Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Παναγιώτης Γαλανόπουλος, Ανθολογία Ποιημάτων

$
0
0

`

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΡΑΙΝΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Κ.Α. ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

`

ΑΝΑΥΔΟΣ

“…and I taste at the root of the tongue the
unreal of what is real.”

WALLACE STEVENS, Holiday in Reality

I

Η Άναυδος είναι νήσος
Που πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει
Βεβαίως και δεν υπάρχει
Εκτεινόμενη στον χώρο
Υπάρχει όμως εξιστάμενη του χώρου

Η δική της μάλιστα ουχί έκταση αλλά έκσταση
Είναι που καθιστά δυνατή
Την έκταση κάθε νήσου
Των Κυκλάδων και των Σποράδων
Των Επτανήσων και των Δωδεκανήσων
Των Μαλδίβων και των Βαλεαρίδων
Οπωσδήποτε δε και των νήσων Νουκοχήβα

Χωρίς την σιωπηλή της ύπαρξη
Δεν θα υπήρχαν οι Αμοργοί
Οι Άνδροι Υδρούσες
Οι Πάροι και οι Αντίπαροι
Οι Σίκινοι και οι Δονούσες

Αλλά η εν εκτάσει αυδούσα ύπαρξη των Αμοργών
Των Κυκλάδων και των Σποράδων
Της νήσου του Πάσχα
Οπωσδήποτε δε και των νήσων Νουκοχήβα
Είναι που φανερώνει την ύπαρξη
Την υπαρχή της Αναύδου

Η αρχιτεκτονική λοιπόν εις οιανδήποτε νήσον
Του Αιγαίου ή του Ιονίου
Των Γκαλαπάγκος ή της Υδρογείου
Οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψη ότι
Εκτός επί του εκάστοτε εδάφους θεμελιώσεως
Οφείλει να έχει ισχυρά θεμέλια
Και επί της νήσου Αναύδου
Οφείλει δηλαδή να σχεδιασθεί
Ουχί μόνον εκτεινόμενη εις τον χώρο
Αλλά και εξιστάμενη του χώρου
Οφείλει επομένως να είναι εκτός τόπου
Εκτός δηλαδή του εκάστοτε τόπου
Άρα σε κάποια σχέση με τον τόπο

Δηλαδή και εκτός και εντός τόπου

`

III

Όταν η νύχτα αρχίζει να πέφτει πάνω στα φυτά
Όταν αρχίζει να πέφτει και στα ζώα
Όταν τα χέρια σου με τυλίγουν τόσο απαλά
Τότε αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να διαδοθεί παντού
Η διδαχή του μεγάλου καλλιτέχνη Ζιγκμούνδου Φρόυδ
Του μέγιστου ίσως μυθιστοριογράφου του αιώνα
Ότι δηλαδή η ψυχή όπως και ο ίδιος ως ερμηνευτής της
Είναι μυθιστοριογράφος
Να μαθευτεί δηλαδή ότι
Η ανάγκη δεν προηγείται της επιθυμίας
Το αντικείμενο δεν προηγείται του πόθου
Το σημαινόμενο δεν προηγείται του σημαίνοντος
Η θεωρία δεν προηγείται των μύθων
Πόσω μάλλον η υπερβατικότητα της εμμένειας
Πολλώ δε μάλλον η επιστήμη της μαγείας
Να μαθευτεί δηλαδή ότι τα σπίτια
Δεν αρκεί να θεμελιώνονται
Επι της κάθε πάλαι ποτέ Μυκόνου Αμοργού
Ή Φολεγάνδρου
Αλλά και επι της νήσου Αναύδου
Πρέπει να θεμελιώνονται δηλαδή
Επι της κάθε Μυκόνου Αμοργού ή Φολεγάνδρου
Ουχί όμως μόνον εκτεινόμενα
Αλλά και εξιστάμενα
Ουχί μόνον εν εκτάσει
Αλλά και εν εκστάσει

