Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Μανόλης Πρατικάκης, «Λιθοξόος», εκδ. Κέδρος, 2016 (γράφει ο Χρήστος Μαυρής)

$
0
0

`

Ο λιθοξόος της ηδονης

Ο ποιητικος λόγος του Μανόλη Πρατικάκη μοιάζει με ορυχείο. Ανεξάντλητο ορυχείο που συνεχίζει να δίνει άφθονη ποσότητα απο τον ορυκτο πλούτο που κρύβει μέσα του, παρόλο που έχει χαρτογραφηθει εδω και αρκετες δεκαετίες! Και ο θαυμασμος σου επαυξάνεται όταν αντιληφθεις ότι πρόκειται για καθαρο χρυσάφι το ορυκτο που προσφέρει αυτο το ακένωτο ορυχείο! Μάλιστα, όσο πιο βαθια γίνονται οι εξορύξεις, δηλαδη όσο πιο βαθια σκάβεις σε αυτο το μεγάλο ορυχείο, τόσο πιο πολυ χρυσάφι φέρνεις στην επιφάνεια!

Με αυτα που ανάφερα πιο πάνω θέλω να επισημάνω πως η έμπνευση του Μανόλη Πρατικάκη δεν παρουσιάζει κανένα σύμπτωμα κάμψης, παρόλο που έχουν περάσει 42 ολόκληρα χρόνια απο την πρώτη ποιητικη εμφάνισή του (1974) και παρόλο που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα 18 ποιητικες συλλογες!

Απεναντίας, η έμπνευσή του παρουσιάζεται ατίθαση και καλπάζουσα, όπως αφηνιασμένο άλογο μέσα στον πλατυ κάμπο! Κυρίως είναι φρέσκα, χυμώδης και αμάραντη-πραγματικο «Ρόδον αμάραντο»-που σου επιβάλλει να την αισθάνεσαι ή να την νιώθεις σαν ένα καταπράσινο δάσος, κατάσπαρτο απο πανύψηλα δέντρα και θάμνους, γεγονος που κάνει τον Πρατικάκη, ως δημιουργο, να ξεχωρίζει ανάμεσα στην συντεχνία των ομοτέχνων του. Να ξεχωρίζει δηλαδη ως ένας ποιητης φαινόμενο, με ανεξάντλητη δύναμη δημιουργίας ή, καλύτερα, με ανεξάντλητη μήτρα δημιουργίας!

Με άλλα λόγια, ο Μανόλης Πρατικάκης είναι ποιητης πρωτοστάτης όπως προβάλλει μέσα απο την ποιητικη οδοιπορία που χάραξε και διάνυσε όλα αυτα τα χρόνια. Συνάμα είναι ποιητης αξιοθαύμαστος, αξιαγάπητος και αξιομελέτητος και δεν είναι τυχαίο που η σοβαρη κριτικη, λογοτεχνικη και φιλολογικη, έχει ασχοληθει συστηματικα και σε βάθος με την ποίησή του και γενικα με τ΄ όλο έργο που έχει δημιουργήσει και προσφέρει στο αναγνωστικο κοινο μέχρι σήμερα.

ΑΦΟΡΜΗ, για να διατυπώσω αυτες τις γενικες σκέψεις, μου έδωσε η ποιητικη συλλογή του που ονομάζεται Λιθοξόος, και η οποία κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2015. Πρόκειται για μια πολυσέλιδη συλλογη (ξεπερνα τις 80 σελίδες!), που περιέχει στο σύνολό της πολύστιχα ποιήματα, μιας και τα ολιγόστιχα μετρούνται στα δάκτυλα του ενος χεριου μας. Πολύστιχα και ολιγόστιχα ποιήματα που διακρίνονται για την θεματικη και υφολογικη συνοχη που υπάρχει μεταξυ τους, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη την απατηλη εντύπωση ότι διαβάζει μία νουβέλα, σε μοντέρνα γραφη, παρα μια ποιητικη συλλογη. Μέσα σε αυτα τα ποιήματα όμως, υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αληθινη τέχνη-την τέχνη που συγκινει και λυτρώνει. Και αυτο γιατι ο δημιουργος τους γράφει για πράγματα που έζησε ή, πιο σωστα, γράφει για πράγματα που βίωσε και συνεπως τα γνωρίζει αρκετα καλα. Δηλαδη γράφει για πράγματα αληθινα.

ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, με αφορμη μια επίσκεψή του στην νήσο Χρυση, πρώην Γαϊδουρονήσι, που βρίσκεται απέναντι απο τον γενέθλιο τόπο του, το Μύρτος Ιεράπετρας, στην Κρήτη, προς τη μερια του Λιβυκου πελάγους, ο Πρατικάκης γράφει ένα βαθυστόχαστο βιβλίο με πρόθεση να εξυμνήσει κυρίως τις φυσικες ομορφιες του τόπου του, τη λεβεντια και την αγαθη ψυχη των κατοίκων του αλλα και την ζωογόνο δύναμη που προσφέρει ο έρωτας στον άνθρωπο. Στο τέλος, και χάρη στην ποιητικη επιδεξιότητα του Πρατικάκη, όλα αυτα μαζι, μέσα στο βιβλίο, καταλήγουν να είναι ένας υπέροχος δοξαστικος ύμνος στην αιώνια και ακατάλυτη ζωη.

Στο εισαγωγικο σημείωμά του ο συγγραφέας, ανάμεσα σε πολλα άλλα ενδιαφέροντα, μας πληροφορει πως «Η συλλογη Λιθοξόος είναι η δεύτερη μιας τριλογίας που άρχισε με την Κιβωτο (2012). Είναι εμπνευσμένη απο το ακατοίκητο νησι Γαϊδουρονήσι (πρόσφατα Χρυση), εννια μίλια μόλις απο το Μύρτος Ιεράπετρας, απ’ όπου κατάγομαι. Εννια μίλια μόλις «απο έναν μικρο παράδεισο», απο τα νότια παράλια της Κρήτης προς την Αφρικη, όπως έγραψε ξένος επισκέπτης».

Το γεωγραφικο και πολιτισμικο στίγμα, εξάλλου, αυτου του ακατοίκητου νησιου , ο ποιητης φρόντισε να μας το δώσει και με την τέχνη που υπηρετει. Με στίχους. Έτσι, στο δεύτερο ποίημα της συλλογης, που τιτλοφορείται «Σχεδία», ανάμεσα σε άλλους εξαιρετικους στίχους, διαβάζουμε και αυτους: «Ένα πρυμναίο αποσπασμένο μέρος Λιβυκης ερήμου τρα-/ βηγμένο σε Μυρτώες και Κύρβειες ακτες. Ακατοίκητο. Αλλα/ με ιθαγενους δρυμου μορφες απαράμιλλης τέχνης απο τους/ γλύπτες των νερων. Απο τους λιθοξόους ανέμους. Με γύρω/ του ακριβη κορνίζα πρωτοπρόσωπη το πέλαγος. Και μακρύ-/ τερα ο παλλόμενος άλλος πίνακας που στο βάθος καδράρει/ ο ορίζοντας με όλων των χρωμάτων τις πτυχες».

Απο το πιο πάνω απόσπασμα, κάποιος πρόχειρα και βεβιασμένα, ίσως οδηγηθει στο συμπέρασμα πως ο τίτλος της συλλογης προέρχεται «απο τους γλύπτες των νερων», δηλαδη τους «λιθοξόους άνεμους» που με τη δύναμή τους λαξεύουν την φύση, δίνοντας μας εκπληκτικές εικόνες μυστήριας ομορφιας ή, όπως λέει ο ποιητης, «μορφες απαράμιλλης τέχνης».

