Ζέφη Δαράκη
Εν μαγεία
`
Δείξτε επιείκεια σε ένα στόμα που ενώ μιλάει ψάχνει και για την αλήθεια (σελ. 138)
Πόσο γοητευτικός αυτός ο «Αόριστος άνθρωπος» στα διηγήματα του ποιητή Σπύρου Λ. Βρεττού, όπου μια ανησυχαστική αχλή απλώνεται αποκαλύπτοντας – καλύπτοντας τα γεγονότα μπροστά στο έκπληκτο βλέμμα μας, ενώ ο πυρήνας τους εκ βαθέων ποιητικός – γι’ αυτό και αποτόλμησα αυτόν τον σχολιασμό.
Ο Σπύρος Βρεττός έχει δοκιμαστεί πεζογραφικώς, όμως σε αυτά τα διηγήματα συμπλέει η ποιητικότητα με την μαύρη λάμψη της συγκεκριμένης πεζογραφικής γραφής του, όπου ο χρόνος παύει να είναι λέξη.
Καφκικά συμβάντα μη αναμενόμενα διασαλεύουν την καθημερινότητα, απροσδόκητα την ανατρέπουν.
Το φαντασιακό επαναπροσδιορίζεται, δοκιμάζει «πώς μπορεί να κάνει τομή στην φαντασία με μια δόση ισχυρής πραγματικότητας».
Μοιάζει έτσι ξαφνικά σαν κάτω από την παλάμη μας να φτεροκοπάει μια πεταλούδα εν απογνώσει ή να φυτρώνει ένα σαρκοβόρο άνθος.
Απρόσκοπτα και σχεδόν ασθμαίνοντας φτάνεις από «Το ρεπορτάζ» στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου.
Και αυτό ναι, είναι ένα εν μαγεία δώρο του συγγραφέα στον αναγνώστη του.
Σπύρος Λ. Βρεττός
ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ (απόσπασμα)
(…) Σας είπα πολλά και άσχετα. Όμως τα είπα γιατί με κοιτάζατε καχύποπτα. Μετά τα όσα πρόσφερα στην ανθρωπότητα με τις ανταποκρίσεις μου από μέρη που δεν τολμούσαν να πάνε πολλοί, τώρα εσείς θέλετε να με ξαναδικάσετε. Τι να πω; Τους ανθρώπους τους έσπρωξα στο ποτάμι, εκεί δηλαδή απ’ όπου βγήκαν. Ο άνθρωπος απ’ το νερό βγήκε κι έγινε άνθρωπος. Ζώο ήταν κι έγινε άνθρωπος μόλις βγήκε απ’ το νερό. Και θέλει διαρκώς το νερό. Σε αυτό αισθάνεται πως ανήκει. Το χώμα είναι μόνο για θάνατο. Καλύτερα στο νερό παρά στο χώμα. Κι ακόμα καλύτερα αν το νερό είναι σύνορο. Ρευστό σύνορο που όλους τους χωράει.
Έχω κουραστεί. Μπορώ να σταματήσω για λίγο; Να ξαναφτιάξω τη σκέψη μου, να βάλω τα πράγματα σε μια νέα σειρά; Γιατί μου φαίνεται πως δεν τα κατάφερα καλά σ’ αυτή την απολογία. Ίσως ενοχοποιήθηκα περισσότερο απ’ όσο μου αναλογεί. Ίσως τα έμπλεξα, ίσως δεν έγινα πιστευτή.
Ακόμα με λοξοκοιτάτε. Το βλέπω. Η δυσπιστία στο βλέμμα σας με τρυπάει. Ας σταματήσω τώρα. Δεν θέλω πολύ. Λιγάκι μόνο για να σκεφτώ το ποτάμι και τους ανθρώπους που έσπρωξα. Αυτούς δηλαδή που θέλησα να σώσω μα δεν σωθήκανε. Απρόσμενα πνιγήκανε, γιατί ο ένας γλίστρησε και χτύπησε το κεφάλι του σε πέτρα. Κι ο άλλος, που ήταν μικρό παιδί, στην αγκαλιά του πατέρα του χωμένος, δεν έφευγε από την αγκαλιά και όλο βάθαινε το σώμα του μες στο νερό. Και ήταν και οι δύο Σύροι. Ναι, ναι. Σ’ αυτό που με ρωτάτε απαντάω ευθέως. Ναι. Πατέρας και παιδί. Αλλ’ όχι, προς Θεού, δεν ήταν εκείνοι. Όχι, όχι. Δεν ήταν εκείνοι. Δεν ήταν αυτοί από το ψεύτικο ρεπορτάζ. Δεν ήταν οι πληρωμένοι Σύροι, αυτός δηλαδή που σερνόταν δήθεν ματωμένος και το μικρό παιδί που παρίστανε το νεκρό ή το τραυματισμένο. Μα να σας πω κι αυτό; Να σας το πω; Ούτε στιγμή δεν φοβήθηκα πως θα με μαρτυρήσουν. Ήμουν σίγουρη πως δεν θα με αναγνώριζαν. Πάνε άλλωστε δύο χρόνια. Κι εξάλλου όταν περνάς τα σύνορα, ξεχνάς τα πάντα. Έτσι δεν λένε;
Όμως, προς Θεού, πάρτε αυτή τη γυναίκα από μπροστά μου. Όχι, δεν την ξέρω. Απλώς πάρτε την από μπροστά μου. Θέλετε απάντηση σε αυτό που με ρωτάτε; Αυτό θέλετε; Να πω έστω και τώρα όλη την αλήθεια; Ε ναι λοιπόν, την ξέρω. Την θυμάμαι και με θυμάται. Τα μάτια της. Αυτά κοιτάζω και αυτά με κοιτάζουν. Πάρτε την σας λέω. Αχ, πώς ούρλιαζε τότε στο ρεπορτάζ. Σαν να πονούσε αληθινά. Έσκουζε που έβλεπε τον ματωμένο άντρα της να σέρνεται και το παιδί της παραπέρα να κείτεται νεκρό ή τραυματισμένο. Δεν έμοιαζε για πληρωμένη μάνα. Και τι τους έδωσα; Φαγητό. Φαγητό, τίποτε άλλο. Με τέτοια τους εξαγόρασα, με τέτοια σας εξαπάτησα. Αυτές ήταν οι πληρωμές μου. Όλη μου η απάτη αυτή ήταν. Πάρτε την από μπροστά μου. Δεν το αντέχω αυτό το άηχο κλάμα της. Τότε ούρλιαζε στα ψέματα και τώρα που όλα έχουν συμβεί, σιωπά. Ίσως και να έβγαλε τότε όλη της την κραυγή και τίποτα να μην περίσσεψε. Ίσως και να είδε τότε το μέλλον μπροστά της. Τον άντρα της και το παιδί τους να χάνονται, να πέφτουνε κι οι δυο νεκροί. Θα είδε μάλλον και το ποτάμι. Θα είδε και μένα να τους σπρώχνω μέσα στο νερό. Θα είδε από τότε τον θάνατό τους.
Ναι, αυτή είναι. Μην με ρωτάτε άλλο. Την θυμάμαι και με θυμάται. Την κοιτάζω και με κοιτάζει. Κι ας μην μιλάει, κι ας μην ουρλιάζει, αυτή είναι. Τα είχε ζήσει όλα από τότε. Όμως εμένα κανείς δεν με πίστευε. Όλοι σας λέγατε το ρεπορτάζ μου ψεύτικο. Το πιο αληθινό μου ρεπορτάζ το λέγατε ψεύτικο. Το ρεπορτάζ που μάντεψε από τότε τον μελλοντικό τους θάνατο το λέγατε ψεύτικο. Τι άλλο πλέον θέλετε για να σας πείσω; Σας ικετεύω. Πάρτε αυτή τη γυναίκα από μπροστά μου. Το ουρλιαχτό της από τότε με συνοδεύει. Κι αν δεν το βγάζει πλέον αυτή, είναι γιατί το έχω έτοιμο εγώ. Το ουρλιαχτό μου γι’ αυτό που είμαι.