Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Μιλτιάδης Φρύσσας, Δύο κείμενα/ Λίλια Τσούβα, Δυο κείμενα (Εργαστήρι Γραφής Βυζίτσα 2016)

$
0
0

“Με την πρώτη ματιά”

Φτάσαμε νύχτα. Όταν φεύγαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη ήταν μέρα ακόμη. Ο ήλιος τύφλωνε τον μπαμπά μου όταν ο δρόμος μας έστριβε προ την δύση. Φορούσε τα ρέιμπαν αλλά κατέβασε και το σκέπαστρο του παρμπρίζ και κατέβαζε θεούς και δαίμονες κάθε φορά που φτάναμε σε διόδια εκτός από τα Μάλγαρα που ήταν φτηνά: οι παλιοκερατάδες, οι αδηφάγοι, οι υποκριτές, οι ψευταράδες, οι αλήτες και άλλα ακόμη καλλίτερα που τα σημείωσα νοερά, να τα θυμάμαι όταν χρειαστεί. Ευχαριστώ μπαμπά. Ο Ιούλος Βερν μόνο μια βρισιά μου είχε μάθει, κανάγιας, μα όποτε την έλεγα δε φαινόταν να ενοχλείται κανείς
Όταν με τα χίλια βάσανα φτάσαμε επιτέλους στην Καμπουρίτσα (ο μπαμπάς χανόταν συνέχεια ως συνήθως) πεινούσα. Μαμά πεινάω, γκρίνιαζα κάθε τόσο. Ο μπαμπάς αφού ρώτησε καναδυό στο δρόμο του χωριού και αφού κόντεψε να πατήσει έναν σκύλο που ήταν ξαπλωμένος στην άσφαλτο, πάρκαρε τελικά στην άκρη του δρόμου.
Ξεφορτώσαμε. Η μαμά πήρε την κόκκινη βαλίτσα της και μπήκε σ’ ένα στενό καλντερίμι σέρνοντάς την: κρακρά, κρακρά. Θα τη σπάσεις Θάλεια, την είπε ο μπαμπάς. Να μ’ αφήσεις ήσυχη, Θρασύβουλε, του απάντησε εκνευρισμένη. Εκείνος κουβαλούσε τη δική του και τη δική μου στα χέρια. Μέσ’ απ’ τα σκοτάδια φτάσαμε σε μιαν αυλή με πλάκες. Μπροστά μας ένας πύργος θεόρατος. Σα μοναστήρι, σα κάστρο. Με μικρά παραθυράκια και πέτρινους τοίχους και κάτι μαύρες γραμμές κάθε τόσο. Μόνο πάνω-πάνω, το τελευταίο πάτωμα ήταν άσπρο και είχε μεγάλα παράθυρα. Αχ! ας κοιμηθούμε στα μικρά παραθυράκια, ευχήθηκα μέσα μου.
Ο μπαμπάς και η μαμά άρχισαν να μιλάνε με μια παράξενη, χαμογελαστή κυρία που μας υποδέχτηκε κι εγώ χάζευα από την πόρτα την αυλή, καθαρή και γεμάτη γλάστρες με λουλούδια γύρω-τριγύρω.
Μετά αποχαιρετίσαμε την κυρία και βγήκαμε πάλι στο δρόμο. Περπατήσαμε αρκετά και μετά από μια ανηφόρα, φτάσαμε σε μιαν ωραία πλατεία με μεγάλα δέντρα και φάγαμε. Εγώ σουβλάκι με πατάτες τηγανιτές. Έριξα μια σε μια γάτα που περίμενε δίπλα στην καρέκλα μου αλλά δεν την έφαγε.
Όταν γυρίσαμε στον πύργο που θα κοιμόμασταν, η μαμά με πήρε στο δωμάτιο που θα έμενε με τον μπαμπά, ανοιξε τη βαλίτσα μου και μου έδωσε να φορέσω τη νυχτικιά μου. Εσύ Θέμις, μου είπε, θα κοιμάσαι στο διπλανό δωμάτιο μαζί με ένα άλλο κοριτσάκι. Θα γίνετε φίλες.
Ανοίξαμε σιγά-σιγά την πόρτα μη την ξυπνήσουμε, προσέχοντας να μην κάνουμε τον παραμικρό θόρυβο. Δεν έβλεπα τίποτε. Η μαμά μου στα τυφλά βρήκε και άναψε το φωτάκι στο κομοδίνο. Κοίταξα το άλλο κρεββάτι. Το κοριτσάκι κοιμόταν κουκουλωμένο με το σεντόνι.
Ξαφνικά, η πόρτα που είχαμε αφήσει πίσω μας ανοιχτή εκλεισε με πάταγο από το ρεύμα. Το καϋμένο το κοριτσάκι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μας είχε πάρει χαμπάρι, πετάχτηκε μέχρι το ταβάνι, όπως, φαντάζομαι και όλοι όσοι κοιμόντουσαν στο κάστρο.
Έτσι μπόρεσα να δω για πρώτη φορά εκείνη που θα γινόταν φίλη μου: τα μαλλιά της ήταν μαύρα και σγουρά. Τα μάτια της είχαν το χρώμα της κανέλλας. Κοιταχτήκαμε. Πόση ώρα δεν μπορώ να πω. Μια στιγμή μάλλον. Μα την εικόνα εκείνη θα τη θυμάμαι όλη μου τη ζωή.

