Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ντίνος Λυρικός, “Τρία μικρά διηγήματα για τον πατέρα μου”

$
0
0

Η Ελένη

Μπεσαλής άνθρωπος και άντρας λεβέντης. Μισούσε το ψέμα και το αταξινόμητο πάθος των ταλαιπωρημένων γυναικών, εκείνων που, από λύπη δήθεν, κάνουν την εικασία κουτσομπολιό για να χωρέσουν σε έναν περίγυρο ως καλοπροαίρετα τίποτα.
Να άκουγες τον τρόπο που έλεγε “όχι”, θα τρόμαζες.
Συχνά τον πέρναγαν για εραστή παρότι ποτέ τους δεν έδινε δικαιώματα. Όταν κάποτε ένας ασήμαντος, με αρχαιόπληκτο ύφος, άσπρος σαν από λευκό στόκο, μισή μερίδα άντρας, τον αποκάλεσε playboy, μπερδεύοντας την κοινωνικότητα με την ανδροπρεπή του οικειότητα και την ομορφιά του, εκείνος έδωσε τόπο στην οργή, χωρίς ούτε καν να μπει στον κόπο μίας σφαλιάρας, αν και τη σκέφτηκε προς στιγμήν.
Κάνεις δεν ήξερε ότι σ’ όλη του τη ζωή είχε αγαπήσει μια Ελένη που ποτέ όμως δεν άγγιξε από σέβας και φόβο μη λερώσει το θαύμα.
Χρόνια τώρα στο καπηλειό της γειτονιάς, σε μια γωνιά γεμάτη απ’ την ακινησία της σκόνης, έγραφε ποιήματα γι αυτήν πάνω σε χαρτοπετσέτες που, αργά φεύγοντας, άφηνε πουρμπουάρ μαζί με όλα τα ρέστα. Ο ταβερνιάρης συγκινημένος από το σιωπηλό του έλεος και φιλότιμο κάρφωνε τις χαρτοπετσέτες με πινέζες, σε περίοπτο τοίχο του μαγαζιού.
Κάποτε πέρασε από εκεί μια Ελένη και το μάτι της στάθηκε στις χαρτοπετσέτες. Της έκανε εντύπωση που όλες τελείωναν με τη φράση: «που νάσαι τώρα Ελένη;»
- «Ποιος είναι αυτός που γράφει αυτά, ξέρετε;» ρώτησε ευγενικά τον ταβερνιάρη.
- «Δεν τον ξέρω κοπέλα μου, δεν μιλάει ποτέ σε κανέναν. Πρέπει όμως να αγαπάει πολύ αυτή την Ελένη.
- «Ελένη με λένε και μένα» απάντησε αυτή, «δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν εκείνη».
- «Και ποια δεν θά ‘θελε» απάντησε αυτός. «Τί να κεράσω; γιατί εδώ που κάθεσαι κοπέλα μου πληρώνει μόνο αυτός, να ξέρεις».

Οι ύβρεις
Πηχτές οι λέξεις του σέρνονταν στο σάλιο της γλώσσας του αργώντας να ξεμυτίσουν. Εκείνος, ακάθεκτος έγερνε το κεφάλι μπροστά και με κλεφτές ματιές στο χαμηλό αχανές έδινε ευκαιρίες απολογίας στις ενοχές του.
- «Θα μιλήσεις Ρε φίλε;», ρώταγε και ξαναρώταγε χαμηλόφωνα καθώς η γλώσσα του ανέβαζε αργά γράδα τσαντίλας.
Μια μέρα που είχε πιει πολύ και ο λαιμός του έβηχε θάνατο, κάτι ξεχασμένα μελτέμια σήκωσαν ένα ποδοβολητό από γαμωσταυρίδια στη σκέψη του αφήνοντάς του μια γεύση καούρας στο στόμα. Γρήγορα οι σκέψεις του ξέπεφταν κλίμακα ήθους προδίδοντας ένα ύφος νταή: «κατέβα κάτω αν είσαι μάγκας Ρε, να μιλήσουμε σαν άντρας προς άντρα, μούρη με μούρη, εγώ κι Εσύ στα ίσια, ή, μάλλον Εσύ πρώτα και μετά εγώ αφού ποτέ δεν μού ‘δωσες χάρισμα στη σιωπή Σου ούτε καν ένα κεφαλαίο για δείγμα».
Κάθε τόσο, μόνος του και χωρίς αφορμή, κουνούσε τα χέρια του νευρικά, τόσο που τα δάκτυλά του άχνιζαν μπέσα μη αφήνοντας το παραμικρό για μια παρεξήγηση. Κι ύστερα, χτυπούσε την παλάμη του στο στήθος του σαν εκνευρισμένος ουρακοτάγκος, τόσο που ακούγονταν καθαρά ο ήχος της αδικημένης του ψυχής από μέσα.
«Εγώ Ρε δεν σε αντέχω άλλο» έλεγε και έδειχνε τον εαυτό του σαν νάταν το σώμα του ακροτελεύτια απόδειξη της ύπαρξής του. δεν θά ‘χεις ματαδεί τέτοια ταύτιση κίνησης και νοήματος. Και καταλάβαινες τότε ότι μιλούσε σε κάτι πολύ δικό του και ταυτόχρονα πολύ ξένο, σε κάτι πολύ απεχθές και συνάμα αγαπημένο.
Κάθε που ήταν έτοιμος να εκστομίσει κατάρες κοιτούσε ψηλά, κοιτούσε έντονα, κοιτούσε επίμονα, σαν περίμενε το πρώτο κτύπημα σ’ έναν απροσδόκητο τσαμπουκά. Κι ήταν γι αυτό που είχα πλήρως πειστεί ότι Τον έβλεπε, τόσο μάλιστα που έριχνα κλεφτές ματιές στον ουρανό, να δω τι κοιτά και τι βλέπει.
Ήταν όμως και στιγμές που ένιωθε ότι το παράκανε και τότε άλλαζε τροπάρι. Του απευθύνονταν γλυκά, Τον έπιανε με το καλό: «αφού είσαι ξηγημένος Ρε, και πανταχού παρών είσαι, και τα πάντα πληρών είσαι» έλεγε. «Κάνε λοιπόν κάτι να χαρείς εσύ, να γελάσει και μας το χειλάκι μας».
Έπειτα σταματούσε κάνοντας προς στιγμήν πως Του έδινε χρόνο να απαντήσει αλλά μέσα του φόρτωνε, σαν ένας διάολος να τού ‘βαζε λόγια χολή στο μυαλό. Το άκουγα στον εσωτερικό κοχλασμό της ανοχής του, τις ανήλιες διαστάσεις ενός τυφλού καταναγκασμού που υμνεί και ταυτόχρονα βρίζει τον επουράνιο φταίχτη. «Κάτι μέσα μου» έλεγε «με σπρώχνει να πατήσω την νάρκη, να γίνω μολύβι και σκάγια και όποιον πάρει ο Χάρος μετά, κι Αυτόν μαζί και μένα».
Ήταν τότε που η Άτη ξέσπαγε μέσα του χύνοντας την ύβρη σαν λάβα στο χώρο: «είδες που είσαι καριόλης Ρε, εγώ σου μιλάω ωραία αλλά Εσύ με γράφεις». Σταμάταγε για λίγο και συνέχιζε έπειτα, «δεν το βλέπεις Ρε το σκατό γαμώ τη Βενεζουέλα σου;», ρώταγε καθώς έσμιγαν μέσα του το καλόπιασμα με την οργή: «άλλαξε τους τα φώτα γαμώ το φιλότιμό Σου γαμώ», και απνευστί συνέχιζε, «κοιτάς; τί κοιτάς; σκατά (!) κοιτάς» μουρμούριζε εκβάλλοντας ένα παράπονο σαν πηχτή προσευχή. Ύστερα παύση, μάταιος κόπος και αμέσως μετά πάλι οργή - «δεν θα Σε πετύχω μια μέρα Ρε;… θα Σε πετύχω και τότε να δεις τι θα γίνει».
Μεγαλώνοντας δε και ενώ ο χρόνος στέγνωνε την οργή του αφήνοντας ραγάδες στο θυμικό του, παρηγοριόταν με μικρές εξομολογήσεις σε μια εκκλησιά, κρατώντας ένα κερί αναμμένο στο χέρι λέοντας: «εκ γενετής το καρτέρι με τη νέμεση και η ζωή μου στράφι Ρε, ακούς;.. στράφι!».
Φεύγοντας δε ψέλλιζε μια συγνώμη.

Η εκδίκηση

Η σκέψη μου, ειδικά μετά από το αμετάκλητο συμβάν της 17ης Μαΐου, ημερομηνία θανάτου του φίλτατου πατρός μου, αρνείται να συνεργαστεί και να δει τα γεγονότα στη φτηνή και μοιραία τους εκδοχή. Έπρεπε λοιπόν κάτι να κάνω για να τ’ αλλάξω αυτό.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά στη μνήμη μου, από την ημέρα της ταφής του και μετά, έχει καρφωθεί μόνο το κουστούμι και η γραβάτα που πήρε μαζί του ένα μέτρο κάτω από τη γη - δώρα που του είχα κάνει ο ίδιος, δέκα ή είκοσι μέρες πριν από την αναχώρησή του. Τί ειρωνεία σκέφτομαι να είμαι αυτός που του έκανε δώρο τη νεκροφορεσιά του, εγώ που, ως τότε ζούσα με τη βεβαιότητα της αθανασίας του, αφού αυτός και μόνο αυτός συμβόλιζε τη λέξη ασφάλεια στη ζωή μου.
Ακόμα και τώρα που έχω σταματήσει, δια της βίας θαρρώ, κάθε εσωτερικό διάλογο που σχετίζεται με την ξαφνική του φυγή, αντιλαμβάνομαι πως από την πρώτη βίαιη μελαγχολία με έσωσε η παγερή αδιαφορία της Αντωνίας, της αξιέραστου πρώην αγαπητικιάς του. Έβαλα λοιπόν σκοπό να την εκδικηθώ γι αυτό. Όχι γιατί πίστευα ότι του “μάσαγε” λεφτά, όπως διατυμπάνιζε υστερικά η αφελής του σύζυγος και μαμά μου, αγνοώντας ότι τα περισσότερα από αυτά που έδινε στην Αντωνία ήταν κερδισμένα στο χαρτί και εν τέλει μαγκιά του, αλλά γιατί με πείραξε η λύτρωση που ένιωσε μετά το θάνατο του και μαζί το γεγονός ότι γρήγορα τον αντικατέστησε με τον Θωμά, γνωστό ποδηλατά της οδού Παρνασσού και κολλητό του πατέρα μου.
- «Δεν έστειλα στεφάνι παιδί μου» μου είπε «γιατί τί θα ‘λεγε ο κόσμος;» κι ένα ψεύτικο δάκρυ κύλησε αργά στο μάγουλό της. «Τουλάχιστον έφυγε χαρούμενος. Ήταν κιμπάρης άντρας, δε λέω. Ακόμα διαβάζω τα γράμματά του και συγκινούμαι. Μη μου τα θυμίζεις, φτάνει», συμπλήρωσε.
- «Εγώ;» σκέφτηκα αλλά δεν ξεστόμισα πράμα. Με ενοχλούσε που με έλεγε «παιδί μου» αφού ήμασταν συνομήλικοι και, φυσικά, με εκνεύριζε η υποκρισία της πολύ περισσότερο από το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε πως απλά την ανεχόμουν επειδή ξύπναγε στον πατέρα μου ψήγματα ανέλπιδης, για την ηλικία του, νιότης. Δεν μίλαγα αλλά μέσα μου κτίζονταν ανατροπές και βαριά επιτόκια εκδίκησης.
Είχαν περάσει δυο μήνες από την κηδεία του και η Αντωνία δεν είχε περάσει καν να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο του. «Τί θα πει ο κόσμος» ε; .. θα σε κάνω ρεμπέτισσα σκέφτηκα και δεν είπα κουβέντα.
Παρατήρησα ωστόσο, χωρίς να το δείξω, σε ποιο συρτάρι έκρυβε τα γράμματα του και το μικρό κόκκινο βελούδινο κουτί που μέσα του, από διαίσθηση μάλλον κατάλαβα ότι έκρυβε τα τιμαλφή που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας μου. Η Αντωνία καμώνονταν για τα χρυσαφικά της και τα φόραγε όλα σχεδόν σε κάθε της έξοδο από το σπίτι, στα χέρια και το λαιμό, ακόμα κι όταν έβγαινε για να πάρει ψωμί απ’ το φούρνο.
- «Τώρα που έφυγε αυτός θα ‘ρχεσαι εσύ καμιά φορά να με βλέπεις;» με ρώτησε γλυκερά, με εκείνη την ξεδιάντροπη προστυχιά του θηλυκού που θεωρεί το καλλίγραμμο σώμα της επιχείρημα.
- «Αμέ», της απάντησα, «έχεις κάτι να με κεράσεις μήπως;», ρώτησα με ύφος δυνητικού εραστή. Το ‘πιασε το υπονοούμενο και τα μάτια της ζωγράφισαν με μια περιστροφή της κόρης στον αέρα το αναπάντεχο ενδεχόμενο.
- «Περίμενέ με να πεταχτώ να πάρω ένα μπουκάλι ουίσκι και ξηρούς καρπούς και έρχομαι» είπε.
Αυτό ήταν, μόλις βγήκε έξω πλησίασα βιαστικά το συρτάρι, άνοιξα το κουτί, πήρα όλα τα γράμματα και τα τιμαλφή και έφυγα. Το βράδυ της ίδιας μέρας τα πήγα στον τάφο του πατέρα μου και τα άφησα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα που έγραφε: «τα δώρα σου δεν έχουν καμία αξία χωρίς εσένα – η Αντωνία σου».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles