Σιωπές
Ι.
Η αυγή έρχεται αργοπορημένη.
Τα μάτια ξεριζώνονται: Αγρύπνια.
Η ερημιά καταπίνει τις σκεψεις. Οι νεκροί
χαμογελούν ζεστά. Λαμπυρίζουν
τα κοχύλια στο σκοτάδι.
Η θάλασσα είναι φλόγα. Βαφτίζει
μύχια τη μοναξιά. Η απεραντοσύνη, φτερωτή.
Το ρολόι ξεπαγώνει τη θλίψη ‒ το φως σκουριάζει.
Στο παζάρι του χρόνου, ίσκιοι γυμνοί.
Επαίτες του ατελέσφορου.
Ο ουρανός τρέχει με κομμένα πόδια.
Οι τυφλοί παραπαίουν στο κενό.
Το τίποτε δεν νοσταλγεί τίποτε.
Άφιξη ή αναχώρηση;
Η στάχτη κρυώνει: Απελευθέρωση.
ΙΙ.
Σμήνος από θραύσματα.
Η ροπή του χρόνου επιβραδύνεται.
Η σιωπή τέμνει τον κύκλο: παραμορφωμένα πορτρέτα.
‒ Θέλουν να κολυμπήσουν στον ουρανό.
‒ Θέλουν οι φωνές να γεννηθούν εκεί που ξεψύχησαν.
‒ Θέλουν οι γιορτές να κάψουν τις μνήμες.
Δεν περισσεύει οίκτος.
Βουβή παραμένει η ανυπαρξία.
Αφουγκράζομαι τις λευκές σελίδες. Η βροχή με θεραπεύει.
Όσα δεν γνωρίζω με κρατούν σ’ εγρήγορση: Αποστροφή.
Ό,τι δεν εξαγνίζεται με καθορίζει.
Ό,τι την ημέρα περισσεύει
τη νύχτα λείπει.
‒ Θέλουν να εκδικηθεί τον άνεμο: Βεβαιότητα
‒ Θέλουν να καρπίσει η επιθυμία: Αναλαμπή
Το νόημα του αποχωρισμού. Η επιστροφή.
Χρεώνομαι τις διαδρομές που δεν έζησα.
Όποιος
Όποιος δεν έχει ζωγραφίσει
στο πάτωμα τη βροχή
για να ξεδιψάσουν τα πουλιά
δεν κατανοεί την αποξένωση.
Όποιος δεν έχει νιώσει τον πυρετό
γράφοντας στίχους, επουλώνοντας
τα εγκαύματα της άνοιξης,
ανταγωνιζόμενος το τίποτε
υποταγμένος στην μηδαμινότητα παραμένει.
Όποιος δεν έχει σμιλεύσει τη σκουριά
από το σώμα της νύχτας
με τρομαγμένη παραλυσία
ποτέ δεν θα χρωματίσει τα πρόσωπα, τα βλέμματα.
Όποιος δεν έχει μεταγγίσει το αίμα του
στις φλέβες της σιωπής,
για να βρουν οι απουσίες μνήμες,
ποτέ δεν θα καυτηριάσει την ενοχή του.
Όποιος δεν έχει νιώσει ημιθανής
γλείφοντας με ηδονή την κρούστα
από τα κομμένα δάκτυλα,
είν’ αβέβαιος για τη βεβαιότητα του θανάτου.
Έρημη λιμνοθάλασσα
Η βροχή βομβάρδιζε τα τζάμια. Ο άνεμος λυσσομανούσε. Φθινοπωρινό και σπασμένο απόγευμα. Έστριψε το ανήσυχο βλέμμα του στο ρολόι του τοίχου. Οι δείκτες είχαν απονεκρωθεί. Συνοφρυώθηκε. Στα χέρια του κρατούσε ένα ψαλίδι. Βούιζε η σιωπή. Είχε χλομιάσει˙ και ο νους του σκοτείνιασε ταπεινωμένος. (Η συγχώρεση είναι για τους δειλούς…). Αφουγκράστηκε το κλειδί στην πόρτα. Πετάρισαν τα βλέφαρα του. Φανταζόταν το έντρομο βλέμμα της καθώς θα βύθιζε το ψαλίδι με σθένος στον αλαβάστρινο λαιμό της. Πίδακας το αίμα, θα ξεχείλιζε. Τον ηδόνιζε η σκέψη. Αν τον ικέτευε, δεν θα υπέκυπτε. Την απεχθανόταν. (Μες στην παραλυσία του ένιωθε μιαν ακατανίκητη παρόρμηση). Ανοιγόκλεινε νευρικά το ψαλίδι στο χέρι του. Αέρινα διάβηκε το κατώφλι της πόρτας η Αρετή. «Πάλι στο σκοτάδι κάθεσαι», είπε καλοσυνάτα κι άνοιξε το φως. (Θρύψαλα έγινε η θλιβερή σιωπή). Φτερούγιζε το χαμόγελό της. Άνθισε στα κάδρα το γιασεμί. Ασάλευτος την κοιτούσε. Η Αρετή κοντοστάθηκε. Έσκυψε και τον φίλησε. Γεύση από ζουμερό σταφύλι. Το ρίγος τον διαπέρασε: πώς θα επιβίωνε. Διαμελισμένος κι αξιολύπητος. Έρημη η απέραντη λιμνοθάλασσα. Κοκκίνισε. Έκρυψε το ψαλίδι κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ. Μέρα ήταν και αύριο…
Ποιος θα τις νιώσει
Αυτό το χάρτινο φεγγάρι
ποιος θα το κάψει
Αυτά τα ασπρόμαυρα πλάνα
ποιος θα τα χρωματίζει
Αυτή τη γυάλινη θλίψη
ποιος θα τη λατρέψει
Αυτή τη μοναξιά
ποιος θα τη σκεπάσει για να μην κρυώνει
Αυτή τη σκιά
ποιος θα την κάνει να χαμογελάσει
Αυτή τη μίζερη συνήθεια
ποιος θα την αποσαφηνίσει
Αυτή τη ρυπαρή βροχή
ποιος θα τη νοσταλγήσει
Αυτά τα λασπωμένα βλέφαρα
ποιος θα τ’ ανθίσει
Αυτό το ματωμένο απόγευμα
ποιος θα το θρηνήσει
Αυτές τις ιαχές
ποιος θα τις ξεριζώσει
Αυτές τις λέξεις
ποιος θα της διαβάσει
ποιος θα τις νιώσει.
Το πρόσωπο της πραγματικότητας
Είναι όμορφη η νύχτα
όταν βρέχει και φυσάει
όταν οι άλλοι κοιμούνται
να βλέπω Μπρεσόν και Μπέλα Ταρ
Χάρτινη νύχτα
κρέμεται, δαγκωμένο το φεγγάρι
Είναι όμορφη η νύχτα
όταν απρόσμενα μεταλλάσσεται
Βρίθει από αλήθεια, το ασήμαντο
Γυμνή η σιωπή
σιγοψιθυρίζουν οι σκιές
Είναι όμορφη η νύχτα
Φοράει πάντα ξύλινα γάντια
Δεν μ’ εγκαταλείπει ‒ αφουγκράζεται
Αντιφεγγίζει το τίποτα.
Φλεγόμενα καρφιά
ξεφλουδίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας
Είναι όμορφη η νύχτα
Έχει πάντα το ίδιο βλέμμα
Κοχλάζει σιωπηλά
Κι ο θάνατος τη φθονεί
η μέρα τη σταυρώνει
Άγρυπνη και διχασμένη…
μες στην απεραντοσύνη
Είναι όμορφη η νύχτα
αποχρωματίζεται.
Απέχει από την πραγματικότητα
Διεγείρει τη μνήμη της αιωνιότητας.
Η φλόγα
Ό,τι δεν αγγίζω
παντοτινά με υποτάσσει…
Η φλόγα τρεμοσβήνει
κρέμεται από το στόμα
Ασήμι και μολύβι - θλιμμένο σύννεφο
σπαρακτική σιωπή
Μυρίζει καμένο αίμα
της νύχτας ομοιώματα ‒
πώς να τους μιλήσω;
Ξεφυλλίζω ποιήματα
Συλλογιέμαι
Δεν έχω απαντήσεις
Ελλιπής ή πλήρης η μοναδικότητα
τον νου διχάζει
Τυφλή ανάγκη
Κατάδυση ‒
πώς να σε βρω;
Όνειρο και εφιάλτης
(ακόμα και το τίποτα
είναι υπαρκτό)
και δεν ξυπνώ:
Τα αστέρια ξεριζωμένα
πέτρα γίνονται για να ριζώσουν τα πουλιά
και χώμα, να μην λιγοψυχούν οι παραβάτες
και ποτάμι ν’ ανταμώσουν οι σταυρωμένοι εραστές.