`

*

Τα θαλασσιά μου γράμματα.

Θάλεια καλή μου,
Θέλω να σου πω, καθώς το θέρος θάλλει, πόσο ανυπομονώ για την άφιξή σου στην Θεσσαλονίκη. Το Θιβέτ μπορεί να είναι θεσπέσιο, αλλά εγώ έχω πέσει σε μαύρη θλίψη. Όταν σε σκέφτομαι, άλλοτε τα μάτια μου θαμπώνουν με δάκρυα, άλλοτε θυμώνω, άλλοτε κρύβομαι στο θαλάμι μου σαν να φοβάμαι. Θλιβερός. Ο Θωμάς είχε το θράσος να μου πει να μη θρηνώ και μου ανέπτυξε τη θεωρία πως δεν είσαι το μόνο θηλυκό για το οποίο αξίζει να θυσιαστεί κανείς. Έγινα θηρίο! Με θίγεις, του είπα. Θυμόμουν τη θαλπωρή της αγκαλιάς σου θεά μου, θνητός εγώ, μα ο θάνατος δε με ορίζει σαν είμαι πλάι σου.
Τέλος πάντων, έχω ήδη νοικιάσει την θαλαμηγό που θα μας ταξιδέψει. Καπετάνιος μας θα είναι ένας θρύλος της ναυτοσύνης. Θα ‘χουμε θαλαμηπόλους και όλον τον θίασο των ναυτικών που είναι απαραίτητοι. Μέχρι και ειδικό θάλαμο για τον διαλογισμό σου. Η θάλασσα μας περιμένει και το θαλασσινό αγέρι μακριά απ’ τους θορύβους της πόλης. Θα γίνουμε θαμώνες των πιο πολυτελών θερέτρων. Η θέση μας θα ‘ναι πάντα στο κεντρικό θεωρείο όπου υπάρχει θαυμαστό τοπίο, με πλαγιές ντυμένες με θυμάρι και θάμνους, θησαυρέ μου, θρησκεία μου!
Θα ‘θελα αυτό το θέρος να θάψω κάθε θέμα που με αναστατώνει, κάθε θυμό, να βάλω στην θήκη το σπαθί της μάχης της ζωής, να γίνω θετικός και ν’ απολαύσω τη θητεία μου στο πλάι σου.
Τούτο το θέρος θα γίνει ο θρίαμβος της αγάπης μας που θερμαίνει τις καρδιές μας…. Θα λησμονήσω τους θρήνους μου όταν ήσουν μακριά μου βουτηγμένος στη θλίψη.
Ο θεματοφύλακας της αγάπης σου, Θρασύβουλος…
`
***********************************************************
`
Λίλια Τσούβα

`

`

Ο Σκοπευτής.
Τον καιρό εκείνο, κυκλοφορούσαν στον ουρανό τεράστια πουλιά που τα ονόμαζαν πεταλούδες. Οι Σκοπευτές έριχναν τότε πυροτεχνήματα που φώτιζαν τον ουρανό και έσκιζαν σε λουρίδα το σκοτάδι. Ανάμεσά τους υπήρχε κι ένας Σκοπευτής που ήταν διαφορετικός από τους άλλους.
Αυτός μάζευε συνεχώς νερό, για να ποτίσει τα πουλιά. Πήγαινε και ερχόταν ατελείωτα… Στροβιλίζονταν στη γη, εξαφανίζονταν μέσα στο σκοτάδι…Τα πυροτεχνήματα που έπεφταν στον ουρανό τον έκαναν να μοιάζει με πυγολαμπίδα, που άλλες φορές χάνονταν εντελώς και άλλες εμφανίζονταν από το πουθενά. Κουβαλούσε το βάρος του δικού του νερού κι ένιωθε βαρύθυμος και κουρασμένος. Δυσκολεύονταν από το διαρκές πήγαινε-έλα, όμως δεν έλεγε να σταματήσει.
Τα πουλιά τον κοιτούσαν ταραγμένα από την κίνηση. Κατέβαιναν να πιούν νερό, αλλά έφευγαν αμέσως ζαλισμένα από τη σκηνή…
Τότε ένα πουλί, αναζητητικό και θαρραλέο, σταμάτησε την κίνηση των δικών του πολύχρωμων φτερών και στάθηκε στην άκρη της πηγής.
-Τι είναι αυτό που αναζητάς; ρώτησε με μια βαθιά παράξενη φωνή.
-Αναζητώ τη ζωή, απάντησε ο Σκοπευτής.
-Και δεν τη βρήκες ακόμα; αναρωτήθηκε νηφάλια το πουλί.
-Δεν μπορώ. Χάνομαι στην αέναη κίνηση, είπε απεγνωσμένα ο Σκοπευτής.
-Μα, αυτό ακριβώς είναι η ζωή, του απάντησε η πεταλούδα και ανοίγοντας τα πολύχρωμα φτερά της χάθηκε για πάντα…

`

*
Αλλόκοτο μάτι…

Μέσα από το σπίτι άκουσε το μουγκανητό της αγελάδας. Φόρεσε γρήγορα τα παπούτσια της. Έφτασε στην αποθήκη. Άρπαξε το καρδάρι όπου έβαζε το γάλα και την ίδια στιγμή, μεθοδικά, με το άλλο της χέρι, γέμισε την τσέπη της ποδιάς της με σπόρους για τις κότες της αυλής.
Το φεγγάρι είχε μόλις βγει… Δεν είχε σχηματιστεί ακόμη. Της φάνηκε αλλόκοτη η ατμόσφαιρα πολύ… Δεν την είχε ξαναδεί. Κοίταξε τα σύννεφα. Είχαν γίνει μωβ…
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Οι κινήσεις στερεότυπες εδώ και χρόνια. Η ζωή κύλησε αρμέγοντας αγελάδες και ταΐζοντας κότες… Όχι πως δεν τ’ αγαπούσε τα ζώα… Όχι… Χαρά έπαιρνε μόνον από αυτά. Έβλεπε στα μάτια τους την αγάπη και μια αφοσίωση που κανένας δεν της είχε δώσει. Έσκυψε στην αγελάδα και άρχισε να την αρμέγει υπομονετικά. Την είδε να πίνει νερό από τον κουβά που η ίδια είχε φροντίσει να βρίσκεται μπροστά της.
Ήταν τότε που σήκωσε το κεφάλι και είδε ένα πελώριο πράσινο μάτι στη στέγη του σπιτιού να την κοιτάζει απεγνωσμένα…

`

(”Εργαστήρι Γραφής” στη Βυζίτσα (11-17 Ιουλίου 2016) με τη Χλόη Κουτσουμπέλη και τον Σωτήρη Παστάκα)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles