Αδημοσίευτο αφήγημα του ποιητή
Γιώργου Δαμ. Βουλγαράκη
Δεν ήταν μαθημένος από «μεγάλες πόρτες» ο Πέτρος Χαρίσης. Ταπεινά πράγματα. Μικρός ξεκίνησε από ένα σιδηρουργείο καθαρίζοντας και ανάβοντας το καμίνι, πρόσεχε, όταν μπορούσε, με ποιον τρόπο ο μαστρο-Νίκος επεξεργάζονταν το σίδερο και σιγά, αλλά σταθερά, άρχισε να καταλαβαίνει το σίδερο και την τεχνική τού σιδερά (είναι τέχνη υποστήριζε το αφεντικό του). Ορφανός από πατέρα, ξεκίνησε στα δέκα χρόνια του, δεν είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και όλη τη μέρα ήταν στο σιδεράδικο, ζεστά το χειμώνα, δύσκολα το καλοκαίρι. Και πείνα λόγω κατοχής. Ευτυχώς η αυλή πίσω από το σπίτι τους έδινε λύση στη διατροφή της οικογένειάς του με τα ζαρζαβατικά που εναλλάσσονταν, όπως και οι συγγενείς, από το χωριό, που έφερναν κάτι από το περίσσιο τους.
Έγιναν πολλά από τότε και σήμερα, στα πενήντα οκτώ του χρόνια, ήλθε αυτό το χαρτί και του άνοιξε και πάλι το παρελθόν, που κομμάτι-κομμάτι πάντα υπήρχε στη σκέψη του αλλά όχι στο σύνολο, «είναι νωρίς να ζω μόνο με μνήμες», έλεγε. Αυτό το χαρτί: «…Παρακαλούμε να έλθετε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Εσωτερικών, Τμήμα Αποκατάστασης Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης ή στον Διευθυντή της Νομαρχίας του νομού της κατοικίας σας, για υπόθεσή σας…». Μεγάλη πόρτα τα θεωρούσε αυτά ο Πέτρος. Είχαν και άλλοι συμπολίτες λάβει το ίδιο χαρτί και του εξήγησαν περί τίνος πρόκειται. Θα πάρει σύνταξη ως αγωνιστής της αντίστασης, αλλά απαιτείται κάποια διαδικασία. Αυτό ήταν.
Με το χαρτί στα χέρια είδε σαν κινηματογραφική ταινία να περνάει μπροστά του το παρελθόν. Ψηλός για την ηλικία του, έκανε από παιδί παρέα με πιο μεγάλα παιδιά, όχι πάντως το ίδιο ψηλά. «Πετράκι, γράψε μας το άλφα να το μάθουμε και μείς» του έλεγαν και γελούσαν μαζί του γιατί ο Πέτρος έγραφε με το αριστερό του χέρι, όχι με το καλό, το δεξί. Μία φορά, τυχαίως μπροστά στο τμήμα της χωροφυλακής, μάλωνε με τα παιδιά για τον λόγο αυτό και ο σκοπός χωροφύλακας του έβαλε τις φωνές γιατί χτυπάει τα μικρά παιδιά (κι ας ήταν πιο μεγάλα από αυτόν). «Με βρίζουν αριστερό» απάντησε ο Πέτρος. «Είσαι ο ανεψιός του Χαράλαμπου;», τον ρώτησε ο χωροφύλακας. «Ναι». «Τότε καλά σε κάνουν, θα σ’ έχουμε και μείς υπόψιν». Ο Χαράλαμπος ήταν θείος του Πέτρου και όλοι τον θεωρούσαν προστάτη του, αφού ήταν ορφανός από πατέρα. Ο Χαράλαμπος ήταν κομμουνιστής, αριστερός, το ίδιο θα είναι και ο ανεψιός, εννοούσε ο χωροφύλακας. Ο Πέτρος δεν το κατάλαβε.
Μια μέρα στο σιδεράδικο ήλθαν δύο περίεργοι τύποι, οι οποίοι φορούσαν καμπαρντίνα και καπέλο γνωστό ως «ρεμπούμπλικο». Όταν έφυγαν τον φώναξε ο μαστρο-Νίκος: «Είσαι αριστερός;» τον ρώτησε. «Ναι» απάντησε ο Πέτρος. «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, θα φύγεις», του είπε. «Μα γιατί, αυτό δεν εμποδίζει στη δουλειά μου» είπε ο Πέτρος. «Δεν μπορώ να σε κρατήσω, θα με κλείσουν», του είπε. Ο Πέτρος δεν κατάλαβε σε τι εμποδίζει το αριστερό χέρι έναν σιδερά. Είχε μάθει αρκετά πράγματα για το σίδερο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να φύγει. Ήταν ήδη δώδεκα χρόνων.
Ο θείος Χαράλαμπος άκουσε με προσοχή την πληροφορία για την απόλυση και την επίσκεψη των ανθρώπων της ασφάλειας στο σιδεράδικο. Ο ίδιος πολλές μέρες τώρα είχε χαθεί από τη γειτονιά, έρχονταν αργά τα μεσάνυχτα στο σπίτι του (που ήταν δίπλα σε αυτό του Πέτρου) και φυσικά δεν πήγαινε στη δουλειά του. Ύστερα από πέντε-έξι μέρες πήγε μεσάνυχτα στο σπίτι και ζήτησε να ξυπνήσουν το Πέτρο, γιατί τον ήθελε. «Αύριο θα έλθεις μαζί μου, το κουβέντιασα με τη μάνα σου, θα πάμε στο βουνό», του ανακοίνωσε.
«Τι πάει να πει θα πάμε στο βουνό; Πώς συμφώνησε η μάνα μου;». Έφυγε ο θείος, έμεινε αυτός, η μάνα και η αδελφή του και το κουβέντιασαν, είχε και η μάνα του αντιρρήσεις, του εξομολογήθηκε ότι ο θείος του σχεδόν ούτε τη ρώτησε και μόνος το αποφάσισε. «Δεν πάω πουθενά, πες του ότι δεν ξέρεις πού είμαι, εγώ είμαι αριστερός και δεν το αλλάζω», είπε. Πράγματι τα επόμενα μεσάνυχτα ο Πέτρος δεν πήγε στο σπίτι, ο θείος με άλλους τρεις πέρασε να τον πάρει, δεν τον βρήκε, έβαλε τις φωνές αλλά δεν έπρεπε να ακουστούν στη γειτονιά και έφυγε, πριν ξημερώσει, όλος νεύρα για το βουνό. Την άλλη μέρα ο Πέτρος γύρισε σπίτι.
Η μάνα δούλευε σε εργοστάσιο σε πλεκτομηχανή, αλλά ο Πέτρος δεν μπορούσε να στεριώσει σε δουλειά πάνω από ένα μήνα. Οι δύο τύποι με τις ίδιες καμπαρντίνες και τα ίδια ρεμπούμπλικα πάντα έκαναν την εμφάνισή τους. Όλοι τούς ήξεραν με τα μικρά τους ονόματα, τους έμαθε και ο Πέτρος. Έλεγαν και «καλημέρα» όταν τους συναντούσε μαζί ή ξεχωριστά στην κεντρική πλατεία. «Μισούν το θείο μου» σκέπτονταν, «εμένα γιατί; Μήπως πειράζει που δουλεύω ενώ είμαι ανήλικος;».
Κάποιο βράδυ χτύπησε διακριτικά το παραθυρόφυλλο. Άνοιξε η μάνα του, ακούστηκε κάποιο μουρμουρητό, κάποια στιγμή ακούστηκε και το όνομα του Πέτρου. Όταν έκλεισε και πάλι το παράθυρο, του είπε η μάνα του: «Άφησαν αυτό το δέμα να το πας αύριο στο σιδεράδικο, στον μαστρο-Νίκο». «Να το πάω, περνάω κάπου-κάπου και τον βλέπω». Το πήγε. Αυτό επαναλαμβάνονταν δυο-τρεις φορές το μήνα. Κάποιες φορές άλλαζε ο παραλήπτης, συνήθως ύστερα από κάποιες παραδόσεις άλλαζε και πάλι. Σιγά-σιγά κάποιοι παραλήπτες άλλαξαν ρόλο, έδιναν αυτοί δέματα και τα παραλάμβαναν άγνωστοι τα μεσάνυχτα από το σπίτι του Πέτρου. Δεν ρωτούσε τη μάνα του, τού ήταν αρκετό ότι την βοήθαγε.
Ένα βράδυ. σε μία παράδοση δέματος, είδε γερμανικά αυτοκίνητα έξω από το σιδεράδικο. Ήταν ησυχία, είχαν σβηστά τα φώτα και τα πράγματα φαίνονταν συνηθισμένα. Πριν πλησιάσει τον άρπαξε κάποιος με δύναμη από το μπράτσο και τον τράβηξε παράμερα κάνοντάς του νόημα να μην μιλήσει. «Στον μαστρο-Νίκο πας;», τον ρώτησε. «Ναι». «Άφησέ το, περιμένουν οι γκεσταπίτες να σε πιάσουν». «Και το δέμα;». «Πάρ’ το πίσω και θα σου πούμε». Γύρισε σπίτι και ενημέρωσε τη μάνα του. Αυτή του εξήγησε, τότε, ότι τα δέματα ήταν της οργάνωσης, υπήρχε αντίσταση κατά των Γερμανών και όλοι, μικροί-μεγάλοι, έκαναν το καθήκον τους.
Άλλο βράδυ πήγαινε να παραδώσει δέμα σε ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης. Υποψιασμένος, πλέον, κοίταξε προσεκτικά πριν τη στροφή να δει το σπίτι. Τρία καμιόνια ήταν απ’ έξω, ένα τζιπ και δύο μηχανές με καρότσα δίπλα τους. Κατέβαζαν χτυπώντας αυτόν που θα παραλάμβανε το δέμα. Πάγωσε ο Πέτρος. Γύρισε να φύγει και τότε άκουσε κάποιον να φωνάζει στα ελληνικά: «Να, να ο πιτσιρικάς στη γωνία, πιάστε τον, πιάστε τον». Άκουσε και κάποιες γερμανικές κραυγές, που δεν καταλάβαινε. Γύρισε και άρχισε να τρέχει. Θα ήταν επικίνδυνο να πάει σπίτι, θα κινδύνευαν όλοι. Άρχισαν πυροβολισμοί. Μία σφαίρα τον βρήκε στο αριστερό μπράτσο, δεν το κατάλαβε εκείνη την ώρα, ένοιωσε μόνο μία ώθηση προς τα δεξιά και το αίμα να τρέχει. Ξέφυγε γιατί ήξερε τα κατατόπια και ήταν σκοτάδι. Σπίτι δεν έπρεπε να πάει, στον μαστρο-Νίκο το ίδιο. Κάποτε είχε πάει ένα δέμα σε κάποιον γιατρό. Εκεί θα πήγαινε. Ευτυχώς του άνοιξαν. Περιποιήθηκαν την πληγή, ειδοποίησαν την επομένη τη μάνα του και τον κράτησαν δέκα μέρες για φροντίδα, γιατί η σφαίρα βρήκε κόκκαλο.
Τέτοια επεισόδια έγιναν δυο-τρεις φορές ακόμη. Χωρίς τραυματισμούς, αλλά με καταδιώξεις και πυροβολισμούς. Το πιο δύσκολο έγινε μεσάνυχτα στο δίπατο σπίτι ενός δικηγόρου. Του έδινε το δέμα όταν απ’ έξω άκουσαν γερμανικές και ελληνικές φωνές, ενώ αυτοκίνητα με αναμμένα φώτα καταύγαζαν το σπίτι. Ψύχραιμος ο δικηγόρος κατέβασε από τον τοίχο έναν πίνακα ζωγραφικής, πίσω από τον οποίο υπήρχε ένα μεγάλο βαθούλωμα στον στοίχο με κάποια όπλα στο πάτωμα. «Μπες εδώ και μη βγάλεις άχνα, κράτα και το δέμα» του είπε. Μπήκε και ο δικηγόρος κρέμασε ξανά τον πίνακα. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και συνέλαβαν τον δικηγόρο, κάτι φώναζαν στα γερμανικά, ενώ κάποιος έλεγε στα ελληνικά «ψάξτε το σπίτι, την κρεβατοκάμαρα επάνω και την πίσω βεράντα». Γνώριζαν το σπίτι, σκέφθηκε ο Πέτρος. Έφυγαν ύστερα από μισή ώρα αλλά ο Πέτρος δεν μπορούσε να βγει, εκτός αν έσπρωχνε τον πίνακα, αλλά δεν ήθελε να τον καταστρέψει. Ύστερα από δύο ώρες η γυναίκα του δικηγόρου και η κόρη του έβγαλαν τον πίνακα και τον φυγάδευσαν μαζί με το δέμα από το πίσω μέρος του σπιτιού, στο σπίτι του γείτονά τους, ενός δημοσιογράφου. Πρόλαβαν να του πουν ότι είδαν το δικηγόρο στο γερμανικό κρατητήριο και τους είπε για τον Πέτρο. Ύστερα από δύο μήνες είδε τον δικηγόρο στο δρόμο, δεν μίλησαν αλλά χαμογέλασε ο ένας στον άλλο, δεν είχαν στοιχεία εναντίον του, σκέφθηκε ο Πέτρος.
Ήταν πλέον ένας …άνδρας δεκαπέντε ετών. Τόσο τον βρήκε η απελευθέρωση της πόλης. «Βρε βόμπιρα, αρχίζεις να βγάζεις και μουστάκι;» του είπε ο θείος του Χαράλαμπος που ξαναγύρισε από το βουνό. Είχε πράγματι λίγο χνούδι αλλά και ένα τραύμα στο αριστερό χέρι που τον εμπόδιζε και τον πονούσε.
Δεν έπαυε πάντως να είναι παιδί. Δεν γνώριζε καμία δουλειά καλά, το σιδεράδικο ήξερε περισσότερο από άλλα. Ο μαστρο-Νίκος με χαρά τον δέχθηκε και άρχισε πάλι η γνωστή καθημερινότητα. Άρχισε να πηγαίνει και σε νυχτερινό δημοτικό σχολείο για να τελειώσει τις δύο τελευταίες τάξεις. Όμως τα πράγματα στην πόλη έδειχναν ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Κάτι συνέβαινε, μύριζε μπαρούτι. Ο μαστρο-Νίκος δεν είχε αρκετή δουλειά στο μαγαζί, λίγα πράγματα. Τις περισσότερες μάλιστα ώρες τις περνούσε με τρεις-τέσσερις ανθρώπους που σχεδόν κάθε μέρα έρχονταν στο σιδεράδικο. «Άντε Πέτρο να διαβάσεις σπίτι για τα μαθήματα το βράδυ, δεν έχουμε δουλειά και θέλω να τα πω με τους φίλους μου», του έλεγε συχνά. Ο Πέτρος καταλάβαινε πλέον ότι είχαν πολιτική συζήτηση.
Μία μέρα, αναπάντεχα, φάνηκαν πάλι στο σιδεράδικο οι δύο γνωστοί τύποι με τις ίδιες καμπαρντίνες και τα ίδια ρεμπούμπλικα. Όλα ίδια. Ο μαστρο-Νίκος εμφανώς στεναχωρημένος του είπε ότι του μίλησαν γι’ αυτόν και τον θείο του Χαράλαμπο. Για τον μαστρο-Νίκο δεν ήξεραν ή έκαναν ότι δεν ήξεραν. Έτσι ο Πέτρος βρέθηκε πάλι μακρυά από το σιδεράδικο. Δεν μπόρεσε αλλού να βρει δουλειά. Το εργοστάσιο που δούλευε η μάνα έκλεισε και ζούσαν από την αδελφή του που φρόντιζε το σπίτι του γιατρού, ο οποίος είχε φροντίσει το τραύμα του.
Τώρα πλέον όλα ήταν πιο δύσκολα. Μικρός δεν γύριζε στην πόλη φοβούμενος τους Γερμανούς. Τώρα δύσκολο να γυρίζει στην πόλη, γιατί δεν ήξερε με ποιον να μιλήσει και τι να πει. Στη γειτονιά, οι περισσότεροι ήταν οργανωμένοι κομμουνιστές, εργάτες και μικροτεχνίτες οικοδομής στο σύνολό τους ή άνεργοι όπως ο ίδιος. Όσοι ήταν αντίθετοι συνήθως είχαν οικονομική άνεση και σταθερή δουλειά. Στην υπόλοιπη πόλη επίσης ήταν όλα το ίδιο ανάμεικτα. Ο θείος Χαράλαμπος είχε γυρίσει στη δουλειά του με συνοπτικές διαδικασίες, γιατί όχι μόνο ήταν άριστος στην ειδικότητα του εκδοροσφαγέα, ήταν πλέον και ένας θρύλος. Όλοι τον σέβονταν και τον υπολήπτονταν, μάλιστα, παρά την σχετικώς μεγάλη ηλικία του, πολλοί τον ήθελαν για γαμπρό τους και φυσικά πολλές κοπέλες τον καλοέβλεπαν. Κάποια στιγμή το έπραξε.
Ούτε μήνα δεν έκλεισε παντρεμένος ο θείος Χαράλαμπος. Ένα βράδυ, σχεδόν μεσάνυχτα, ήρθε στο σπίτι του Πέτρου (έμενε πλέον μακρυά ως σώγαμπρος) μαζί με τη γυναίκα του, τον κουνιάδο του και κάποιον άγνωστο στον Πέτρο, την αδελφή του και τη μάνα του, καλοντυμένο (πρωτευουσιάνικα όπως ψιθύρισε η μάνα του Πέτρου) και με ευγενικό τρόπο ομιλίας. Πολλές του λέξεις ο Πέτρος δεν τις καταλάβαινε, δεν τις είχε ξανακούσει. Στα δεκαεπτά του χρόνια, μόλις είχε τελειώσει το νυχτερινό δημοτικό σχολείο και όλοι οι γνωστοί του γνώριζαν τον ίδιο περιορισμένο αριθμό λέξεων με αυτόν. Έτσι παρακολουθούσε τον άγνωστο άνδρα μαγεμένος, λέξη του δεν έχασε και σχεδόν τίποτε δεν κατάλαβε. Σχεδόν, γιατί κατάλαβε κάτι, μάλλον το πιο σημαντικό: υπάρχει εμφύλιος πόλεμος, θα έφευγαν για το βουνό. Όλοι. Ο θείος Χαράλαμπος δεν ήθελε να πάει μαζί του η γυναίκα του και ήλθε να ζητήσει βοήθεια από τη μάνα του Πέτρου, ώστε να πεισθεί να μείνει πίσω, ίσως μαζί της. Πριν ξημερώσει η απόφαση είχε ληφθεί. Φεύγουν όλοι, αν μείνει πίσω θα κινδυνέψουν όλοι. Χαιρετίστηκαν και ο θείος Χαράλαμπος φεύγοντας χάϊδεψε τον Πέτρο στο κεφάλι λέγοντάς του: «Μικρέ, ήταν γραφτό να μεγαλώσεις σκληρά».
Τα πράγματα ήταν τώρα χειρότερα από πριν, γιατί η γειτονιά και η πόλη ήταν χωρισμένες στα δύο. Στην γειτονιά ήταν πιο εύκολες οι συνθήκες γιατί γνωρίζονταν όλοι καλά μεταξύ τους, ήξερες από ποιον να φυλαχτείς. Στην πόλη, για τον Πέτρο περισσότερο, τα πράγματα ήταν δύσκολα, δεν ήξερε πολλούς, δεν ήξερε από πολιτική, δεν ήξερε από τις μεθόδους της χωροφυλακής και της ασφάλειας. Άνεργος, με πείρα πολύ μεγάλη για την ηλικία του για να μπορέσει να την κατανοήσει σε βάθος και με λίγες γνώσεις σε πάρα πολλά θέματα, ένοιωθε εκτός τόπου και κλίματος. Δεν καταλάβαινε τι γίνεται και κυρίως γιατί γίνεται. Πέρναγε τις μέρες του περιπλανώμενος κάνοντας μικροδουλειές «του ποδαριού».
Επειδή τότε τα σημαντικά πράγματα συνέβαιναν τη νύχτα, όπως και παλιά με τους Γερμανούς, έτσι ένα βράδυ χτύπησε τρεις φορές η πόρτα του σπιτιού. Κοκκάλωσαν. Ποιος να είναι τέτοια ώρα; Το χτύπημα επαναλήφθηκε και μια πνιχτή φωνή είπε «ανοίχτε, εγώ είμαι». Ήταν ο θείος Χαράλαμπος. Τους μίλησε αρκετή ώρα, τους είπε για μάχες στα βουνά, για τον πρωτευουσιάνο που σκοτώθηκε, για το κόμμα του που πίστευε ότι θα κερδίσει τον αγώνα ο λαός και πολλά άλλα. Έφευγε για την Ήπειρο και περνώντας ήθελε να τους δει. Η γυναίκα του ήταν στους γονείς της και θα έμενε εκεί. Αυτός ήλθε και για έναν άλλο λόγο. Ο Πέτρος πλέον μεγάλωσε, πρέπει να βοηθήσει στην αγώνα. Η μάνα του πάγωσε. Έσκυψε το κεφάλι και ψέλλισε: «Είναι ένας μεγάλος μικρός, τι ξέρει; Ρώτησέ τον». Ο Πέτρος αρνήθηκε να φύγει, «να κάνω ότι έκανα παλιά το θέλω, αλλά δεν φεύγω, δεν ξέρω γιατί να φύγω». Έμεινε αμετάπειστος παρά τις πιέσεις του θείου.
Άρχισε έτσι μία νέα εποχή που δεν είχε παραδόσεις δεμάτων, αλλά κυρίως διευκόλυνση κινήσεων διάφορων προσώπων που διέρχονταν από την πόλη και πήγαιναν στα βουνά, κυρίως στα βουνά της Ηπείρου. Συνήθως έρχονταν μεσάνυχτα και τους φιλοξενούσαν στο σπίτι, παρέμειναν δύο ή τρεις μέρες το πολύ και πάλι μεσάνυχτα τους οδηγούσε ο Πέτρος έξω από την πόλη, όπου τους παραλάμβαναν άλλοι. Δεν ξέρει αν ήταν σύμπτωση, αλλά όλοι αυτοί ήταν σαν τον πρωτευουσιάνο που θυμόταν από τις πρώτες ημέρες του εμφυλίου πολέμου και όλοι μορφωμένοι. Γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι και πολλοί καθηγητές. Θυμόταν κάποιον καθηγητή που είχε πολύ άγχος, ήταν σκεφτικός και κάπνιζε ασταμάτητα. «Να σας ετοιμάσω κάτι να φάτε;», τον ρώτησε η μάνα. «Όχι ευχαριστώ». «Μα δυο μέρες δεν φάγατε κάτι, πού θα πάτε, φάτε κύριε καθηγητά» επέμενε η μάνα. Άρνηση αυτός, επιμονή η μάνα, τελικά δέχθηκε. Του ετοίμασε δύο αβγά από το υστέρημα του σπιτιού. Τα κοιτούσε ο καθηγητής. «Τρώγετε κύριε καθηγητά». Τίποτε αυτός. «Μα τρώγετε κύριε καθηγητά». Τότε ο καθηγητής τα έφαγε εν ριπή οφθαλμού, σχεδόν αμάσητα. «Δεν θα επιμείνω άλλη φορά, μπουκιά και αβγό ο ευλογημένος» ψιθύρισε πικραμένη η μάνα.
Κάποτε τέλειωσε τυπικά και αυτός ο πόλεμος. Τυπικά, γιατί στην πόλη και την περιοχή κάποιοι δεν είχαν αποδεχτεί το τέλος, ίσως γιατί κάποιοι άλλοι κόμπαζαν. Τις νύχτες και κυρίως στις συνοικίες ακούγονταν ποδοβολητά και συχνά πυροβολισμοί. Κράτησε κοντά δυο χρόνια αυτό. Δεν ήξερε ο Πέτρος γιατί όλα αυτά. Στη γειτονιά πάντως εμφανίστηκαν κάποιοι που έλλειπαν στα βουνά, πολλοί ήταν τραυματισμένοι, όλοι αδύνατοι, κακοντυμένοι και με μακρυά γένια. Αρκετοί δεν ξαναφάνηκαν, ανάμεσα σε αυτούς και ο θείος Χαράλαμπος. Ποιος να σου πει τι έγινε, ποιον να ρωτήσεις; Η γυναίκα του το προσπάθησε, αλλά ματαίως. Κάτι για Γράμμο και Βίτσι έλεγαν, αλλά ο Πέτρος δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό.
Πέρασε ακόμη ένας χρόνος και ο Πέτρος έφτασε πλέον σε ηλικία στράτευσης. Παρουσιάστηκε και για ένα περίπου μήνα, μαζί με πολλούς άλλους, έμενε σε ένα άθλιο χώρο σκεπασμένο με τσίγκους, έτρωγε φακές με κρέας (έτσι τις έλεγαν γιατί ήταν γεμάτες ζωύφια) ή πατάτες «μπλούμ» ή ρύζι όλο σβώλους. Ήταν τυχερός μόνο στο ότι δεν κάπνιζε, οι άλλοι υπέφεραν, για το λόγο αυτό, περισσότερο από τις συνθήκες διαβίωσης. «Εδώ θα γίνει ο τάφος σας», τους έλεγαν κάθε μέρα. Με τον καιρό και ύστερα από περιπλανήσεις ανά την Ελλάδα τέλειωσε και αυτό και ο Πέτρος γύρισε σπίτι.
Μετά από τόσα χρόνια ήλθε, λοιπόν, το χαρτί αυτό. Να πάει στο Υπουργείο, να πάει στη Νομαρχία να τους πει τι; Ούτε ήξερε τι έκανε, ούτε ήθελε να το κάνει, απλώς το έκανε. Έγραφε με το αριστερό χέρι, ήταν αριστερός, αυτό ήταν τότε το μόνο που ήξερε. Αγνοούσε όλα τα άλλα. «Ποιος αγωνιστής της αντίστασης. Δεν πάνε με τον χαρακτήρα μου αυτά. Ας πάνε αυτοί που το αξίζουν. Να τα δώσουν στη χήρα του θείου Χαράλαμπου, μάλιστα. Αυτός ήξερε τι έκανε, έκανε μάλιστα πολλά, έδωσε και τη ζωή του». Όχι, αυτός δεν πρέπει να πάει, είναι ντροπή. Οι φίλοι του έπεσαν να τον φάνε: «Εσύ δεν πας; Πήγε ο άλλος που μετέφραζε στις ανακρίσεις των Γερμανών και συ αρνείσαι;».
Από ευγένεια πήγε στον Διευθυντή της Νομαρχίας. Τον ήξερε τον Πέτρο, όπως όλοι τον ήξεραν στην πόλη. «Πώς με βρήκατε;». Η κόρη ενός γιατρού και ένας παλαίμαχος δημοσιογράφος κατέθεσαν ενόρκως για τη δράση σας, έχοντας προσωπική γνώση». «Τους ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω σύνταξη». «Πάρτε την κύριε Χαρίση, τόσα κάνατε, για κάποιους σαν εσάς τα κάνει αυτά η κυβέρνηση». «Τίποτε δεν έκανα, εγώ είμαι ένας σιδεράς αριστερός, δηλαδή αριστερόχειρας. Αυτό είναι όλο κι όλο». «Τότε να μας το δηλώσετε γραπτώς για να μην σας αναζητήσουμε ξανά». «Δεν δηλώνω τίποτε. Σβήστε το όνομά μου μόνος σας».
Έφυγε και πήγε στο σιδεράδικο. Εκεί πήρε μια βαθειά ανάσα, χαμογέλασε κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέπτη του καμπινέ και άναψε το καμίνι γιατί είχε να παραδώσει μια εξώθυρα για το σπίτι ενός μεγαλοδικηγόρου και είχε καθυστερήσει.