.
In the name of the Bee
And of the Butterfly –
And of the Breeze – Amen!
.
Μια τρίστιχη ομολογία πίστης του έτους 1858. Πιο βλάσφημα και πιο φυσικά δεν έχει διατυπώσει καμιά ποιήτρια το ποιητικό της πιστεύω απ΄ό,τι η Έμιλη Ντίκινσον σε αυτό το χαρακτηριστικό για την ίδια και την ιδιόρρυθμη στίξη της ποίημα. Στίξη που στηρίζεται απολύτως στην παύλα. Το 1858 η Έμιλι Ντίκινσον ήταν 27 χρονών. Κατά τη διάρκεια της ζωής της δημοσιεύθηκαν λιγότερα από μια δωδεκάδα ποιήματα της:
.
Δημοσίευση – σημαίνει Πλειστηριασμός
Του Πνεύματος Ενός Ανθρώπου –
Η Φτώχεια – ίσως δικαιολογεί
Μια τέτοια Αισχρότητα –
Εμείς από το Υπερώο – βαδίσαμε καλύτερα
Λευκές – μες στο Λευκό
Του Δημιουργού Μας – αντί με
Το Χιόνι μας – να τραβήξουμε στην Αγορά –
.
(μτφρ. από τα Γερμανικά: Γ.Κ.)
.
Το λευκό είναι το αγαπημένο της χρώμα. Στο δεύτερο ήμισυ της ζωής της ντύνεται αποκλειστικά στα λευκά και εγκαταλείπει όλο και πιο σπάνια την Homestead, την μεγαλοπρεπή οικογενειακή κατοικία με τις εκτενείς εγκαταστάσεις πράσινου στο Άμχερστ. Ωστόσο, «η Λευκή πορεία προς το Λευκό» δεν υπήρξε εξαρχής στόχος της White Lady της αμερικανικής λογοτεχνίας.
.
Μηνύματα ναυαγού μέσα από το οχυρό
.
Αρχικά επιχειρεί πράγματι κάποιες προσπάθειες να δημοσιεύσει ποιήματά της. Καθώς εκείνα όμως προσκόπτουν όχι τόσο στην απόρριψη όσο στην συγκρατημένη απήχηση, παραιτείται των ενεργειών δημοσιοποίησης και αρχίζει να εσωκλείει τα συνήθως ολογόστιχα της ποιήματα ως συνοδευτικά της αλληλογραφίας της σε συγκεκριμένους παραλήπτες. Όμως, όχι μόνο δεν επιθυμεί την έκθεση του έργου της στην κοινή γνώμη, αλλά και η ίδια αποσύρεται κατά την διάρκεια της 55χρονης ζωής της όλο και περισσότερο από την δημοσιότητα. Γι΄αυτό και μερικά ποιήματα της διαβάζονται όπως τα μηνύματα ενός ναυαγού προερχόμενα από τα βάθη ενός οχυρού μοναξιάς:
.
Η ψυχή διαλέγει η ίδια τη συντροφιά της –
Και –κλείνει την πύλη –
Κανένα δεν παρουσιάζει πια –
Στην θεϊκή Μεγαλειότητά της –
Βλέπει ασυγκίνητη – τις άμαξες –
Να στέκουν στον ξύλινο φράχτη –
Βλέπει ασυγκίνητη – τον αυτοκράτορα να γονατίζει –
Στο χαλί της –
Από πλήθος λαού – την είδα να εκλέγει –
Μόνο έναν –
Κατόπιν – τις διόδους της νόησης να κλείνει –
Όπως πέτρα.
.
(μτφρ. από τα Γερμανικά: Γ.Κ.)
.
Ο κύκλος της ζωής της κλείνει διαρκώς με τα χρόνια. Η πρόσχαρη, πνευματικά νευρώδης και μορφωμένη γυναίκα, με μια ιδιαίτερη κλίση στην ειρωνεία και τον σαρκασμό, γόνος εύπορης οικογένειας καλβινιστών, μετατρέπεται σε αλλόκοτη.
.
Μεταφυσικά ύψη
.
Ο παππούς της υπήρξε συνιδρυτής του φημισμένου Κολλεγίου Άμχερστ, ο πατέρας της κατά καιρούς αντιπρόσωπος στο Κογκρέσο. Πλούσια ομοίως υπήρξε και η κοινωνική ζωή της οικογένειας. Η ίδια παρόλα αυτά απομονώνεται όλο και περισσότερο από τον έξω κόσμο, μέχρι του σημείου να μην ανέχεται πλέον επισκέψεις και να επικοινωνεί με τους λιγοστούς που επιμένουν και κατορθώνουν να την πλησιάσουν στο Άμχερστ πίσω από μισόκλειστη πόρτα. Είναι άραγε δυνατόν να δημιουργηθεί υψηλή τέχνη μέσα σε τέτοιες συνθήκες; Σε μια ζωή με την πλάτη γυρισμένη στον υπόλοιπο κόσμο; Όχι μόνο είναι, αλλά η Έμιλι Ντίκινσον αποτελεί την σημαντικότερη αμερικανίδα ποιήτρια του 19ου αιώνα, η οποία ευρίσκεται καθ΄οδόν αναρριχώμενη προς εσωτερικά μεταφυσικά ύψη, των οποίων τις κορυφές εμείς αρχίσαμε να βάζουμε στο στόχαστρο μόλις τον 21ο αιώνα.
.
Σκέφτομαι, πως ο κόσμος είναι σύντομος –
Απογοήτευση – μονάχα –
Πολλοί λαβωμένοι,
Ε και;
Σκέφτομαι, ότι πια μπορούμε να πεθάνουμε –
Η πιο γεμάτη ζωή
Είναι της φθοράς να πέσουμε θύματα,
Ε και;
Σκέφτομαι, πως στον ουρανό ψηλά –
Όλα ζυγίζονται –
Ένα αντάλλαγμα καινούργιο δίνεται –
Ε και;
.
(μτφρ. Από τα Γερμανικά: Γ.Κ.)
.
Τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον αντλούν ζωή μέσα από την οξυδερκή παρατήρηση της φύσης, την απολύτως ασυνήθιστη για την εποχή ενσωμάτωση στη γλώσσα όρων από τις χρηματικές συναλλαγές, τις φυσικές επιστήμες και την δικονομία. Ένας νόμος έχει απεριόριστη ισχύ στον ποιητικό κόσμο της: « Tell all the truth but tell it slant» (Πες όλη την αλήθεια – πες την όμως λοξά! ). Αυτή η λοξή, ο ιδιόρρυθμη οπτική της στον κόσμο είναι αυτό, που σήμερα μας συναρπάζει περισσότερο στην ποίηση της.
**
(Δημοσιεύθηκε στην γερμανική εφημερίδα «Die Welt», 13. 06. 2017 )