Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Μαρία Κατσαμπέλα, “Ένα απόγευμα”

$
0
0

Εκεί που με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο. Ήταν η κολλητή μου. «Τι λες, πάμε για καφέ;», μου είπε. «Βαριέμαι, άστο για άλλη φορά», της απάντησα και το έκλεισα. Όμως ο ύπνος μού έφυγε. Έτσι σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα για μια βόλτα.
Περιπλανιόμουν στην πόλη και ξαφνικά εμφανίστηκαν σύννεφα στον ουρανό, που ήταν λες κι έπαιζαν κυνηγητό. Έπιασε βροχή. Εγώ ήμουν χωρίς ομπρέλα φυσικά, όταν ξεκίνησα είχε ήλιο. Τρέχοντας για να μην γίνω μούσκεμα, με την τσάντα στο κεφάλι να βρω κάπου να προφυλαχτώ, έπεσα πάνω σε έναν τύπο. Προσφέρθηκε να με βάλει κι εμένα κάτω απ’ την ομπρέλα του για να μην γίνω μούσκεμα. Φυσικά και δέχθηκα. Με κράτησε αγκαζέ για να χωρέσουμε και οι δύο.
Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα, ώρα για έναν απογευματινό καφέ. Μου το πρότεινε κι εγώ δεν αρνήθηκα. Στο καφέ τον κοίταξα καλύτερα και υποσχέθηκα να πω ένα ευχαριστώ στην κολλητή μου που με ξύπνησε. Μου συστήθηκε Παύλος. «Εγώ είμαι η Ελένη. Χάρηκα», του είπα. Ήταν ψηλός, με γένια λίγων ημερών και σωστές αναλογίες στο σώμα. Μου φάνηκε θεός. Χάθηκα στα μάτια του. Γαλανά σαν τη θάλασσα, με ταξίδευαν. Αρχίσαμε να μιλάμε κι απ’ το μυαλό μου περνούσαν διάφορες ανομολόγητες σκέψεις. Ήμουν μεγαλύτερή του αρκετά, αυτός γύρω στα σαράντα και εγώ πενηνταφεύγα. Δεν με ένοιαζε, κοιτούσα να αρπάξω τις στιγμές. «Ένα λαχείο μου έκατσε, έστω για καφέ, να το αφήσω να πάει χαμένο;» σκέφτηκα.
Τον είδα ότι με γλυκοκοίταζε. Ο καφές έγινε ποτό κι όχι ένα, αλλά πολλά. Πέρασε η ώρα, βράδιασε, παραλίγο να κλείσουμε οκτάωρο στο καφέ. Μου πρότεινε να περπατήσουμε. Δέχθηκα. Χαθήκαμε στα στενά της πόλης. Με πήγαινε αυτός κι εγώ ακολουθούσα. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. «Θες να ανέβουμε για ένα ποτό στο γραφείο μου;» ρώτησε με νόημα. Τόσες ώρες μαζί του και δεν είχα μάθει με τι ασχολείται. Πήραμε το ασανσέρ. Ήμουν περίεργη πλέον να δω τι δουλειά έκανε. Έξω από την πόρτα του γραφείου του έγραφε: Παύλος Λέκκας, Ψυχίατρος.

Εγώ τι να πω, για το τι δουλειά έκανα, αφού ζούσα από την περιουσία που μου άφησαν οι γονείς μου. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να σπουδάσω, να δουλέψω. Όλα τα είχα έτοιμα. Το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν πώς να περνώ καλά. Ντράπηκα που δεν είχα να πω κάτι και για μένα. Άφησα γρήγορα τις σκέψεις κι αποφάσισα να ζήσω τη στιγμή, όπως έκανα πάντα.
Γύρω στα μεσάνυχτα βρεθήκαμε στον καναπέ του. Τα δυο κορμιά μας γυμνά, έμοιαζαν λες και γνωρίζονταν χρόνια κι απολάμβαναν τις στιγμές τους. «Ας γινόταν να κρατήσει αυτή η νύχτα για πάντα», σκέφτηκα. Όμως κατά τις δύο χτύπησε το τηλέφωνο του. Τον έψαχνε η γυναίκα του. Δικαιολογήθηκε ότι ένας ασθενής τον κράτησε ως αργά στο γραφείο. Άρα η «ασθενής» του ήμουνα εγώ.
Είπαμε βιαστικά καληνύχτα. Δεν με πείραξε, ήξερε μόνο το μικρό μου όνομα. Τελικά δεν το εκμυστηρεύτηκα ούτε στην κολλητή μου. Κράτησα ανεξίτηλη στο νου μου την ανάμνηση εκείνου του βροχερού απογεύματος και της ομολογουμένως υπέροχης νύχτας που ακολούθησε.
Το κύμα

Έλα βρε κύμα, πάρε με, ταξίδεψε με.
Βάλε με να κοιμηθώ, να ονειρευτώ, να ερωτευτώ…
Το χρειάζομαι βρε κύμα, μ’ ακούς;
Κουράστηκα να ζω στη μετριότητα, να μην περιμένω τίποτε, να μην ελπίζω τίποτε.
Έπαψα πια να ονειρεύομαι.
Περπατώ, πετώ, κολυμπώ, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζω, ότι υπάρχω, ότι αναπνέω. Αισθάνομαι όμως κάτι;
Δεν ξέρω… έχω χάσει πλέον την αίσθηση του τι αισθάνομαι.
Δεν ξέρω… μήπως αρχίζω και γερνάω; Ή μήπως είμαι πλήρης και δεν το έχω καταλάβει.
Τσιμπιέμαι για να δω αν ζω. Και πονάω. Άρα ζω. Και τι θέλω; Κάτι συναρπαστικό. Κάτι να με πάρει, να με ταρακουνήσει.
Ένα χέρι, ένα κύμα… Μ’ ακούς;


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles