Ερινύες
Όταν ξυπνάς τις νύχτες μόνη
μέσα στο πανικό της άγριας μοναξιάς σου
και βλέπεις έρημες κοιλάδες
γιομάτες από χίμαιρες
ερωτικούς ψιθύρους και γελάκια
πνιγμένα σε μια θάλασσα ειρωνικών διαλόγων
σώπασε, μείνε ακίνητη
κάνε πως πέθανες, πως δεν υπάρχεις πια.
Όπως η γέρικη νυφίτσα,
παρίστανε τη νεκρή μπροστά στο θηρευτή σου
κι ίσως το μαύρο πουλί των Ερινυών σταθεί στο στήθος σου,
μυρίσει το σάπιο τη ψυχή σου και λακίσει.
Γι άλλο ένα βράδυ θα έχεις γλυτώσει,
μα μη σε πιάσουν οι πολλές χαρές κι οι θρίαμβοι οι μεγάλοι
παράταση για λίγες ώρες πήρες
αύριο πάλι θα είναι εδώ
κι ίσως σαν τώρα τυχερή δεν είσαι.
Το Νησί
Το νησί σου
το νησί μου
στα βράχια του θα χτυπηθώ
- σε κάθε σου “σ αγαπώ” -
κομμάτι κομμάτι θα αφήσω τη σάρκα μου
μέχρι η ψυχή μου να μείνει γυμνή.
Θα έχει πέσει ο ήλιος,
μικροί φτερωτοί άγγελοι θα κατέβουν απ’ τον ουρανό,
θα την αγκαλιάσουν και θα την παραδώσουν στα πόδια σου.
Εσύ γυμνή,
στο σημείο ακριβώς που σε άφησα,
θα χύσεις το κρασί που κρατάς έναν αιώνα στο αριστερό σου χέρι,
νερωμένο πια από το δάκρυ σου,
πάνω στην ασάλευτη παραδομένη ψυχή μου.
Τότε μονάχα θα βρω τη γαλήνη που αιώνες αναζητούσα
και πλήρης από αγάπη και πόνο
θα χαθώ μια για πάντα στον έναστρο ουρανό.
Εξομολογητικό
Για μένα ήσουν πάντοτε ένα δάχτυλο.
Άλλοτε μου έδειχνε στον ουρανό, τα σύννεφα,
που σαν καράβια έφευγαν μακριά
- κι ήταν η θλίψη σου, θυμάμαι,
απέραντη που σε άφηναν πίσω, εδώ, ριζωμένη-.
Άλλοτε τη γέννηση του χάους
στον παφλασμό του νερού στο βράχο.
Πολλές φορές μου άγγιζε τα χείλη να σωπάσω,
να ακούσεις πιο καθαρά τα μάτια μου.
Πόσα αστέρια μου έδειξε να πέφτουν
και πόσες ώρες έψαχνα να βρω ένα κομμάτι τους
στο γυμνό κορμί σου.
Μα όταν βρήκα ένα,
ανέπαφο από τη συντριβή και στο έδειξα, με τιμώρησες,
το ήθελες μόνο για σένα, είπες,
να σου φωτίζει τις μοναχικές νύχτες της ζωής σου.
Από τότε μου δείχνει τρεμάμενο τη πόρτα,
μα στάζει η παλάμη του αίμα, κατακόκκινο,
όσο τη σφίγγεις τόσο μεγαλώνει η λίμνη από κάτω.
Άφησε με να το σκουπίσω,
με διώχνεις, μου δείχνεις την πόρτα,
ακόμα δεν έχεις δει τα δεκαεφτά καρφιά που της έχω βάλει,
σφραγίστηκε, δεν ανοίγει πια.
Αιώνιο ταξίδι
Μάτια, στόμα, αφαλός
και ξανά απ την αρχή η αιώνια διαδρομή
των χειλιών στον γυμνό σάρκινο χάρτη.
Απόψε ο άνεμος μ’ έριξε νότια,
ναυαγός, στο νησί με τη χίμαιρα και τις χίλιες θάλασσες.
Ανάληψη
στον Νίκο Σ.
Ακούμπησε τα πόδια του στο πάτωμα.
Με μία ανάλαφρη κίνηση, κατέβασε το σχοινί,
το φίλησε και το παρέδωσε στα χέρια της μοίρας.
Γυμνός πια, ελεύθερος, άνοιξε την πόρτα του χρόνου
και πέρασε το κατώφλι με το κεφάλι ψηλά.
Στο πρόσωπο του διακρίναμε ένα περιπαικτικό χαμόγελο
καθώς απομακρυνόταν με την πόρτα πίσω του πάντα ανοιχτή
Διαθλάσεις
Καθώς έκλεισε και αυτή η πόρτα πίσω του
βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του
και σκύβοντας το κεφάλι βγήκε στο δρόμο.
Δίπλα του, στον ίδιο βηματισμό με εκείνον
περπατούσε ο άλλος εαυτός του.
Χαμογελαστός, δυνατός,
με το κεφάλι ψηλά, έδειχνε στην μικρή του κόρη
το θαμπό, τρεμάμενο άστρο απ όπου ήρθαν
οι παππούδες της πριν από χρόνια