Ίσως να είναι έτσι τα πράγματα. Πρέπει όμως να επισημάνω πως ο ποιητης, σε κάποια άλλο σημείο του βιβλίου του και συγκεκριμένα στο ομώνυμο ποίημα «Λιθοξόος», δίνει μια δεύτερη ποιητικη εκδοχη, πιο πειστική, πιστεύω, όπου αφήνει να διαφανει πως ο Λιθοξόος είναι ο ίδιος, όπου με τη σμίλη του έρωτα στα χέρια του, και τη δύναμη της φαντασίας του, λαξεύει στην πέτρα την εικόνα της ιδανικης γυναίκας που έχει στη σκέψη του. Σκιτσάρει και αποτυπώνει, δηλαδη, τα ονειρικα χαρακτηριστικα της μορφης της στο μεγάλο βιβλίο του έρωτα. Θα γράψει στο ποίημα «Λιθοξόος»:

«Άμορφη. Καθως σε πελεκω, με το κλειστο κορμι σου,

με τ’ ασχημάτιστα χέρια σου, με ορίζεις.

Απο τη νύχτα σου δύσκολα κυματίζει ένα πρόσωπο.

Παρότι με έρωτα γονατιστος κρατω τη σμίλη.

Και γονυκλινης γυρεύω της σιωπης σου το εικόνισμα

μέσα στην πέτρα».

`

ΜΙΛΩΝΤΑΣ γενικα για το βιβλίο και την ποίηση που περιέχει, διαπιστώνω πως και ο Λιθοξόος είναι στην ουσία μια άλλη, έστω μικρη, ιερη Κιβωτος, μέσα στην οποία ο δημιουργος της προσπάθησε να μεταφέρει, ως άλλος Νώε, ότι αγαπα και τον συγκινει απο αυτο τον «παράδεισο», για να τα κρατήσει ανέγγιχτα απο τον αδυσώπητο χρόνο και να τα προστατέψει απο την καταστροφικη μανία κάποιων ανθρώπων. Επιπλέον, ο δημιουργος του Λιθοξόου, προσπάθησε να εντάξει ή να μνημονεύσει σε αυτη τη συλλογη-Κιβωτο και όλα εκείνα τα σπουδαία κείμενα που έχει ξεχωρίσει, απο τις διάφορες αναγνώσεις του. Εννοω όλα εκείνα τα γραπτα κείμενα που αγαπάει και που έχουν μιλήσει στην καρδια του, απο την ελληνικη και παγκόσμια γραμματολογία. Συνήθης τακτικη, βέβαια, για τον Πρατικάκη, μιας και το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε παλαιότερες συλλογες του.

Σίγουρα, στο σύνολό του, ο Λιθοξόος συγκροτείται απο πλούσια και διαφορετικα υλικα. Γηγενη υλικα, στέρεα και δοκιμασμένα, απο τον τόπο του αλλα και απο άλλους τόπους. Πρώτιστα όμως ξεχωρίζει για το φως και τον λυρισμο που υπάρχει στις σελίδες του. Πραγματικα, ξεχειλίζουν οι στίχοι του Λιθοξόου απο απαστράπτον φως και ανόθευτο λυρισμο!

Συνεπως, δεν είναι εύκολο εγχείρημα για κάποιον αναγνώστη ή μελετητη να έχει καθολικη επόπτευση πάνω σε αυτο το τόσο πλούσιο ποιητικο υλικο, για να μπορέσει στη συνέχεια να το διαβάσει και να το αναλύσει επαρκως. Πάντα κάτι θα του διαφεύγει. Πιο δύσκολο όμως, είναι, πιστεύω, η προσπάθεια να τιθασεύσει κάποιος την αχαλίνωτη και ασύλληπτη έμπνευση του Πρατικάκη, ίσως και του επιτρέψει να την προσεγγίσει, ίσως καταφέρει να του χαμογελάσει και στο τέλος να την οικειοποιηθει και να την απολαύσει. Σίγουρα, χρειάζεται γερη αρματωσια. Δηλαδη, εκείνος που θα επιχειρήσει να αναλύσει αυτο το έργο πρέπει να έχει γερο οπλοστάσιο απο γνώσεις. Γνώσεις γενικες και ειδικες. Κυρίως γνώσεις φιλολογικες. Γιατι ο Λιθοξόος είναι ένα βιβλίο που απο μόνο του δίνει ερεθίσματα για σωρεία φιλολογικων αναλύσεων και ασκήσεων. Δίνει, πιστεύω, ακόμη, το έναυσμα για τη συγγραφη διαφόρων σοβαρων φιλολογικων εργασιων και, γιατι όχι, διατριβων! Δηλαδη, αποτελει πεδίον δόξης λαμπρον, τόσο για νέους και φιλόδοξους φιλόλογους, όσο και για παλαιότερους και έμπειρους.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ και κύριο ποίημα της συλλογης τιτλοφορείται «Καταπρόσωπο στην Όστρια». Η Όστρια, όπως είναι γνωστο, είναι ο νότιος άνεμος, ο οποίος κατα τη ναυτικη παράδοση της Μεσογείου φαινομενικα πνέει απο τις ακτες της βόρειας Αφρικης. Ο νοτιας, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, είναι άνεμος ήπιος, θερμος και υγρος, ο οποίος συχνα φέρνει βροχη και μεταφέρει σκόνη απο την έρημο Σαχάρα. Λόγω της διεύθυνσης του συχνα συγχέεται με τον Σιρόκο και τον Λιβα. Αυτα όμως είναι μόνο τρία απο τα πολλα ονόματα των χιλιόχρονων ανέμων που πνέουν στη Μεσογείο. Γιατι, στην κλειστη θάλασσα της Μεσογείου, υπάρχουν και πνέουν και άλλοι άνεμοι, όπως ο Γαρμπης, ο Λεβάντες, ο Πουνέντες, ο Μαΐστρος, η Τραμουντάνα, ο Γραίγος, τα οποία, να θυμίσω, ονοματίζει και ο Οδυσσέας Ελύτης στο κορυφαίο έργο του «Το Αξιον Εστι».

Το «Καταπρόσωπο στην Όστρια» πρόκειται για ένα μεγάλο και σπονδυλωτο ποίημα, αποτελούμενο απο οκτω μέρη. Στο ποίημα αυτο ο ποιητης παρουσιάζεται ως ένας ξενιτεμένος που, μετα απο πολλα χρόνια περιπλάνησης, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του, γεμάτος δέος αλλα και θλίψη για ότι συναντάει και βλέπει μπροστα του. Κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και κάθεται «σε βραχάκι κατα Γιαλυράκη μερια», με τα πόδια του μέσα στο κύμα, απέναντι απο την γαληνεμένη θάλασσα, διακατεχόμενος απο την ισχυρα πεποίθηση πως «Απο εδω άρχισαν όλα. Ην γαρ ύδωρ αρχη τοις όλοις. Απο δε του ύδατος ιλυς κατέστη. Εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον». Και αυτη η συμβολικη κίνησή του, όπως αφήνει να εννοήσουμε, δεν έχει άλλο στόχο παρα να μας υποδείξει πως τα πιστεύω του, οι αρχες του και η συμπεριφορά του είναι πλήρως ταυτισμένα και εναρμονισμένα μ’ εκείνα των αρχαίων προγόνων του, εφόσον το απόσπασμα που παραθέτει στην αρχη του εν λόγω ποιήματος βρίσκεται χαραγμένο σε επιτύμβια στήλη που φυλάγεται στο Αρχαιολογικο Μουσείο των Χανίων.

Είναι σημαντικο ν΄ αναφέρω πως ο Πρατικάκης έχει μια εμμονη με την θάλλασα, γεγονος φυσιολογικο και δίκαιο, νομίζω, εφόσον ο ποιητης έχει γεννηθει ακριβως δίπλα στο κύμα. Το νερο ή καλύτερα το υγρο στοιχείο, όπως διαπιστώνω, κατέχει βασικη θέση στην ποιητικη δημιουργία του. Είναι κυρίαρχο θέμα σε αρκετες συλλογες του. Ας μην ξεχνάμε πως μία ολόκληρη συλλογή του, που εκδόθηκε το 2002, τιτλοφορείται «Το νερο» και έχει το υγρο στοιχείο ως αποκλειστικο θέμα της. Ακόμη, στη συλλογή του Λιβιδω, που εκδόθηκε το 1978, ο Πρατικάκης στήνει την ηρωίδα του απέναντι απο το νερο «Προσανατολισμένη σ’ ένα φωτεινο σημείο να διαβάζεις το μεγάλο βιβλίο της θάλασσας», ενω στο πρώτο μέρος του ποιήματος «Καταπρόσωπο στην Όστρια», απο τη συλλογη Λιθοξόος την προτρέπει να διαβάζει «τις αναρίθμητες γλώσσες της θάλασσας».

Θα άξιζε τον κόπο, πιστεύω, να ασχοληθει κάποιος διεξοδικα με το θέμα της θάλασσας στην ποίηση του Πρατικάκη, για να διαφανει η φιλοσοφικη αντίληψη που έχει γι’ αυτη, η σημασία που έχει η θάλασσα στη ζωη του και, τέλος, να διαφωτιστουν πλήρως οι διαστάσεις που έχει πάρει το θέμα στην ποίησή του.

ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ σημείο της Κρήτης, λοιπον, με τη συνεργεία του ήπιου νοτια, της δροσιας που του προσφέρει το κύμα και την έκσταση που του επιβάλλει το εκτυφλωτικο φως, αρχίζει να υμνει και να δοξολογει τις φυσικες ομορφιες του τόπου του, να αναπολει τα παιδικα χρόνια που έζησε εκει, να θυμάται τους ανθρώπους του (ζωντανους και νεκρους) και να στοχάζεται πάνω σε διάφορα υπαρξιακα και μεταφυσικα θέματα. Στο τέλος όμως, όλα αυτα πλάθουν πολλες υπέροχες ποιητικες εικόνες μέσα στη σκέψη του Πρατικάκη, όπου στη συνέχεια μεταφέρονται στο Λιθοξόο, για να βρούνε την κατάλληλη θέση στις σελίδες του.

Είναι αδρες και ζωντανες εικόνες, τις οποίες άλλες βλέπει και άλλες ασθαίνεται ο αναγνώστης. Δηλαδη, ο Πρατικάκης, με αξιοθαύμαστη μαστορια μεγάλου δημιουργου, κατορθώνει να εμφυσήσει ζωη σε αυτες τις εικόνες! Θέλω να πω τους δίνει σχήμα, όγκο, φωνη και κίνηση, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης του Λιθοξόου ν’ ακούει τα πουλια που κελαηδάνε, ν’ αφουγκράζεται τα ποτάμια που κυλάνε τα νερα τους, να βλέπει τον ήλιο που γδέρνει το πρόσωπό του, να πιάνει τον αέρα που χαϊδεύει τα χέρια του, να μαζεύει την αρμύρα της θάλασσας που τρώει το δέρμα του αλλα και να ψηλαφα την υγρασία που τρυπάει το σώμα του.

Δίνω ένα χαρακτηριστικο απόσπασμα απο τη σελίδα 12 του βιβλίου:

«Και πάνωθε στα που είμαστε όλο μάτια, οι χαμηλωμένες/ φυλλωσιες των άστρων. Κι η Μεγάλη Άρκτος να γλείφει τις/ πατούσες μας και τα σφυρα.

Στρέφοντας είδα Εκείνο που το κάνει απρόβλεπτο, δηλα/ δη καθαρη ουσία του γίγνεσθαι. Δεξαμενη μέσα στη γη και/ κήπο πλανώμενο στον ουρανο».

`

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ, η νήσος Χρυση, «τούτο το μικρο μνημείο της ανωνυμίας, όπως την αποκαλει ο ποιητης και όπως αφήνει ν’ αντιληφθούμε μέσα απο τους στίχους του ωραίου ποιήματός του, είναι το κέντρο της ανθρωπογεωγραφίας του. Έτσι, άλλοτε αποτελεί το εφαλτήριο που τον εκτινάσσει προς τους ανοικτους, τους καταγάλανους, ουρανους, και άλλοτε αποτελει την μεγάλη Πύλη που τον οδηγει στον κλειστο, κατασκότεινο, Άδη. Γι’ αυτο και ο Πρατικάκης παρουσιάζεται κάποτε ωσαν να κολυμπα στο βελούδινο φως της Μεσογείου και κάποτε ωσαν να είναι ολόκληρος βουτηγμένος στο πηχτο σκοτάδι. Στον Άδη όμως, κάποιες φορες κατεβαίνει με καράβι και κάποιες άλλες φορες με μηχανη μεγάλου κυβισμου. «Η νήσος Χρυση-δεν ήταν νησι-έλαμνε μέσα μας/ με δώδεκα σειρες κουπια», θα γράψει στο 7ο μέρος του ποιήματος.

ΣΤΟΝ ΕΠΑΡΚΗ αναγνώστη όμως, (πρωτίστως σε αυτον απευθύνεται ο ποιητης) είναι ολοφάνερο πως ο Πρατικάκης, στο συγκεκριμένο ποίημα, άλλοτε φανερα και άλλοτε υπόγεια, διαλέγεται κατά κύριο λόγο, με το μεγάλο ποιητη της αρχαιότητας Όμηρο και, κατα δεύτερο λόγο, με τον Δάντη, τον Τ.Σ. Ελιοτ, τον Μπλέικ και τον Μπόρχες. Στο ποίημα αυτο, ο Πρατικάκης, κονταροκτυπιέται πραγματικα με τον Όμηρο και ειδικά με το αιώνιο έργο του, την Οδύσσεια, κάνοντας μάλιστα ιδιαίτερη αναφορα στην λ ραψωδία, γνωστη και ως Νέκυια. Στην ραψωδία αυτη, (μαζι με τις ραψωδίες ι, κ και μ, είναι γνωστες ως Αλκίνοου Απόλογοι), και πιο συγκεκριμένα στους στίχους 73-76, ο νεκρος Ελπήνωρ, όπως διδαχθήκαμε στα μαθητικα μας χρόνια, είναι ο πρώτος που ανταμώνει με τον Οδυσσέα στον Άδη και τον οποίο παρακαλάει να μην τον αφήσει άταφο στο νησι της Κίρκης.

Ο Ελπήνωρ όμως, αυτο το δευτερεύον ομηρικο πρόσωπο, τον περασμένο αιώνα έτυχε μιας σημαντικης, όμως αξιοπερίεργης, θέσης στην ποίηση των σύγχρονων ποιητων, ελλήνων και ξένων, γεγονος που ξενίζει τον Πρατικάκη, ο οποίος μάλιστα δεν διστάζει και να το χλευάσει.

Να αναφέρουμε, συγκεκριμένα, πως η λογοτεχνικη «τύχη» του Ελπήνωρα βρήκε θέση στην ποίηση ιδιαίτερα του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου και του Τάκη Σινόπουλου. Και απο τους ξένους, ποιήματα για τον Ελπήνωρα έχουν γράψει, ανάμεσα σε άλλους, ο Ezra Poud, o Archibald McLeish (“Elpenor 1933” ), o Giraudoux και o Joyce. Στο ποίημα του Ομήρου, δηλαδη την Οδύσσεια, ο «άμυαλος» και «απρόσεκτος» Ελπήνωρ, όπως ανάφερα, παρακαλάει τον Οδυσσέα «…άταφο πίσω κι άκλαφτο μη φύγεις και μ’ αφήσεις».

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που, ο Πρατικάκης, στο 5ο μέρος του ποιήματός του, ταυτίζει τον εαυτό με τον πανούργο Οδυσσέα όπου σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Γράφει: «…κι εσυ ο ένας πανούργος φημισμένος ιητρος…μα πείτε μου, μα τον θεο σας, θεραπεύονται με φαρμακείες οι ψυχες; Τότε ξεπρόβαλε ίσα βάρκα ίσα νερα μες στο κρασάτο πέλαγο εκείνος ο ανόητος ηδονικος Ελπήνωρ (δαιμονίζοντας τους ποιητες-παρότι μια ασήμαντη αναφορα στον Όμηρο), θαμπωμένο αγρίμι στα κλαδάκια».

Η φράση «ο ανόητος ηδονικος Ελπήνωρ» παραπέμπει ευθέως σ΄ένα απο τους δασκάλους του Πρατικάκη, τον Γιώργο Σεφέρη και στο πολύστιχο ποίημα που αφιέρωσε σε αυτο τον ασήμαντο ομηρικο ήρωα. Το ποίημα τιτλοφορείται «Ο Ηδονικος Ελπήνωρ», και μαζι με «Το ραδιόφωνο», αποτελουν το δεύτερο μέρος της ποιητικης συλλογης Κίχλη (1947). Ασφαλως παραπέμπει και στην ποιητικη συλλογη Άσματα (1953), του Τάκη Σινόπουλου και συγκεκριμένα στο ποίημα «Ο Ελπήνωρ παρα θιν’ αλος», όπου εκει τον χαρακτηρίζει «νόστιμο κι’ ηδονικο».

Το παραπάνω όμως απόσπασμα το αντιλαμβάνομαι και σαν μία αιχμη κατα του Γ.Π. Σαββίδη. Μοιάζει, θα έλεγα, με μια στιβαρη πέτρα που εκτοξεύεται με δύναμη απο το χέρι του Πρατικάκη, και έχει σαν στόχο (ανάμεσα σε άλλους), και τον αξέχαστο φιλόλογο και Πανεπιστημιακο δάσκαλο, που μας έδωσε εκείνο το υπέροχο δοκίμιο που τιτλοφορείται «Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνωρα-Απο τον Πάουντ στο Σινόπουλο», και το οποίο κυκλοφόρησε σε βιβλίο, το 1981, απο τις εκδόσεις Ερμης.

Συνεπώς, υπο αυτες τις περιστάσεις και συνθήκες που περιέγραψα μόλις πιο πάνω, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο αν ισχυριστω πως ο Πρατικάκης, με το ποίημα «Καταπρόσωπο στην Όστρια», επεδίωξε (πιο σωστα, θα έλεγα, δίνει την εντύπωση), να γράψει την 25η ραψωδία της Οδύσσειας. «Κήποι των κέδρων, κίονες ναων, αετώματα με ομηρικα/ χωρία πολυ πριν και πολυ μετα τη θρυλικη Οδύσσεια», γράφει στην αρχη του ποιήματος «Γραμματοσειρες μυρμηγκιων». Τώρα, αν έχει πετύχει ή όχι αυτο τον μεγαλόπνοο στόχο του, προσωπικα μου είναι αδιάφορο. Σημασία για μένα έχει η τολμηρη ιδέα του και όχι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του!

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ και ταυτόχρονα, ο Πρατικάκης, με το ποίημα «Καταπρόσωπο στην Όστρια», όπως σημείωσα, δράττεται της ευκαιρίας να στοχασθει σοβαρα και σε βάθος πάνω σε διάφορα υπαρξιακα θέματα, όπως είναι ο εξευτελισμος της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας ή ο εξευτελισμος του αγνου και θείου έρωτα, που σε τελικη ανάλυση όλα αυτα συνιστουν ψυχικες ασθένειες και καταλήγουν μάστιγα για τις σύγχρονες κοινωνίες. Καυτηριάζει, με άλλα λόγια, την ανθρώπινη απληστία, (υλικη και σαρκικη), την εκμετάλλευση του ανθρώπου απο άνθρωπο, του αδύνατου απο τον ισχυρο κ.ά.. «Μόνο η απληστία ολούθε ρουθουνίζει, αυτη η μεγάλη παγκόσμια γουρούνα», θα αποφανθει στο ποίημα «Η ανείπωτη λέξη πριν και μετα τα βιβλία».

Ευτυχως, σε αυτα τα ποιητικα μέρη, ο Πρατικάης, δεν αφήνει τον φιλοσοφικο στοχασμο του να υπερσκελίσει και να καλύψει την ποίηση που περιέχουν οι στίχοι του, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης του να οδηγείται στο δυσάρεστο σημείο να διαβάζει μια φιλοσοφικη μπροσούρα αντι για ένα ωραίο ποίημα. Απεναντίας, αυτα τα δύο στοιχεία βρίσκονται σε αρμονικη συζυγία μέσα στους στίχους του, και γενικα σε όλη την ποίησή του, γεγονος που προκαλει την εντύπωση και τον θαυμασμο του αναγνώστη για τους επιδέξιους και αριστοτεχνικους χειρισμους του ποιητη. Δίνω ένα ενδεικτικο απόσπασμα απο το πέμπτο μέρος του ποιήματος «Καταπρόσωπο στην Όστρια»:

«Το παράδοξο μαρτύριο του ξεπεσμου μας.

Νομίζαμε πως χάσαμε τα πάντα, ενω απλως

χάσαμε τις αυταπάτες μας.

Αυτοι οι καιροι μας δίνουν εκείνο που αδειάζει

όλη μας τη ζωη. Μας σπρώχνουν

στης αφθονίας το βουλιμικο κάτεργο∙

σε ένα συνεχες σηπτικο φαγοπότι.

Κι όλο ζητάμε∙ κι όλο ψάχνουμε

αυτο που λάμπει αχόρταγο στο βάραθρο μας.

Μου είπε: «Το μίσος είναι η αγάπη των ηττημένων.

Η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία.

Η κενότητα φωλιάζει στης απληστίας

το κοσμικο χοιροστάσιο»».

`

Δουλεύοντας όμως, ο Πρατικάκης πάνω σε λεπτα και ευαίσθητα κοινωνικα θέματα, αναπόφευκτα θα μας δώσει και σκληρους, όμως αληθινους και δυνατους στίχους, όπως αυτους:

«Εμπρος, Ευμενίδων 12, τρίτη πάροδος κατεβαίνοντας

τη Συγγρου, γωνία με το κόκκινο

φως. Εκει στην κόλαση

είναι το σπίτι μου.

Με όλη τη διεφθαρμένη μαστροπεία

στο επιπλωμένο μου κενο.

Με τελευταίου τύπου, μυθικης ευκρίνειας,

μηχανες με απαθανάτιζες

ζευγαρώνοντας με σκυλια.

Έραινες με πέρλες και χρυσάφι

το ανοιχτο μου στήθος

το μνήμα μου».

`

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΜΩΣ, ο καλοπροαίρετος αναγνώστης ή ο μελετητης του Λιθοξόου, όσο και αν προσπαθήσει, όσο και αν κοπιάσει, αν δεν γνωρίζει επακριβως τι είναι και που βρίσκεται το Γιαλυράκη, το μοναστήρι του Αϊ Νικόλα και του Βουγιου το Μάτι ή τι σημαίνει για τον Πρατικάκη η οδος «Ευμενίδων 12, τρίτη πάροδος κατεβαίνοντας τη Συγγρου», που αναφέρει στους στίχους του, δεν θα μπορέσει, πιστέυω, να καταλάβει πλήρως το νόημα και την ουσία αυτου του ωραίου ποιήματος. Εννοω πως χρειάζονταν οι απαραίτητες σημειώσεις ή επεξηγήσεις απο τη μερια του ποιητη για αυτα τα «σκοτεινα», θα έλεγα, σημεία του ποιήματός του. Για την ώρα όμως, ο δημιουργος του Λιθοξόου, ακολούθησε μια διαφορετικη στάση, την οποία οφείλουμε να σεβαστούμε.

Ο ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, μέσα απο τις σελίδες του Λιθοξόου, αποδεικνύεται, φύση και θέση, μεγάλος φυσιολάτρης. Και ασφαλως, ένας φυσιολάτρης άνθρωπος, πόσον μάλλον όταν είναι και μεγάλος ποιητης, δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια του ή να μείνει αδιάφορος μπροστα στην καταστρεπτικη μανία που επιδεικνύουν κάποιοι συνάνθρωποι του απέναντι στην φύση ή να μείνει παντελως αδιάφορος απέναντι στην αλλοτρίωση του ελληνικου τοπίου, ειδικα των αγαπημένων του αρχαιολογικων χώρων, όπως π.χ. συμβαίνει με την ύπουλη αλλοτρίωση που επιφέρουν τα σμήνη των τουριστων-κάποιων «τυχοδιωκτων τουριστων», όπως τους αποκαλούσε ο Μάνος Χατζιδάκις-που κατακλύζουν ολόχρονα την πατρίδα του. Ακόμη δεν μπορει να αδιαφορήσει μπροστα στην καταστροφη που επιφέρει η εξέλιξη της Τεχνολογίας στην φύση, στις ψυχες, στις συνήθειες και στον τρόπο ζωης των ανθρώπων. «(Αλήθεια, τι απέγιναν οι σιδερένιες/ δρούμπες και τα χέρια εκείνα που ανέβαζαν νερο δροσίζο-/ντας τα παιδικα μας χρόνια;)», διερωτάται ο Πρατικάκης στο ποίημα «Φτερωτες λυχνίες φωσφόρου».

Ενδεικτικο του προβληματισμου του ποιητη, γύρω απο την αλλοτρίωση του ελληνικου τοπίου και της ψυχης του ανθρώπου, που επιφέρει η εξέλιξη της Τεχνολογίας, και κατ’ επέκταση ο πολιτιστικος ιμπεριαλισμος, που απλώνει όπως χταπόδι τα τεράστια πλοκάμια του στον πλανήτη μας, είναι και το ποίημα το «Άλογο», όπου εδω ο Πρατικάκης μιλα για την αντικατάσταση του υπερήφανου τετράποδου με το «εξημερωμένο κτήνος», που λέγεται τρακτερ, σημειώνοντας συνάμα και την αναστάτωση που επιφέρει στην ψυχολογία του καβαλάρη του αυτο το άψυχο μηχάνημα:

«Σ’ αυτο το εξημερωμένο κτήνος του πολιτισμου,

ο καβαλάρης,

αφομοιωμένος στις φρέζες του μηχανοκίνητου χρόνου,

έγινε ένα εξάρτημα, θέλω να πω μια προεξοχη πάνω

στο φάντασμα του παλιου μυθικου αλόγου».

`

ΕΚΕΙΝΟ, νομίζω, που συγκινει και συγκλονίζει κατάβαθα τον αναγνώστη του Λιθοξόου, στην αναγνωστικη πορεία του, είναι η ποιητικη αναφορα του Πρατικάκη στον αγαθο και έντιμο βίο ή τη σκληρη μοίρα αγαπημένων προσώπων του, όπως είναι το μακροσκελες ποίημα που τιτλοφορείται «Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου», και το οποίο αφιερώνει «στον παππου Μανόλη Πρατικάκη ξανα», αλλα και αυτο που τιτλοφορείται «Απο ανεξικακία σχεδον άυλη», και το οποίο αφιερώνει στην παραλοϊσμένη θεία του Θεανη. Θέμα φυσικά που επανέρχεται συχνα στην ποίηση του Πρατικάκη, χωρις να εξαντλείται στη μνήμη και την έμπνευσή του, εφόσον τον έχει απασχολήσει, όπως διαπιστώνω, και σε άλλες συλλογες του, όπως π.χ. στις συλλογες Παραλοϊσμένη και Γενεαλογία, με αποτέλεσμα τώρα, ολόκληρη η ποιητικη συλλογη Λιθοξόος, πέραν απο δοξαστικος ύμνος, να καταλήγει και σε κρητικο μοιρολόι. Εννοω πως, απο τη μια, είναι ένας ύμνος στους αφανεις ήρωες της ζωης, σ’ εκείνους δηλαδη που μεγαλούργησαν στον καθημερινο και δίκαιο αγώνα τους για επιβίωση, και που η αδέκαστη Ιστορία δεν θα καταδεχθει να τους αφιερώσει ούτε μια γραμμούλα στις σελίδες της και, απο την άλλη, είναι ένας παρατεταμένος θρήνος για εκείνους που η μοίρα τους καταδίκασε να περάσουν μια ζωη ολόκληρη, (και στο τέλος να σβήσουν), μέσα στα δίχτυα της παράνοιας, όπως η θεία του, άσχετα αν αυτη έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια εδω και αρκετα χρόνια.

Τα βασανισμένα και καταδικασμένα αυτα πρόσωπα, όπως αφήνει να εννοήσουμε ο ποιητης, έχουν πάρει μια θεϊκη διάσταση μέσα του και κατα συνέπειαν μέσα στην ποίησή του. Συνεπως, δεν είναι αυθαίρετη η ενέργεια του να θέλει να μας συστήσει αυτα τ’ άτομα ως πρότυπα ζωης και ανένδοτου αγώνα. Ειδικα σήμερα που έχουν αρχίσει να εκλείπουν σε επικίνδυνο βαθμο οι ανθρώπινες αξίες, οι αρχες και οι αρετες απο τον δήθεν πολιτισμένο κόσμο μας.

Παραθέτω στη συνέχεια κάποιους στίχους απο το ποίημα «Στη μνήμη σας χτίζω το μνήμα μου», ένα αξιόλογο ποίημα στο οποίο ακούμε την φωνη του παππου του ποιητη και όχι την δικη του, και το οποίο διακρίνεται για το διδακτικο χαρακτήρα του. Ένα ποίημα που, κατα την άποψή μου, θα έπρεπε να έχει θέση σε όλα τα σχολικα βιβλία, όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης των νέων μας:

«Ό,τι ήταν να πάρω το πήρα με παστρικα χέρια.

Ό,τι δόθηκε δόθηκε και μοιράστηκε σωστα.

Ό,τι έδινα απ’ αυτο που είχα αυγάταινε

εκείνο που έμενε.

Η κρησάρα μου κοίταζε πάντα με μεγάλα μάτια.

Δεν έστρεψα ποτε μου το βλέμμα μου στο κατακάθι.

Δεν ύφανα διάφορο ξένο στο δικο μου στημόνι.

Δεν ύφανα ποτε παλιες διχόνοιες

με σύγχρονες διαφορες. Είχα έρωτα στη γη και στο σπόρο.

Μια χούφτα σιτάρι και, δέστε, κυματίζει του κορμιου μου

ο απέραντος σιτοβολώνας».

`

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ συλλογη Λιθοξόος εδράζεται στο δίπολο Φύση-Ζωη. Στο κεφάλαιο Ζωη, ασφαλως, ο Πρατικάκη, περιλαμβάνει, ανάμεσα σε πολλα άλλα θέματα, και τον θάνατο αλλα και τον έρωτα. Ο «χρυσομάλλης έρωτας» όμως, όπως διαπιστώνω, δεν αναζωογονει τον ποιητη μόνο σωματικα. Τον αναζωογονει και ψυχικα αλλα και πνευματικα. Σίγουρα, αυτη όλη η πνευματικη ευφορία που διακρίνει τον Πρατικάκη οφείλεται, πιστεύω, και στον έρωτα. Στον θείο έρωτα που βγάζει «ορυκτο ακόμη απο τις γαλαρίες της ψυχης», όπως γράφει στο ποίημα «Η άμπελος των άστρων».

Δικαιολογημένα, λοιπον, ο ποιητης, ένα αρκετα μεγάλο μέρος του Λιθοξόου, το αφιερώνει στον αγνο έρωτα και στις ευεργετικες ιδιότητες του. Με πρόχειρους αριθμητικους υπολογισμους, βρίσκω πως 12 πολύστιχα ποιήματα, απλωμένα σε 19 σελίδες, που τοποθετούνται προς το τέλος του βιβλίου, καταπιάνονται με αυτο το θέμα, με τα περισσότερα να είναι αφιερωμένα ονομαστικα και χαρισμένα στο ίδιο γυναικείο πρόσωπο.

Είναι ποιήματα άκρως ερωτικα, που πάει να πει άκρως αισθησιακα και τολμηρα, που ίσως προκαλέσουν κάποιο ταρακούνημα στον απροετοίμαστο αναγνώστη. Σίγουρα όμως δεν χλευάζουν τον έρωτα, δεν εκπίπτουν την αξία του, και ούτε προσβάλλουν την ποίηση και κατ’ επέκταση τον αναγνώστη. Οφείλω να ομολογήσω πως στη σύγχρονη εποχη είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις όπου η τέχνη, και ειδικα η τέχνη της ποίησης, περιέχει σε τέτοιο βαθμο τον έρωτα και την ερωτικη πράξη, επιτυγχάνοντας, συν τω χρόνω, να τα ανεβάσει και να τα στήσει σε τέτοια περίοπτη θέση! Γράφει στο ποίημα «Σφηνοειδης γραφη»:

«Όταν μπήκα μέσα σου, σε επτάζυμη συνεύρεση,

φούσκωσαν όλοι μαζι οι σπόροι κι έγιναν άρτοι

που λίγο πριν ήταν ύμνοι.

Όταν μπήκα μέσα σου, πρωτάκουσα τ’ αηδόνια

στην ανήκουστη ρεματια.

Όταν μπήκα μέσα σου, υπαρκτικα εννόησα

αμπώτιδα και πλημμυρίδα.

Κι άκουσα κλάματα και βογκητα.

Όταν μπήκα μέσα σου, άναρθρα

μούγκριζα και χλιμιντρούσα.

Άλλη λαλια κι άλλη γραφη σφηνοειδη δε γνώριζα.

Άλλη φυλη κι άλλη πατρίδα απ’ τη φλεγόμενη

σπηλια σου».

`

Δηλαδη, ο ποιητης, ζωγραφίζει εδω με ζωηρα κόκκινα χρώματα στο κανναβάτσο της δημιουργίας του το ασίγαστο (αλλα δημιουργικο) πάλεμα του αρσενικου με το θηλυκο, όπου τελικα στο βωμο του έρωτα κατασπαράσσονται σώματα και ξοδεύεται άφθονο αίμα, μέχρι να γίνει «ο έρωτας η έμμονη ιδέα των ουρανων». Και αυτο για να παραμείνει αδιατάρακτη και αδιάκοπη η αέναη πορεία της ζωης. Χωρις δυσκολία θα χαρακτήριζα όλα αυτα τα ερωτικα ποιήματα ως μια ερωτικη Πραγματεία ή Μυσταγωγία την οποία ο Πρατικάκης, εναποθέτει, χωρις περιστροφες και υπεκφυγες, μπροστα στα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη του, μέχρι να τον κάνει κοινωνό της. Όσο αφορα, τώρα, τον ποιητη, θα τον χαρακτήριζα ως ένα σπάνιο τεχνίτη ή ένα αγέρωχο Λιθοξόο της ηδονης!

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ αμφιβολία πως ο Πρατικάκης δουλεύει και αναπτύσσει συνέχεια το ίδιο ποίημα στη μακρόχρονη ποιητικη πορεία. Μαστορεύει, δηλαδη, διαρκως ένα ποίημα εν προόδω, όπως απεκάλεσαν το φαινόμενο οι ειδικοι. Εννοω πως υπάρχει, απο την πρώτη συλλογη του μέχρι την τελευταία, τον Λιθοξόο, μια συνεκτικότητα. Μια δυνατη συνεκτικότητα που επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. με την ενσωμάτωση μεμονωμένων στίχων ή ολόκληρων αποσπασμάτων απο παλαιότερες συλλογες του στα ποιήματα των πιο πρόσφατων συλλογων. Ακόμη και η φράση Αφημένα ήσυχα στην χλόη, που είναι βέβαια τίτλος προηγούμενης συλλογης του, ενσωματώθηκε, όπως διαπιστώνω, με επιτυχία στους στίχους του Λιθοξόου. Σίγουρα, όλα αυτα αποτελουν τους ατσάλινους κρίκους που δένονται μεταξυ τους και επεκτείνουν ολοένα και περισσότερο την ποιητικη αλυσίδα του Πρατικάκη. Η ενέργειά του αυτη, όπως μας πληροφορει στο εισαγωγικο σημείωμά του, «γίνεται συνειδητα και αποτελει στοιχείο της γραφης μου».

Ακόμη, ο ποιητης, με σαφήνεια, αποκαλύπτει πως:

«…στη συλλογη (Λιθοξόος) υπάρχουν διάσπαρτοι στίχοι (20-30 περίπου) απο προηγούμενες συλλογες, όπως συνηθίζω, γιατι δένουν με την ύλη του συνθετικου ποιήματος, σε έναν εσωτερικο διάλογο, που θεωρω ότι υπερασπίζεται μια συνεκτικότητα της όλης ποιητικης μου».

ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΟΝΑ αισθητος, επίσης, και εν μέρει δεδηλωμένος απο μέρος του Πρατικάκη, και ένας εποικοδομητικος διάλογος που αναπτύσσει με άλλες κορυφαίες πνευματικες προσωπικότητες, καθως και με το έργο τους, απο την Ελλάδα και απο άλλες χώρες του εξωτερικου. Στο Λιθοξόο, αυτος ο διακειμενικος διάλογος δεν περιορίζεται μόνο στο ποίημα «Καταπρόσωπο στην Όστρια», όπως έκανα αναφορα στην αρχη του κειμένου μου. Αναπτύσσεται σχεδον σε όλα τα ποιήματα, σε όλες τις σελίδες της συλλογης, κάποτε φανερα και ονομαστικα, κάποτε ανεπαίσθητα, όπως το νερο που κυλάει αθόρυβα στην υπόγεια φλέβα του, μέσα στο χώμα. Υπάρχει πληθώρα ονομάτων (ξεπερνουν τις τρεις δεκάδες) ποιητων, συγγραφέων, διανοητων, ζωγράφων, γλυπτων και μουσικων μέσα στους στίχους του Λιθοξόου. Ονόματα όπως του Ομήρου, του Διονυσίου Σολωμου, του Ρίλκε, του Ροντεν, του Μπαχ, του Μπετόβεν κ.ά.. Υπάρχουν, επίσης, αρκετα αποσπάσματα απο το έργο αυτων των σημαντικων δημιουργων τα οποία ο Πρατικάκης εντάσσει αυτούσια στο δικο του έργο.

ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΑΙΣΘΗΤΟΣ ο απόηχος απο την φωνη πολλων άλλων ποιητων, αρχαίων και σύγχρονων, μέσα στους στίχους του Λιθοξόου, όπως του Αισχύλου, του Κάλβου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καρούζου, του Σινόπουλου κ.α..

Ενδεικτικα, αναφέρω πως ο τίτλος του ποιήματος «Η άμπελος των άστρων», λειτουργει συνειρμικα και φέρνει στην σκέψη μας τη συλλογη Η έλαφος των Αστρων, του αλησμόνητου Νίκου Καρούζου.

Οι αρχικοι στίχοι «Των ανέμων κυκλοδιώκτοι κέδροι σαν γιγάντια αδράχτια/ και με φως και με θάνατο ακαταπαύστως», (χωρις εισαγωγικα παρακαλω στο στίχο: και με φως και με θάνατο ακαταπαύστως), απο το ποίημα «Κέδρινα αδράχτια», φέρνει στη μνήμη μας την εμβληματικη στροφη Κ, απο την ωδη «Εις Θάνατον», του Ανδρέα Κάλβου «Υιε μου, πνέουσαν μ’ είδες∙ / ο ήλιος κυκλοδίωκτος/ ως αράχνη, μ’ δίπλωνε/ και με’ φως και με’ θάνατον ακαταπαύστως».

Οι στίχοι «Εδω κοιμήθηκαν κουρσάροι. Άνεμοι αναχωρητες γενει-/ οφόροι μ’ ένα αγριεμένο γέλιο», απο το ποίημα «Το κρώξιμο των γλάρων», φέρνει αμέσως στη θύμισή μας τους «γενειοφόρους άνεμους», του Οδυσσέα Ελύτη.

Οι στίχοι «Κι/ αίθουσες νέες, για να μπορουν αμέριμνα να τρέχουν και να/ είναι παιδια μελλοντικων ανθρώπων τα λόγια μας», απο το ποίημα «Μαζι σου, και με ενάντιους ανέμους ουριοδρομω», ανακαλουν στη σκέψη μας τους ανεπανάληπτους στίχους του Γιώργου Σεφέρη «Πότε θα ξαναμιλήσεις;/ Είναι παιδια πολλων ανθρώπων τα λόγια μας./ Σπέρνονται γεννιούνται σαν τα βρέφη/ ριζώνουν θρέφονται με το αίμα», απο το έκτο μέρος του ποιήματος «Επι Σκηνης», που περιλαμβάνεται στη συλλογη Τρία Κρυφα Ποιήματα.

Οι στίχοι «Με ταπεινότη προχωρει κι απ’ την αγάπη πίνει∙/ σεμνη, σκυφτη στο φιλιατρο, για να κριθει απο Κείνη», απο το ποίημα «Το κεράκι της αγάπης», το οποίο ξεχωρίζει και για την ωραία ομοιοκαταληξία του, μας οδηγούνε κατευθείαν στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμου, τον Μεγαλομάρτυρα, όπως τον «μνημονεύει» στο βιβλίο του ο Πρατικάκης.

Ο στίχος, τέλος, «και θρυλικα λουτρα ΄΄οις ενοσφίσθης΄΄», απο το τρίτο μέρος του ποιήματος «Καταπρόσωπο στην Όστρια», μας παραπέμπει στον Αισχύλο και την τραγωδία του Χοηφόρες.

Τα παραδείγματα ασφαλως είναι πάρα πολλα. Προσπάθησα να παραθέσω μόνο μερικα, με αδρα όμως χαρακτηριστικα, που ελπίζω ότι θα βοηθήσουν τον αναγνώστη για να κατανοήσει ευκολότερα εκείνο που επεδίωξα να του μεταδώσω.

ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ παράλειψη, απο μέρους μου ή απο το μέρος του οποιουδήποτε μελετητη, αν δεν έλεγα δυο λόγια για την ποιητικη γλώσσα, εννοω την γραφη που καλλιεργει ο Πρατικάκης. Και όπως έχω διαπιστώσει, όσο φρέσκα και αμάραντη είναι η έμπνευσή του, άλλο τόσο αμάραντη, πνευματώδης και ζουμερη είναι η ποιητικη γραφη του. Είναι γλώσσα πλούσια και ζωντανη γιατι φρόντισε να την εμβολιάσει και να την εμπλουτίσει με λέξεις που συλλέγει απο όλη την ιστορικη διαδρομη της ελληνικης γλώσσας. Έτσι, στην ποίησή του Πρατικάκη, θα διαπιστώσουμε πως υπάρχουν λέξεις τις οποίες αντλει απο τη δεξαμενη της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικης γλώσσας, κυρίως απο τις αρχαίες τραγωδίες, τους αρχαίους λυρικους ποιητες, την καθαρεύουσα, τη δημοτικη ποίηση, τα μοιρολόγια, τα θρησκευτικα και βυζαντινα κείμενα, τους θρησκευτικους ύμνους, το κρητικο ιδίωμα κ.ά.. «Κι είναι η γλώσσα ορυχείο με παμπάλαιο φορτίο», μας υποδεικνύει στο ποίημα «Ο δημιουργος», αφήνοντάς μας να αντιληφθούμε ότι ξεχωρίζει και μαζεύει λέξεις-διαμάντια, απ’ όλο το φάσμα της ελληνικης γλώσσας, κατάλληλα όμως ενσωματωμένες στους στίχους του. Λέξεις όπως λαγούμια, πλεμάτια, δυσαρθρία, έκφρενες, τσαπράζια, λιακόνι, έλυτρα, κιβούρι, αποταυρίζονται, κισσούρι, σφεντύλι, πόκος, στημόνι, λαλάρια, αγέλαμοι, χειρόκτια, μανούσα, χασίλι, χιράμι και πολλες άλλες.

Στους στίχους του ή στα ποιήματά του ο Πρατικάκης, όπως ανάφερα ήδη, ενσωματώνει επίσης μεγάλα ποιητικα κομμάτια σύγχρονων δημιουργων ή αποσπάσματα απο αρχαία κείμενα, στο πρωτότυπο και όχι μεταγραμμένα, τα οποία λειτουργουν αρμονικα με την δικη του δημιουργία. Ενέργεια, πιστεύω, που στοχεύει στο ν’ αποδείξει πως η αντοχη και η συνέχεια της ελληνικης γλώσσας είναι αδιάσπαστη αλλα και πως τα ποιήματά του είναι ισάξια με τα ποιήματα αυτων των επίλεκτων δημιουργων.

Ο Πρατικάκης είναι τόσο σίγουρος για την ανθεκτικότητα της ελληνικης γλώσσας, που δεν τον τρομάζουν ούτε και οι ξένες λέξεις που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του. Δηλαδη, δεν φοβάται ότι θα προκαλέσουν ζημια στην σιδεροκέφαλη ελληνικη γλώσσα κάποιες ξένες λέξεις που χρησιμοποιει στους δικους του στίχους. Ξένες λέξεις, του συρμου, που έχουν επικρατήσει στο λεξιλόγιο του σύγχρονου έλληνα και που βρίσκονται καθημερινα στο στόμα του, όπως κρόουλ, ριπλέι, πορτατιφ, αμπαζουρ, Amber, λίφτινγκ, κοντερ, φωτορεπόρτερ κ.άλ..

Υπο αυτη την έννοια, της ποιητικης γραφης εννοω που διαμορφώνει, ο Πρατικάκης παρουσιάζεται αρκετα αποστασιοποιημένος απο τους υπόλοιπους ποιητες της γενιας του, της γενιας της Αμφισβήτησης, όπου αρκετοι απο αυτους εξακολουθουν να λειτουργουν με μία γραφη ωμη και τσεκουράτη, όπως πρωτοξεκίνησαν τη λογοτεχνικη πορεία τους.

Απο την ποιητικη γλώσσα που πλάθει, αλλα και τον άφθονο λυρισμο που ενσταλάζει στους στίχους του, διαφαίνεται πως ο Πρατικάκης είναι πιο κοντα στον Οδυσσέα Ελύτη παρά στους συνομήλικους του έλληνες ποιητες. Ίσως, σήμερα, στο Πανελλήνιο, να είναι ο πιο πιστος και αφοσιωμένος μαθητης του Ελύτη, αλλα και ο πιο άξιος συνεχιστης του!

Τολμω, ακόμη, να καταθέσω πως ο Πρατικάκης, αν δεν ήταν σπουδαίος ποιητης και ψυχίατρος, σίγουρα θα ήταν σπουδαίος φιλόλογος, με λαμπρη σταδιοδρομία σε κάποιο ελληνικο Πανεπιστήμιο. Σε αυτη τη σκέψη με κατευθύνει η γερη σκευη του, εννοω ο άριστος χειρισμος της ελληνικης γλώσσας, καθως και οι πλούσιες γνώσεις του γύρω απο την φιλολογικη επιστήμη, αλλα και γύρω απο τα θέματα της ελληνικης και παγκόσμιας λογοτεχνίας, τις οποίες γνώσεις αξιοποιει κατάλληλα για να ενισχύει τη δικη του δημιουργία.

ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ παραστατικα να φωτίσω τον αναγνώστη για το πλούσιο περιεχόμενο που περιέχει η ποιητικη συλλογη Λιθοξόος, του Μανόλη Πρατικάκη. Μια συλλογη που, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι εύκολη για πνευματικη κατανάλωση, ειδικα απο τους μη μυημένους στην ποίησή του. Γιατι, όπως είπα και στην αρχη αυτου του σημειώματος, ο Πρατικάκης, άθελά του πιστεύω, απευθύνεται στους επαρκεις αναγνώστες. Η ποίηση που γράφει προσλαμβάνεται, πιστεύω, ευκολότερα απο αυτη την κατηγορία αναγνωστων. Και αυτο γιατι, ο Πρατικάκης, ως παθιασμένος δημιουργος, έχει πλέον αποκτήσει περισση μαστορια και σοφία αλλα και το ποιητικο δημιούργημά του έχει πάρει τέτοια θαυμαστη αισθητικη τελειότητα, που δικαιωματικα έχουν φθάσει στο πιο ψηλο σκαλι της κλίμακας της ποιητικης τέχνης. Αυτο το σκαλι όμως, όσο και να θέλουν, δεν είναι εύκολο να το ανέβουν όλοι οι συνάνθρωποί μας.

Προς Θεου όμως,, δεν εννοω ότι ο Πρατικάκης πρέπει να εκποιήσει την τέχνη του ή να χαμηλώσει τον πήχυ της ποιότητας της, για να γίνει κατανοητος ή αρεστος απ’ όλο τον κόσμο. Το πρόβλημα, πιστεύω, εντοπίζεται στο γήπεδο του αναγνώστη. Δηλαδη, ο αναγνώστης, (ο οποιοσδήποτε αναγνώστης), που είναι λάτρης της ποίησης, χρειάζεται την απαραίτητη προπαίδεια. Δηλαδη συνεχη επαφη και τριβη με την ποίηση μέχρι να εξοικειωθει μαζι της. Μόνο έτσι, πιστεύω, θα νιώσει τα βαθυστόχαστα μηνύματα των μεγάλων δημιουργων μας και μόνο έτσι θα απολαύσει τη μεγάλη ποίησή τους. Και ο Πρατικάκης (και η ποίησή του), όπως ακράδαντα πιστεύω, ανήκει δικαιωματικα σε αυτη την κατηγορία των μεγάλων δημιουργων.

ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ, (πάλι με εικόνες), θέλω να τονίσω πως η ποιητικη συλλογη Λιθοξόος, είναι το ποιητικο μανιφέστο του Μανόλη Πρατικάκη. Υπάρχει εδω το καταστάλαγμα της σκέψης, του στοχασμου, της σοφίας, της πείρας και γενικα της ποιητικης τέχνης του. Σε αυτη τη συλλογη βρήκαν θέση πολλα και διάφορα πράγματα, όπως π.χ. η αρχαία και σύγχρονη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του, οι αγώνες του λαου του, οι άνθρωποι, η φύση, η τέχνη-ιδίως η ζωγραφικη και η μουσικη-οι ανθρώπινες αρχες και αξίες, τα ιδανικα, η γλώσσα, ο έρωτας, όπου του έχουν εμπνεύσει αυτη τη σειρα των πολύστιχων ποιημάτων που περιλαμβάνονται στο Λιθοξόο και που όλα μαζι σχηματίζουν ένα μεγάλο ποτάμι. Αυτο το ποτάμι αλλου είναι πιο βαθυ, αλλου πιο πλατυ, αλλου πιο στενο, αλλου πιο θολο και αλλου πιο διαυγες. Είναι όμως ένα ποτάμι ορμητικο και ασταμάτητο. Που πάει να πει είναι αιώνιο!

`

Λευκωσία 4.4.2016-22.5.2016


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles