνω. Κάθε λέξη κάνει τους δικούς της κύκλους. Το ζήτημα λοιπόν, (ή μάλλον ένα από τα ζητήματα) είναι να διαλέγονται έτσι οι λέξεις και να τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο μέσαστο ποίημα, ώστε να εναρμονίζονται όχι μόνον αυτές, αλλά και οι κύκλοι των προεκτάσεών τους, με τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση ενός αρμονικού όλου.
Ένα άλλο θέμα είναι η αποφυγή λέξεων, εκφραστικών τρόπων και σχημάτων που έχουν φθαρεί από την πολύ χρήση – κακή χρήση τις περισσότερες φορές – έτσι που έχουν καταντήσει πια να μην εκφράζουν τίποτα, ή μάλλον να εκφράζουν μια προσήλωση στα καθιερωμένα, ένα φόβο του ποιητή για το καινούργιο, φανερώνουν δηλαδή μια προσωπικότητα που δεν έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά. Είναι ακριβώς, νομίζω η περίπτωση που περισσότερο από ότι δήποτε άλλο πρέπει να μας απασχολήσει στα ποιήματά σας. Τριμμένα σύμβολα και αδέξιες εκφράσεις όπως, «Μπουκέτο, λευκά περιστέρια, της νιότης ελπίδες, σκοτάδια της καρδιάς, αστραποβόλο σαΐτεμα, άφατης έκστασης γυναίκειου κόρφου, ποθοπλάνταχτο γύρισμα, τσ’ αποξέχαστης αγάπης, δροσαυγινό αναρίγημα, θα βάλω τα τριαντάφυλλα στη καρδιά των ανθρώπων,, ηδονοπέρνοντας, ορφικής αρμονίας έκστας, μαύρα νυχτοπούλια, πηχτά σκοτάδια της αγωνίας, παγερή κραυγή του πόνου, γλιστερό σκοινί της διατήρησης, τεντωμένες κεραίες της ευαισθησίας, μάταιας ερωτικής επίκλησης, χιλιοπόθησα, και πάρα πολλά άλλα, βαραίνουν συντριπτικά πάνω στα ποιήματά σας, τους προσδίνουν ένα ύφος επιπόλαιης φιλολογικότητας μα αποτέλεσμα να διαψευσθεί η συγκίνηση που τα ενέπνευσε.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει στα γραφτά σας ένα στοιχείο γνησιότητας που καταφέρνεινα διασώζεται και να μαρτυράει για την αλήθεια σας την ανθρώπινη και την ιδεολογική. Δείτε π.χ. πόσο ωραία ακούγονται οι στίχοι :
«Ακουμπάω την παλάμη μου
Στη φαρδιά γη της αγαπημένης μου»
Η εικόνα είναι διαυγέστατη, λιτή, χωρίς περιττά στολίδια. Είναι όμως και ουσιαστικότατη, γιατί κατορθώνει να μας δώσει πληρέστατα όλα τα αισθήματα που σας εμπνέει η αγαπημένη και ταυτόχρονα μια σαφή ιδέα για το πρόσωπο που τα εμπνέει. Κρίμα που δεν διαθέτει παρόμοια αμεσότητα όλο το ποίημα.
Φοβούμαι πως φλυάρησα πολύ. Το γράμμα τούτο έγινε πολύ μακρύ. Μένει όμως ένα ζήτημα. Να συνεχίσετε να γράφετε; Ασφαλώς ναι, αν δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Γιατί κανένας ποιητής δεν θα έγραφε αν μπορούσε να το αποφύγει. Το ποίημα βγαίνει από την περίσσια αισθήματος γιατί μόνον «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί τα χείλη» όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος. Πρέπει όμως παράλληλα να μελετήσετε πολύ ποίηση. Η συλλογή Δημοτικών τραγουδιών του Ν. Πολίτη, ο Κάλβος, ο Σολομός, ο Καβάφης προπάντων είναι σπουδαίοι οδηγοί. Καλό βοηθητικό εγχειρίδιο είναι και η ανθολογία του Αποστολίδη.
Σας ευχαριστώ και πάλι, για την τιμή που μου κάνατε να ζητήσετε τη γνώμη μου. Σας εύχομαι καλή πρόοδο και κουράγιο. Ο δρόμος της ποίησης είναι πολύ δύσκολος και συχνά αχάριστος. Κάποιος γνωστός μου ποιητής με σημαντικό όνομα, μου έλεγε ότι κατά την τελευταία δεκαετία έγραψε περίπου 3.000 ποιήματα, Εδιάλεξε τελικά από αυτά μόνο τα 300 και προορίζει για δημοσίευση όχι περισσότερα από 100. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως εξασφαλίζεται η ποιότητα.
Κώστας Κουλουφάκος
Υ.Γ. ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ (1924-1994)
Ο Κώστας Κουλουφάκος του Πέτρου και της Αγγελικής γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια, τον Τάσο και τον Νίκο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα Ελεύθεροι Έλληνες με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην Ε.Π.Ο.Ν., πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα. Ως μέλος του Κ.Κ.Ε. υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς. Παντρεύτηκε την Σοφία Νέτουρα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Πέτρο και σε δεύτερο γάμο την Μαρία Κωστάκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Γεωργία. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή Στις έξη του Μάη στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του. Ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός ο Κουλουφάκος δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου), ενώ εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Κουλουφάκου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κουλουφάκος Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Συνοδινός Ζήσιμος Χ., «Χρονολόγιο Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994)», Μανδραγόρας3, 4-6/1994, σ.8-10 και χ.σ., «Κουλουφάκος Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(δεκαπενθήμερο νέων ποιητών στο πΠΟΙΕΙΝ, με αφορμή την επιστολή Κουλουφάκου στο Γιάννη Σκληβανιώτη)