ΔΗΘΕΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ
Α, γλώσσα άτιμη ιερόδουλη
-για να το πω κομψά-
πώς ξέρεις να μοιράζεσαι σε όλους
εδώ κι εκεί και σ’ όποιον να’ ναι
και τα “πολλών ανθρώπων λόγια” σου
μ’ ακολουθούν αδιάκοπα
απ’ την κουζίνα στο κρεββάτι!
Ατμίζεις, κυλιέσαι πρώτα μέσα στα κατσαρολικά
και φαγητά για το χατήρι σου θυσίασα
ύστερα στη βιβλιοθήκη για καφέ
και το βράδυ
δήθεν δική μου, δήθεν δωρεάν
να που με ταχταρίζουν στα σεντόνια
ορμητικοί οι φθόγγοι σου ως το χάνομαι.
Χτυπάνε μες στα δόντια μου
ταμπούρλο τα φωνήεντά σου
να μην τελειώνει η μουσική
καλέ τι ωραία που εξασκούμαι
στα ανείπωτα!
Όμως σαν οι πολλοί είναι κοντά μου
αλλά λείπει ο ένας
γλώσσα αυτό πώς ονομάζεται;
Και άραγε γιατί δεν βρίσκω λέξεις να το πω
τόσο σοφή ως τώρα που έγινα κλέβοντας;
Και πώς ακόμα επιμένει η μοναξιά
-άλλη τρόμου αγαπητικιά κι αυτή!-
πίστη στο μαξιλάρι μου να ορκίζεται;
ΤΑ ΑΓΙΑ ΤΟΙΣ ΚΥΣΙ
“Μη δότε τα άγια τοις κυσί”
έτσι δε λένε;
Κι αν είσαι σκύλος πώς θα το αντέξω
τα σπλάχνα μου να σου παρουσιάσω
με σχάσεις, με πληγές, με αποστήματα
κι όλες του χρόνου τις επιβαρύνσεις
και συ να ορμήσεις μόνο για να φας
με τους κοπτήρες να ξεσκίσεις λαίμαργος
ώσπου το πιάτο να αδειάσει να τα γλείψεις
και νέα λεία μετά ν’ αναζητάς,
αν είσαι σκύλος πώς θα το αντέξω;
Μα αν είσαι μια σταλαγματιά
αίμα, μ’ αίμα που ψάχνει να ενωθεί
κύτταρο που απηύδησε από τη μοναξιά του
γλώσσα που άλλη γλώσσα έχει λαχταρήσει
αν έρχεσαι με τένοντες, με νεύρα και οστά
ποτάμι σώμα που εκβάλλει σε άλλο σώμα
πάρε τα δάχτυλά μου χάρισμα
να τα προσθέσεις στα δικά σου
το στόμα μου να πει τις λέξεις σου
η καρδιά μου να χτυπήσει στο ρυθμό σου
κι αν είσαι σκύλος, σπάραξέ με, να
γιατί δεν υποφέρεται ο πόνος ο μοναχικός
γιατί σε τέτοια η αντίσταση δεν ωφελεί
γιατί ξέρει καλά την ανάγκη της πείνας η αγάπη.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
-Είναι μικρός ο κόσμος ή μεγάλος;
-Λυγμός λέγεται αυτό που ανεβαίνει
την ίδια ώρα κάθε βράδυ στα στήθη μου
ή καμπανούλα της απόστασης;
-Ένα παγόνι θα ‘ρθει -αν έρθει- κατά δω
ή τ’ αηδονάκι του ποτέ;
-Η όραση
μήπως είναι άχρηστη για τους ερωτευμένους;
-Η γλώσσα λέει όσα χωράει η καρδιά
ή μόνο ξέρει τη φτώχεια της να επιδεικνύει;
ΔΙΗΓΗΤΙΚΟΝ
Όλη τη νύχτα ψώνιζα δαχτυλίδια για τα χέρια·
τι σήμαινε λοιπόν αυτό
το σώμα ζητούσε τις δεσμεύσεις του;
Μα είχα ήδη βαθιά τον αρραβώνα με τ’ αστέρια
πώς να δοθώ αλλού χωρίς
να παραδώσω την αθωότητα στα σκυλιά;
Nύφη της μοναξιάς
αρμένιζα στους ουρανούς
τυλιγμένη στα εξομολογητικά μελάνια μου.
Και μόνο το πρωί συμπονετικό
τον κάματό μου ελεούσε με τον ύπνο.