Τότε αι Αμοργοί θα βγάλουν κουπιά
Αι Μύκονοι θα σηκώσουν πανιά
Αι Φολέγανδροι θα αποπλεύσουν
Και ο κάθε ψαράς
Ο μαθητής του Χριστού ή οποιοσδήποτε άλλος
Θα ανάψει το τσιγάρο του
Γεμάτο με φούντα Αφγκάν Σουντάν ή Λιμπάν
(Σε κάθε περίπτωση και Γιουκατάν)
Τότε θα συμβεί εις τα πέριξ φωτιές να καίνε
Tο βαπόρι από την Περσία
Δεν θα πιαστεί στην Κορινθία
Αλλά θα διασχίσει τον Ισθμόν
Τον Πόρον και την κάθε στενωπόν
O παππάς θα ανάψει πραγματικά το καντήλι του
Θα λάμψουν τα φουγάρα των εργοστασίων
Τα έμβολα θα παλινδρομήσουν στους κυλίνδρους
Και οι ηλεκτρικοί σιδηρόδρομοι
Θα διασχίσουν υπέρλαμπροι
Τας πόλεις της Ρηνανίας
Της Βάδης Βυρτεμβέργης
Και της Κάτω Θουριγγίας
Με ταχύτητα ιλιγγιώδη
Τέτοια που η κάθε Γερμανίς
Θα γίνει Ελληνίς
Πλήρης μέθης
Πλήρης χυμών
Πλήρης Ελληνοπούλων
(Από την Ελλάδα τη Συρία το Ιρακ
Την Αλβανία το Πακιστάν το Σουδάν…)
Πλήρης των του μέλλοντος
Σοφιστών

`

*****************

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ ΚΡΥΒΟΥΝΕ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ –

`
ΤΟ ΦΙΔΙ ΠΟΙΗΜΑ (Απόσπασμα)

[...
ούτε και υπάρχει άλλος κόσμος κάπου εκεί ψηλά
όπου είναι θεμελιωμένες οι ουσίες
τα σημαινόμενα η λογική
κι η γλώσσα
(για να χρειάζεται ν’ ανέβει ο προφήτης στο βουνό
να του τα δώσει ο θεός χαραγμένα στη πέτρα)
γιατί οι ουσίες είναι σημαδεμένες από τις λεπτομέρειες
που βρίσκονται σ’ αυτόν τον κόσμο κάτω εδώ
όπου πριν απο-φασισθεί τα πράγματα τι είναι
κάπου κάποτε και κάπως ήδη είναι
και αν πρέπει σώνει και καλά να ειπωθεί
ποια είναι και πού βρίσκονται τα θεμέλια
τότε αρκεί να ειπωθεί ότι βρίσκονται
στους τάφους της σιωπής
εκεί που είναι θαμμένες ζωντανές οι λεπτομέρειες
αλλά και στους τάφους
όπου είναι θαμμένοι ζωντανοί οι νεκροί
γιατί οι νεκροί είναι πάντα ζωντανοί θαμμένοι
πράγμα που γνωρίζουν πολύ καλά όλοι οι πολιτισμοί
γι αυτό κι επιβάλλουν την ταφή
και το σφράγισμα του τάφου
με βαριά και πολύτιμη πέτρα
μπας και ξεγελαστούμε
ότι έτσι θα τους εμποδίσουμε να βγουν
ή θα τους καλοπιάσουμε
να μείνουν για πάντα κλεισμένοι μέσα
παρότι
ή μάλλον ακριβώς διότι
όλοι το ξέρουν ότι όσο είναι ζωντανοί
κουβαλάνε και τους νεκρούς ζωντανούς μαζί τους
έτσι όπως κουβαλάνε ζωντανές
και τις άχρηστες κι ανούσιες λεπτομέρειες
που όσοι τις θέλουν θαμμένες στη σιωπή
βάζουν και τον διάβολο μπάστακα
πάνω στον τάφο να τις φυλάει
κι από πάνω φορτώνουν ένα κόσμο
που βαρύγδουπα ονομάζουν υπερβατικό
μπας και γίνει πιστευτό το παραμύθι
ότι ζούμε κλεισμένοι σε μια σπηλιά
όπου μπορούμε να δούμε μόνο τις σκιές των ουσιών
να σέρνονται στους τοίχους
σκοτισμένες από τις λεπτομέρειες
ενώ οι αληθινές ουσίες λουσμένες στο θείο φως
σουλατσάρουν αγέρωχες απ’ έξω
σαν τις πουτάνες
έτσι θεμελίωσε ο θείος Πλάτων τις ουσίες
έτσι θεμελιώνονται και οι θεωρίες
ο υπερβατικός κόσμος
η γλώσσα οι ιδεολογίες
με τέτοια ωραία παραμύθια
που όσο είναι αλήθεια ότι φτιάχνονται με τη γλώσσα
άλλο τόσο είναι αλήθεια κι ακόμα πιο πολύ
ότι αυτά είναι που φτιάχνουν τη γλώσσα
που υπάρχει άλλωστε μόνο για να λέει παραμύθια
...]

`

*********************

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ Κ.Α. ΠΟΙΗΜΑΤΑ

`

ΣΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ

Στην άκρη στο μπαλκόνι
Στο κάγκελο ακουμπισμένο
Στέκεται ένα πιτσιρίκι.
Κοιτάζει κάτω στο δρόμο
Και μοιάζει λυπημένο.
Σκέφτεται τι ωραία θα ήταν
Να μπορούσε να κατέβαινε
Να παίξει στο δρόμο
Αλλά δεν το αφήνουν
Το έχουν κλειδωμένο.
Κι έτσι κάθεται και κοιτάζει
Πάνω στο κάγκελο ακουμπισμένο
Κάτω στο δρόμο
Λυπημένο.

Στην άκρη στο μπαλκόνι
Στο κάγκελο ακουμπισμένη
Στέκεται μία κοπέλα.
Κοιτάζει κάτω στο δρόμο
Τον τυπά που περνάει αγέρωχος
Καβάλα στη μηχανή του.
Σκέφτεται τι ωραία θα ήταν
Να έτρεχε κάτω γρήγορα
Να καβάλαγε κι αυτή τη μηχανή
Και να χανόταν σαν τον άνεμο μαζί του.
Αλλά δεν προλαβαίνει
Και μένει εκεί
Πάνω στο κάγκελο ακουμπισμένη

Να κοιτάζει κάτω στο δρόμο
Λυπημένη.

Στην άκρη στο μπαλκόνι
Πάνω στο κάγκελο σκυμμένη
Στέκεται μία γριά.
Χαζεύει κάτω στο δρόμο
Και μοιάζει συλλογισμένη.
Κοιτάζει εκείνο το αυτοκίνητο
Που προχώρησε λίγο
Σταμάτησε
Κι ύστερα έκανε πίσω.
Της περνάει για μια στιγμή από το νου
Ότι το ίδιο θα μπορούσε κάποτε
Να έκανε κι ο χρόνος.
Αλλά δεν το πολυπιστεύει
Και μένει εκεί
Πάνω στο κάγκελο σκυμμένη
Να κοιτάζει κάτω στο δρόμο
Λυπημένη.

Στην άκρη στο μπαλκόνι
Στο κάγκελο ακουμπισμένος
Στέκεται και ένας νέος.
Κοιτάζει κάτω στο δρόμο
Τους ανθρώπους που περνάνε
Τα ψώνια που κουβαλάνε
Τα αυτοκίνητα που τους κουβαλάνε·
Και μοιάζει να αναρωτιέται λυπημένος:
Τα ψώνια τα κουβαλάνε
Ή τους κουβαλάνε;
Τα αυτοκίνητα τους κουβαλάνε
Ή τα κουβαλάνε;
Τα καβαλάνε ή τους καβαλάνε;
Κοιτάζει ολόγυρα στα μπαλκόνια
Βλέπει το λυπημένο πιτσιρίκι
Τη λυπημένη κοπέλα
Τη λυπημένη γριά.
Μοιάζει σαν κάτι να ψάχνει
Κάτι καινούργιο που αξίζει να ακολουθήσει
Κάτι να του αφεθεί ακόμα μια φορά
Να τον κουβαλήσει.
Αλλά δε φαίνεται να το βρίσκει.
Ίσως σκέφτεται ότι το μόνο που του απομένει
Είναι να κάνει μια έτσι
Να καβαλήσει το κάγκελο
Και να πηδήξει.

Θα πηδήξει άραγε ή δε θα πηδήξει;

Και πού θέλετε ρε να ξέρει το ποίημα;

`

*

ΝΤΑΑΡ 3

Ξενυχτώντας στις ερημιές
Χαϊδεύοντας σκοτάδια
Να γεννηθούν οι πεταλούδες
Που ανιχνεύονται με το στόμα
Ν’ ανοίξουν τα φτερά τους
Είτε μετά από βροχή είτε όχι
Να πάψουν να είναι ανάρμοστα σκουλήκια
Αιώνια προσκολλημένα στην αφερέγγυα μάζα
Του συμπαντικού κιμά
Γιατί η ζωή μπορεί να είναι και ωραία
Οι μέρες μπαινοβγαίνουν σαν πονηρές σαύρες
Στις χαραμάδες της αστρικής ξερολιθιάς
Τα κυπαρίσσια τρυπάνε τον ήλιο
Την ώρα που γίνεται κόκκινος
Και οι καταπέλτες των εξωγήινων αναγομώσεων
Πέφτουν στα υποβρύχια δωμάτια
Σε λεκάνες ραδιοκυμάτων
Στα ντιβάνια του κρύου
Σε σινδόνες δυστοπίας.
Με τους πλανήτες να πηγαίνουν και να ’ρχονται
Και τα θραύσματα από τη σύγκρουση
Με τ’ απροσάρμοστα πεφτάστερα στην ακροθαλασσιά
Να τα αλέθουν τα κύματα μιας απέραντης θάλασσας
Aλητείας.

Έβρεξα κι εγώ εκεί τα πόδια μου
Την ώρα που ο Μπλέηκ έβγαινε στο στερέωμα
Για τη μοναχική του βόλτα.

`

*

ΤΟΥ ΚΙΛΙΜΑΝΤΖΑΡΟ

Του Κιλιμάντζαρο δεν ήρθε ακόμα η ώρα.
Ήρθε όμως η ώρα των πετρελαίων
Nα γίνουνε σφαγείς
Των δοξοτομημένων ευαγγελίων.
Ήρθε η ώρα της μουγγής φωνής
Του φύλακα των νεκροτομείων.
Ήρθε η ώρα των υπερωκεανίων.
Ήρθε η ώρα της έκρηξης
Κοινωνικών ηφαιστείων.

«Μα τι λέτε;»
Μου έκανε η άτεγκτος γραία
«Είσθε αλήθεια τόσον περιχαρής
Ώστε να επιτρέπετε τη σήμανση στηθαίων
Με αυγά δεινοσαύρων
Κρασπεδόρειθρων
Με δυόσμο χρυσορυχείου;».

«Ρε άει πάγαινε…» της έκανα εγώ
(Αν θυμάμαι καλά - γιατί πού να θυμάμαι τώρα).

Έτσι τελειώνει άδοξα εδώ
Και αυτό το αποτυχημένο ποίημα.

`

*

ΦΥΣΑΕΙ Ο ΑΕΡΑΣ

Φυσάει ο αέρας.
Αλλά για να έχει νόημα πρέπει να υπάρχουν δέντρα
Δέντρα να γέρνουν ελαφρά
Κλαδιά να λυγίζουν.

Φυσάει ο αέρας
Και υπό την προϋπόθεση ότι είναι απομεσήμερο
Θα του πετάξω λέξεις
Μπας και τις πάρει
Να πετάξουν σαν πουλιά.

Άμα πετάξουν σαν πουλιά
Μπορεί να πάρουν και μένα μαζί τους
Αφού όλοι το ξέρουν ότι αλλιώς
Δεν μπορώ να πετάξω
Και πάντως όχι μακριά.

Και συνεχίζει να φυσάει ο αέρας
Και σπρώχνει τα σύννεφα
Γέρνει τα δέντρα
Λυγίζει τα κλαδιά
Ανάμεσα στα σπίτια και τις αυλές
Πάνω από τα αυτοκίνητα.

Που μέσα στην αδιάκοπη
Κι ανόητη κίνησή τους
Μοιάζουν ακίνητα.
Σαν και μένα

Όταν δε με σηκώνουν οι λέξεις

Να με πάρουν

Με τον αέρα που φυσάει

Μακριά.

`

*

ΣΤΟΝ Κ.

Τα παλιά πεφτάστερα γίνανε άνθρωποι
Τα παλιά δέντρα γίνανε δράκοι
Οι παλιές κιθάρες γίνανε φυλαχτά
Οι παλιές γυναίκες γίνανε βράχοι

Τα παλιά μπαρ γίναν φανάρια
Οι παλιοί φίλοι γίνανε μπλουζ
Τα παλιά ξύλα γίναν καπνός
Τα παλιά τζάκια γίναν τηλεοράσεις

Οι παλιές θάλασσες γίνανε κόκκινες
Οι παλιές τηλεοράσεις γίνανε τζάκια
Τα παλιά τραίνα γίναν τραγούδια
Τα παλιά ποτά γίναν φαρμάκι

Το παλιό φαρμάκι έγινε λάσπη
Το παλιό χρυσάφι το κάναν σκατά
Η νέα λάσπη θα γίνει χρυσάφι

Τα παλιά παιδιά είναι εντάξει

`

*

ΑΣΤΡΟΠΟΙΗΜΑ

Πού πας ρε άστρο;
Πού πας ρε ποίημα;
Πού το πας ρε άστρο το ποίημα;
Πού το πας ρε ποίημα το άστρο;

Από πού ήρθε το άστρο
Κι έγινε ποίημα;
Από πού ήρθε το ποίημα
Κι έγινε άστρο;

Από πού ήρθε η νύχτα με το άστρο,
Που έφερε το ποίημα;
Το ποίημα από το άστρο,

Το αστροποίημα.

`

**************************************************************

Ο Παναγιώτης Γαλανόπουλος γεννήθηκε το 1957 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στο ΕΜΠ και εργάσθηκε ως Πολιτικός Μηχανικός. Έχει εκδώσει τρία βιβλία ποίησης: Τραίνα στο σκοτάδι κ.α. φωτεινά ποιήματα (Απόπειρα, 2012), Στο διάβολο κρύβουνε τις λεπτομέρειες - το φίδι ποίημα (Κουκούτσι, 2015) και Στα κάγκελα κ.α. ποιήματα (Σμίλη 2016).


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles