Η σκοτεινη και νυχτερινη
ματαιοπονία του Νίκου Καρούζου
`
«Μου λέει: άραγε θα βρω εκδότη εκείθε;»
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Τα δυσεύρετα χρώματα του τέλους
`
Είχε την απατηλη ιδέα:
ακόμη και μετα θάνατον ήλπιζε
πως θα έγραφε ωραία εαροχαρη ποιήματα.
Ήταν βαθια και ακλόνητη η πίστη του
στην Αγία και θριαμβεύουσα ποίηση!
`
Είχε και τον βασάνιζε μια μικρη έγνοια.
Λεπιδοφόρος έγνοια που του χάρασσε το σώμα,
που του έσφαζε τη δροσερη σκέψη,
που δεν τον άφηνε να κοιμηθει ήσυχα
τα βράδια το βαθυ ύπνο των δικαίων.
Αγωνιούσε ο άρχοντας-
της μοναξιας ο άρχοντας αγωνιούσε
για την τύχη που θα έχουν
στην άλλη ζωη τα ποιήματά του.
`
Απόμακρος Θεος και έσχατος
υπέρλαμπρος μέσα στην άκρα μοναξια του
σχεδίαζε και δημιουργούσε αθόρυβα
την άλλη πατρίδα, τη δεύτερη,
όπου οι αγαθοι άνθρωποι
θα σπέρνουν αστέρια στην εύφορη θάλασσα
κι οι αργοπορημένοι άγγελοι στον ουρανο
θα ψάχνουν ασθμαίνοντας για Σπουδαστήριο
να διδαχθουν Αρχαία και Νέα Ελληνικα.
6.4.2016-17.8.2016
`
*
Το υστερόγραφο της ματαιότητας
Στον Μανόλη Πρατικάκη
`
Ο τρομερος αρχάγγελος της φθοράς,
ο κύριος του θανάτου,
με τη ρομφαία στο χέρι, το μάτι αγριωπο
παραμόνευε απο μέρες
στο διάδρομο στημένος του νοσοκομείου.
Καιροφυλακτούσε ο εξολοθρευτης
έψαχνε την κατάλληλη στιγμη
που θα τον άρπασσε απο τα σάπια κέρατα
και θα τον έσερνε μαύρο σφαγμένο κριάρι
μέχρι την άλλη πλευρα, την κατασκότεινη,
του απέραντου περιφραγμένου σφαγείου.
`
Ο νευρασθενικος και εξαντλημένος ποιητης
που έλεγε τον έρωτα εφάμιλλο του θανάτου
απο μέρες διέκρινε τη μαύρη ομίχλη
να εισέρχεται και να τον κυκλώνει
απο παντου στο θάλαμο 605
και στην απόγνωσή του απάνω
ένα ύστατο ελιγμο ευτυχίας αναζητούσε
ή, έστω, «μία αντήχηση αθανασίας».
`
Ο θεράπων, ο γενναιόψυχος ιατρος του
αμήχανος και αμίλητος παρέμενε
μέσα στην τρυφερη αθωότητά του
όταν ξανα και ξανα τον ρωτούσε
απο πια πύλη του Απάνω Κόσμου
κατέρχονται οι ποιητες, αγκαλια
με τα βιβλία τους, στον Κάτω Κόσμο.
5.6.2016-17.8.2016