(«Μήτρα»)
.
Η ζωή είναι μια βραχύχρονη χαραμάδα φως ανάμεσα σε δυο αιωνιότητες
.
Ο άνθρωπος αναδύεται από το άγνωστο και με τον θάνατό του βυθίζεται πάλι σ΄αυτό. Ετούτο το αίνιγμα της ύπαρξης του είναι η πηγή της μεταφυσικής. Είναι όμως και η αιτία για μια μελαγχολία, που ενεδρεύει διαρκώς.
Ένας από τους πιο μελαγχολικούς στοχαστές όλων των εποχών, ο Άγγλος γιατρός σερ Τόμας Μπράουν, έγραψε στα μέσα του 17ου αιώνα τον διάλογο μεταξύ δυο εμβρύων στην κοιλιά της μητέρας τους. Δυστυχώς το συγκεκριμένο έργο δεν έχει διασωθεί, και δεν είναι επίσης απολύτως σίγουρο, ότι ο Μπράουν τον είχε μεταφέρει πράγματι στο χαρτί.
Ο Μπράουν αναφέρεται σ΄αυτό τον διάλογο μόνο μια φορά στο έργο του «Υδριοτάφεια» (1658): «Μια συνομιλία μεταξύ δυο αγέννητων παιδιών στη μήτρα της μητέρας τους για τον κόσμο που τα περιμένει έξω απ΄αυτήν, δίνει μια σαφή εικόνα της αβεβαιότητας μας σε σχέση με τη ζωή μετά θάνατον. Νομίζω πραγματικά, ότι εδώ ( Σ.τ.μ: στην μήτρα) μιλάμε, σαν να βρισκόμαστε στη σπηλιά του Πλάτωνα και ότι δεν είμαστε άλλο από φιλόσοφοι - έμβρυα».
Αν όμως παρά τον ώριμο και διαφωτισμένο μας νου δεν είμαστε ακόμα παρά φιλόσοφοι -έμβρυα, τότε θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει και το πραγματικό έμβρυο ως ένα είδος φιλοσόφου, αφού αν είχαμε τη δυνατότητα να το ρωτήσουμε για την άποψη που έχει για τον κόσμο, θα υποστήριζε χωρίς να ανέχεται αντιρρήσεις, ότι ο κόσμος είναι σκοτεινός, ζεστός και ρευστός, ότι δεν υπάρχει έλλειψη τροφής κι ότι αυτό το ίδιο δεν έχει να κάνει κάτι άλλο από το να τσαλαβουτά μέσα σ΄αυτή τη χυλώδη μάζα. Και θα είχε βέβαια δίκιο, αφού πώς θα μπορούσε να γνωρίζει κάτι άλλο;
.
Το αληθινό πρόσωπο του κόσμου
.
Όμως μετά γεννιέται, και από το έμβρυο γίνεται ένας άνθρωπος, ο οποίος απορεί με την αλλοτινή του μικρόνοια και διασκεδάζει με την παλαιότερή του μαχητική αυτοπεποίθηση. Αν και – σύμφωνα με τον Μπράουν – δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από το προγενέστερο έμβρυο, συνεχίζει να έχει ακόμα την ίδια αυτοπεποίθηση όπως εκείνος που ήταν τότε.
Και όπως και τότε, έτσι και τώρα ανακοινώνει – χωρίς να δέχεται αντιρρήσεις – ότι ο κόσμος είναι κάθε άλλο παρά ζεστός, σκοτεινός, απαλός και ρευστός. Ο κόσμος είναι μάλλον, όπως φαίνεται τώρα στα μάτια μας: στερεός, υπόκειται στο νόμο της βαρύτητας, ο ήλιος λάμπει, ο ουρανός είναι αρχικά γαλάζιος και ύστερα συννεφιάζει, οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη, ολόγυρα υπάρχουν πολλά αντικείμενα, όντα και άνθρωποι, οι οποίοι συνενώνεται δημιουργώντας κοινωνίες, ότι γύρω από μας υπάρχει το αχανές σύμπαν ή πολύμπαν, και πίσω μας η Μεγάλη Έκρηξη και μπροστά μας το … Αλήθεια, τι υπάρχει μπροστά μας; Υπάρχει το ότι γεννηθήκαμε, πεθαίνουμε, δημιουργηθήκαμε και παύουμε όπως καθετί.
Σ΄αυτό το σημείο, ο σερ Τόμας Μπράουν παρεμβαίνει και ρωτά ενόψει αυτής της αυτοπεποίθησης, μήπως ο γεννηθείς άνθρωπος δεν αποφαίνεται το ίδιο βεβιασμένα όπως και το έμβρυο κάποτε. Ποιός ξέρει, αν υπάρχει μια επόμενη, μια νέα μορφή ζωής, από την οποία θα μπορούμε να ανακαλούμε στη μνήμη μας την τωρινή, εγκόσμια ύπαρξη μας, το ίδιο όπως κάναμε παλιά, όταν θυμόμασταν την εμβρυακή μας υπόσταση; Δεν το ξέρουμε. Αυτή η άγνοια είναι μια από τις αστείρευτες πηγές μελαγχολίας.
.
Η κατά Μπέκετ αγωνία στη μήτρα
.
Και ο Σάμιουελ Μπέκετ χανόταν συχνά σε σκέψεις γύρω από την εμβρυακή υπόσταση. Σύμφωνα με δικές του μαρτυρίες είχε μια σαφή ανάμνηση αυτού που είχε βιώσει στο μητρικό σώμα, και μάλιστα μπορούσε να θυμηθεί, ότι μια φορά, όταν η μητέρα του παρευρισκόταν σε ένα γεύμα, ήταν σε θέση να ακούσει ξεκάθαρα τις φωνές και τις συζητήσεις των καλεσμένων. Η απαλή, σκοτεινή θαλπωρή δεν τον γέμιζε με αγαλλίαση, αλλά αντιθέτως με τρόμο και αγωνία.
Λίγο πριν πεθάνει, θυμήθηκε, ότι το σώμα της μητέρας ήταν γι΄αυτόν μια παγίδα, μια φυλακή, από την οποία δεν μπορούσε να ελευθερωθεί, στην οποία έκλαιγε, για να τον αφήσουν να βγει, αλλά κανείς δεν τον άκουγε, και ότι αυτή η υπόσταση του προξενούσε πόνους, χωρίς ο ίδιος ωστόσο να μπορεί να επιχειρήσει κάτι εναντίον τους.
Στο ερώτημα του Μάρτιν Έσλιν για το κίνητρο που τον οδήγησε στο γράψιμο, απαντά: «Το μόνο, απέναντι στο οποίο αισθάνομαι υποχρεωμένος, είναι αυτό το φτωχό έγκλειστο έμβρυο… Αυτή είναι η πιο φοβερή κατάσταση που μπορεί κανείς να σκεφτεί, επειδή ξέρει, ότι ζει μέσα σε άθλιες συνθήκες, δεν ξέρει όμως, αν πέρα από αυτή την αθλιότητα υπάρχει κάτι άλλο ή μια δυνατότητα να ξεφύγει απ΄αυτήν την αθλιότητα.»
Ο Μπέκετ είχε το συναίσθημα, ότι ποτέ - ακόμα και μετά τη γέννησή του - δεν είχε καταφέρει, να ελευθερωθεί από τις συνθήκες που βίωνε ως έμβρυο, ότι έμοιαζε σαν να βρίσκεται ακόμα σε μια φυλακή, από την οποία δεν θα έπαιρνε εφόρου ζωής εξιτήριο. Έτσι μπορούσε να πει, ότι το πάλαι ποτέ έμβρυο συνέχιζε να ζει μέσα του, μόνο που τώρα ήταν δολοφονημένο. Για αυτό το έμβρυο έγραφε. Γιατί ήθελε να το επαναφέρει μ΄αυτό τον τρόπο στη ζωή.
