[Σε στιγμές γαλήνης…]
Σε στιγμές γαλήνης, καλό είναι τ’ αυτί να χαμηλώνει
ενώ κύμα ελαφρό φέρνει ευχάριστα νέα απ’ τα βαθιά
τα δέντρα, ως πέρα στο βάθος του ορίζοντα,
βέβαιοι φίλοι• και να ‘χει κιόλας απαλή συννεφιά:
πολύ προτιμώτερο να μην είν’ ο ουρανός κάθετος, γυμνός
καθρέφτης• και το περπάτημα βοηθάει, αργό – προς την κορφή
τότε μοιάζουν να μας συναντούν κάποτε άνθρωποι αγαπημένοι,
χαμένοι σήμερα, με σημάδια καθημερινά που δε φέρνουν πόνο:
ποιο ήταν, ας πούμε, το συνηθισμένο τους πρωινό γεύμα
ή αν πρόφεραν ασυνήθιστα, κάπως κωμικά, κάποια λέξη
αβάσταχτο μοιάζει πως δε θα μας θυμούνται για πολύ,
κι όμως είναι γλυκό, πιο ανθρώπινο να μην είν’ αιώνια η μνήμη•
οι δικοί μας, οι καλοί μας άνθρωποι δεν ήταν τίποτε στρατηλάτες
να τραντάζουν τη γη στο πέρασμά τους, τρομερή ανάμνηση•
τα βήματά τους, καθώς απομακρύνονται, αφήνουν λεπτότατα ίχνη-
σε στιγμές γαλήνης το βλέμμα μας, μυωπικό, τ’ αναζητεί
χαμηλώνοντας στο χώμα.
`
*
Πορεία, 2
Την άλλη έξοδο της σπηλιάς δεν την είδε ποτέ κανείς
μέχρι σήμερα• εκεί δεν ήταν γη, παρά μόνο το γαλάζιο κύμα-
ο πρώτος που θα έβγαινε κολυμπώντας θα ‘μοιαζε να γεννήθηκε
απ’ το νερό -κι ο Θεός μόνος μπορούσε σήμερα να δει, άξαφνα
ξασπρισμένους ανθρώπους να ξαναβγαίνουν στο άγριο το φως,
αλλόκοτο θέαμα• χρόνια έψαχναν ψηλαφητά: γωνίες, γραμμές, αποστάσεις
πρόσωπο αυστηρό -χείλη κλειστά, μισόκλειστα μάτια, δυο αχνές ευθείες-
πέταξε ο πρώτος τη σημαία με τις γκρίζες της οριζόντιες γραμμές,
τα παλιομοδίτικα μαύρα παπούτσια, το ξεθωριασμένο το στρώμα
κι έπεσε ξυπόλητος στη θάλασσα• ξοπίσω του, σειρά ατελείωτη, πέσαν όλοι
απλώνοντας τα χέρια, σαν τους τυφλούς βγαίνουν τώρα σ’ άγνωστη γη
με τ’ αλάτι στα βλέφαρα και το κόκκινο να τσούζει στα μάτια
πιασμένοι αλυσίδα όπως σαν μπαίνανε -πάνε χρόνια- πατούσαν απέναντι
ακατοίκητη χώρα: μόνο τα δέντρα τους καλωσόριζαν κουνώντας τα κλαριά
-έτσι βεβαίωναν ο ένας τον άλλο με το βλέμμα- και κείνοι απαντούσαν
μ’ ένα νεύμα: το χρώμα πάνω τους φώναζε, είχαν μείνει βουβοί
καθώς ο ήλιος τούς έστελνε τις τελευταίες του μαβιές ακτίνες
αποκαμωμένοι έγειραν στην άμμο –το σκοτάδι τους κοίμισε•
κι έβλεπαν όλη νύχτα το ίδιο όνειρο, σα να κάνανε τώρα το πρώτο βήμα•
εκεί μέσα συχνά υπνοβατούσαν- σαν σε όραμα οι τραγουδιστές,
οι τρελοί της σπηλιάς τους κυνηγούσαν: τους τάραζαν τότε
της φωνής τους τ’ αλλόκοτα χρώματα• μα τώρα κυλούσαν αυτά
από μέσα τους βλάστηση μυστική κίτρινη πράσινη τους πήρε τα πρόσωπα.
`
*
Παιδί του ήλιου,
δεν πάει πολλή ώρα που κατέβηκες να κολυμπήσεις τα νερά της
πράσινα σαν τα ‘βαφε ο ήλιος –νωθρός εραστής:
στις θάλασσές της είχε καθίσει πολύ καιρό, μα η κορφή
όταν ξεκίνησες -δε θυμάσαι;- χαμένη έμοιαζε σε σύννεφο γκρίζο•
γιατί κι εδώ σκοτεινιάζει συχνά
κι όχι μόνο:
ξεγελασμένοι όσοι μόλις χτες, άγουροι σαν και σένα
περπάτησαν μάρτη μήνα μεθυσμένοι στη ράχη της-
κάτω απ’ τον ήλιο της γέμισαν ρυτίδες τα πρόσωπα•
κουκουλωμένοι τώρα σκυφτοί περπατούν, βαραίνουν
τα χιόνια στα μαλλιά τους
μα κι από πολύ παλιά
ένα βουητό φτάνει απ’ όσους αλώνιζαν, νέοι σαν και σένα
μες στο κατακαλόκαιρο• μια κρούστα πάγου, διάφανη
στους καθρεφτίζει τώρα μαρμαρωμένους, αν έσκυβες να δεις
τα μάτια γεμάτα απορία -θα τη νιώσεις και συ, κρύα στάλα,
μα δε θα καταλάβεις• κι ο ήλιος θα σου καίει ακόμα την πλάτη.