Image may be NSFW.
Clik here to view.
Ο χασάπικος του Λευτέρη
Στον Λευτέρη Παπαδόπουλο
Αθηνα 17/11/04
Πήρες τα μεράκια , τα σεκλέτια του κοσμάκη
σε κλωστή τα πέρασες , σατέν διπλοστριφτή
κομπολόϊ τά’φτιαξες και μ’ένα ταξιμάκι
μας ψιλομπεγλέρισες , στα χέρια στοχαστή.
Μάζεψες αναστεναγμούς , ενός λαού σκυφτού
σε φωνόγραφο παλιό , έβαλες γιά ν’ακούσει
και όπως αφουγκραζότανε , τις ρίμες του καημού
μολυβδοκονδυλιές ζεστές , του χάρισες τσαούση.
Μόλις ακούσω δυό στροφές
ξέρω σε λεν Λευτέρη
και μ’ότι μού’λλειψε πολύ
του λογισμού σου η κεντησιά
αρχίζει νταραβέρι.
Μόλις ακούσω δυό στροφές
ξέρω σε λεν Λευτέρη
και όσα μου έκλεψε η ζωή
του στοχασμού σου η βελονιά
πίσω θε να μου φέρει.
Όνειρα φτωχογειτονιάς και άλλες λιμές χαρές
φωτογραφία ασπρόμαυρη , ετράβηξες μιά στάση
μεγέθυνση την έκανες και χίλιες προσμονές
και των σπιτιών μας στόλισες , παλιό εικονοστάσι.
***
Χαμένη Ιθάκη
Florida 14/8/03
Η πίκρα μου όλη γραμμένη στο χαρτί.
Ο πόνος μου όλος φωλιασμένος στην ψυχή μου.
Ποιός έχει ώρα να διαβάσει το γιατί;
Ποιός έχει χρόνο να επουλώσει την πληγή μου;
Χαρά μου μόνη μιά τσιγάρου ρουφηξά.
Όλη η ζωή μου μιά ζαριά με άσσο δύο.
Ξωμάχου ποιός το βόγγο πέρνει σοβαρά;
Ποιός σκούπισε αίμα πληγωμένου στο φορείο;
Το ντέρτι μου όλο δυό τελιές και μιά φωνή
που σιγοκλαίνε στου πεντάγραμμου τις ρίγες.
Ποιός θα ρωτήση γιατί πήγες φυλακή;
Ποιός θα νιαστεί γιατί ένα όνειρο δεν είδες;
Με μαστιγώνουν και μου ζητάνε να μιλήσω
και ’γω σκυμένος, δεν σ’αλωμένους απαντώ.
Γιατί και αν μάθουν τι παραπάνω θα κερδίσω;
Εγώ Ιθάκη δεν κατάφερα δεν μπόρεσα να βρω.
***
Μαργαριταρένιος
Στον Μίκη Θεοδωράκη
Γραίγους επήρες και ζωγράφισες
θάλασσες αφρισμένες, ορίζοντες θολούς
και στον καμβά επάνω άφησες
τοπία αποκάληψης μ’αίμα στους ουρανούς
Βρήκες Γαρμπήδες και εφούσκωσες
ξυλάρμενης γαλέρας , μαϊστρα , αρτεμωνή.
Κουράγια που ’σβυναν ζωντάνεψες
χωρίς πίσω να πάρεις ότι χρωστούσαν οι θνητοί
Πεντάγραμμα άδεια παραγέμισες
μυρτιές που τραγουδάνε , νεκρών αλαλαγμούς.
Το βράχο που ’δερναν τα κύματα
απανεμιά μετέτρεψες, γιά πεινασμένους και φτωχούς.
Μακρονησιώτη στρατηλάτη μ’έμαθες
κυπαρισσένιος νά’μαι κι όταν πονώ να τραγουδώ.
Τόσο ψιλός και ΜΑΡΓΑΡΙΤΑρένιος
τι άλλο μ’απομένει να σου πω; σ’ευχαριστώ.
***
Με μιά νταλίκα
Χάραμα μαύρο κινάς
με τα βαριά σου τιμόνια
μόχθου σκληρού πρεσβευτής
μάγισσας ψάχνεις συμπόνια.
Ταξιδευτής των καιρών.
Του επιούσιου αντάρτης
σ’ασφάλτους ψάχνεις νά’βρεις
που τελειώνει ο χάρτης.
R
Με μιά νταλίκα οργώνεις
τα σοκάκια αυτού του κόσμου
και όταν νυκτώσει θυμάσαι
τις μυρωδιές του Ευόσμου.
Με μιά νταλίκα χαράζεις
στους ορίζοντες του χρόνου
κι όταν νυστάξεις κουρνιάζεις
σε κάποιο πάρκιν του τρόμου.
Αθηνα 17/6/06
Μετά τραβάς δυτικά.
Φθάνεις στη δόνα Elvira
γιά να φορτώσεις καημούς
να προκαλέσεις την μοίρα.
Κι όταν γυρίσεις στην γη
των πρόγονών σου, με πόνο
σε μιά Σουλτάνα ξεχνιέσαι
κατάρες στέλνεις στο χρόνο.
***
ASSENTE SILUETTA
Άνοιξε του Μάρτη το νεφρί
καταρράκτες ρίχνει στο Tirreno.
Κάβο να φανεί δεν περιμένω
και η πορεία , πάντα δυτική.
Η γραμμή μου πάνω στον καιρό.
Giberalta πάλι θα περάσω.
Τι κι αν προσπαθώ να την ξεχάσω
τ’ όραμα της , ’μπρός μου , λυγερό.
Φέρμα , ο χρόνος μέσα στο μυαλό.
Δάκτυλα που παίζουν με σφιλάτσο.
Ήτανε μαγκιόρο το στραπάτσο
κι αν περάσαν χρόνια , δεν ξεχνώ.
Μια ιστορία είναι κι αυτή
σαν χίλιες τόσες άλλες
κι αν σου κάτσει βαρετή
στείλε σε με τις λάνιες
Μια ιστορία είναι κι αυτή
αξίας μιας πεντάρας
που ίσως κα να την έγραψε
κάποιος Λουκάς Νταράλας
Βγήκε μιά νυχτιά στον πηγαιμό
γιά ταξίδι , πού ’μελλε λογκάδο.
Από να σκοτώνω , να την θάβω
κάλλιο να την βλέπω , στο φτερό.
Κράτησε η μπόρα ξαφνικά.
Άνοιξ’η θολούρα στο μυαλό μου.
Το μεδούλι , μεσ’ το κόκαλο μου
ψιθυρίζει “μήπως σ’ αγαπά ;”
Τώρα στον ορίζοντα δειλά
βλέπω μιάν απούσα σιλουέτα.
Ώρα να μαζέψω την μπαρκέτα.
Φούντο!! Οκτώ κλειδιά τη δεξιά.