Πρότυπο των Μπέκετ και σερ Τόμας Μπράουν ήταν βεβαίως η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα: Ζούμε έγκλειστοι μέσα σε μια σπηλιά όπως όλοι λένε, και μολονότι έξω από αυτήν υπάρχει, όπως υποστηρίζεται, η αληθινή, η γνήσια ζωή, δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να τη γνωρίσουμε, αφού δεν μπορούμε να στραφούμε προς το στόμιο του σπηλαίου και να δούμε το φως έξω.
.
(Φωτογραφία: H αλληγορία του σπηλαίου )
.
Ένας σωρός θραύσματα
.
Όπως και το έμβρυο στη μήτρα, έτσι κι εμείς θεωρούμε την υπόσταση μας μέσα στο σπήλαιο ως τη μόνη πραγματικότητα που υπάρχει. Κατ΄αυτόν τον τρόπο ο Πλάτωνας έπλασε μια καθοριστική για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό σκεπτόμενη μορφή. Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, επειδή είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται την υπόστασή του ως έγκλειστη και περιορισμένη, αλλά και επειδή έχει συνείδηση της αποσπασματικής του ύπαρξης, και μάλιστα με την πολλαπλή σημασία της λέξης: δεν αποσπάται μόνο κατά τη γέννησή του από κάτι, αλλά και με το θάνατό του.
Γι΄αυτό και ο κόσμος ολόγυρα τού φαίνεται σαν ένας σωρός από θραύσματα, τα οποία δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνενωθούν σε ένα ικανοποιητικό και αποδεκτό σύνολο. «Η κούνια αιωρείται πάνω από ένα βάραθρο», γράφει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στην πρώτη πρόταση στα απομνημονεύματά του «Speak, Memory», «και η ισοπεδωμένη ανθρώπινη αντίληψη μάς λέει, ότι η ζωή μας είναι μόνο μια βραχύχρονη χαραμάδα φως ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες σκότους.»
Ο άνθρωπος χρειάζεται αυτή την αποσπασματικότητα, γιατί μόνο μέσα απ΄αυτήν μπορεί να ξυπνήσει η δίψα του για ολοκλήρωση. Αν το περίβλημα διαρραγεί και δημιουργηθεί στη μήτρα - ή σ΄αυτό που μας περιβάλλει - μια ρωγμή και βρεθεί κανείς έτσι αντιμέτωπος με το πόσο λίγο είναι κύριος της ύπαρξής του, τότε ξυπνά η μελαγχολία. Όσο κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, η μελαγχολία αποσύρεται και παραμένει ναρκωμένη, είναι ωστόσο σε επιφυλακή και μπορεί να γίνει οποιαδήποτε στιγμή αισθητή. Γιατί η ρωγμή ή η κρίση – με την πρωταρχική σημασία της λέξης – μπορεί να παρουσιαστεί κάθε στιγμή. Τότε ξαφνικά συνειδητοποιούμε, ότι θα θέλαμε να είμαστε τα πάντα, ότι θα θέλαμε να είμαστε μέρος εκείνου, που - αν και μέσα του δεν μπορούμε να καταβυθιστούμε - μας φαίνεται ατέλειωτα μεγάλο σε σύγκριση με τη δική μας περιορισμένη ύπαρξη. Και μολονότι είναι αδύνατον να είμαστε τα πάντα, δεν θέλουμε να συμβιβαστούμε με αυτήν μας την αδυναμία.
Αυτή είναι η μελαγχολία: Εξέγερση και παραίτηση, διογκούμενη ζωτικότητα και εμβύθιση στον εαυτό μας, έμπνευση και παράλυση. Πράγματι βρίσκεται πέραν της γνώσης και του συναισθήματος.
Πρώτα απ΄όλα η μελαγχολία δεν είναι θλίψη και δυσθυμία, αλλά μια εσωτερική δύναμη, που μας διευκολύνει να στρέψουμε το βλέμμα σε κάτι άλλο, σ΄αυτό που παλαιότεροι πολιτισμοί ονόμαζαν «όν», να το βρούμε αλλού και να αναρωτηθούμε εκ νέου για όλα όσα φαίνονται αυτονόητα και προφανή. Μελαγχολία σημαίνει δεκτικότητα απέναντι στη μεταφυσική σε ένα κόσμο, ο οποίος έχει κηρύξει τον πόλεμο σε οποιαδήποτε μεταφυσική, θεωρώντας την ως κάτι αναχρονιστικό, ως τα υπολείμματα μιας παραξενιάς του παρελθόντος.
«Και η νύχτα είναι ένας ήλιος, και η απουσία μύθου είναι κι αυτή ένας μύθος: ο πιο ψυχρός, ο πιο αγνός, ο μόνος αληθινός», γράφει ο Μπατάιγ. Ο μελαγχολικός του σήμερα αισθάνεται αυτόν τον ψυχρό μύθο ξέροντας όμως την ίδια στιγμή, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μεταφυσική.
Ο μελαγχολικός οφείλει τη ζωή του σε ένα θραύσμα, σε μια ρωγμή – στην πτώση από το επίπεδο της ανυπαρξίας σ΄αυτό της ύπαρξης - , και ένα παρόμοιο θραύσμα – η πτώση από το επίπεδο της ύπαρξης σε μια άλλη μορφή ύπαρξης, την οποία ελλείψει καλύτερης έκφρασης πρέπει να χαρακτηρίσει ως ανυπαρξία – θέτει και πάλι τέλος σ΄αυτό που είναι ο ίδιος. Σ΄αυτό το άγνωστο, το οποίο προηγείται και έπεται της ζωής, βρίσκονται σύμφωνα με τον μελαγχολικό η ρίζες της μεταφυσικής.
.
Η ακόρεστη δίψα
.
Τι είναι λοιπόν η μελαγχολία; Είναι κάτι που μόλις κατονομαστεί, παύει να είναι αυτό που ήταν. Η μελαγχολία υπάρχει, όσο είναι αόρατη. Μόλις γίνει ορατή, δεν φαίνεται πια απ΄αυτήν παρά μια ομιχλώδης εικόνα. Η μελαγχολία εμπλουτίζει τη ζωή, κι ωστόσο εκείνος που κυριαρχείται απ΄αυτήν, έχει το συναίσθημα, ότι ο ίδιος έχει λεηλατηθεί.
Για τον μελαγχολικό, η μελαγχολία του είναι ένας μοναδικός θησαυρός, παρόλα αυτά ο ίδιος δεν έχει την ικανότητα να πει, τι κατέχει. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας, που πάντα την αντιμετώπιζαν καχύποπτα. Γιατί λες και παρουσιάζει τον κόσμο από την άλλη του πλευρά κι αυτό είναι κάτι που μοιάζει να αποδομεί και να αποσυντονίζει. Η μελαγχολία είναι σχεδόν ένας αναχρονισμός, αφού λες και θέλει να γυρίσει πίσω τον ρου της ιστορίας ή τουλάχιστον να τον σταματήσει. Κι αυτό και κάνει, γιατί η μελαγχολία δεν συμβιβάζεται με την παρούσα κατάσταση του κόσμου, διψά πάντα για περισσότερα, για κάτι που είναι πέραν των άλλων.
Όμως την ίδια στιγμή, μια άβυσσος χωρίζει τον μελαγχολικό από τον ευλαβή πιστό. Ο μελαγχολικός δεν πιστεύει σε ένα «Επέκεινα», δεν πιστεύει, ότι κάποτε θα επέλθει μια λύτρωση. Κι ωστόσο, από το εδώ λαχταρά το «πέρα εκεί». Ούτε εδώ, ούτε εκεί: από τη ρωγμή ανάμεσα σ΄αυτά τα δυο αναβλύζει η μελαγχολία. Μια σκούρα κηλίδα στο σώμα κάθε πολιτισμού.
.
Ο László F. Földényi (*1952 - ) είναι Ούγγρος θεωρητικός τέχνης και δοκιμιογράφος, καθηγητής στην ακαδημία θεατρικής τέχνης και κινηματογράφου της Βουδαπέστης.
.
(Δημοσιεύθηκε στην ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung, 14. 05. 2017.Κεντρική φωτογραφία: Γιώργος Καρτάκης, Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χανίων, «Μήτρα», Ομαδική εργασία. )