Οι εκδόσεις Μετρονόμος και οι διαχειριστές της πνευματικής κληρονομιάς του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη συνεργάστηκαν για την υλοποίηση ενός άθλου αφού επανεκδόθηκαν ταυτόχρονα και οι τρεις ογκώδεις και πολυέξοδοι τόμοι με τα ποιητικά Άπαντα του ποιητή, μια εκδοτική ενέργεια την οποία μεγάλοι και παραδοσιακοί εκδοτικοί οίκοι, αρνούνταν ή μετέθεταν με χρονικό ορίζοντα πέντε και πλέον χρόνων δεδομένης όμως της ήδη πολύχρονης απουσίας των τόμων από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Στο δια ταύτης λοιπόν, της έκδοσης. Ο πρώτος συγκεντρωτικός Τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα της περιόδου 1950- 1966 χωρισμένα σε δυο ενότητες 1950-1956 και 1957-1966 και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Κέδρος το 1978. Η έκδοση αυτή βασίστηκε στην αυτοέκδοση που είχε κάνει ο Λειβαδίτης το Φθινόπωρο του 1965. Σε εκείνη την πρώτη έκδοση υπήρχε και η σημείωση «Το σχέδιο του ποιητή έφτιαξε η Βασιλική Λειβαδίτου και το εξώφυλλο ο Δημήτρης Δαβίας». Η Βασιλική Λειβαδίτου δεν είναι άλλη ασφαλώς από την 15 χρονη τότε κόρη του ποιητή.
Ο δεύτερος Τόμος πρωτοκυκλοφόρησε το 1987 και περιλαμβάνει τα έργα της περιόδου 1972-1977 και ο τρίτος Τόμος το 1990 με τα ποιήματα της περιόδου 1979-1990. Και οι τρεις εκδόσεις από τον Κέδρο έγιναν με την εκδοτική βούληση του ποιητή όπως σημειώνει ο μελετητής του έργου του Λειβαδίτη, ποιητής-φιλόλογος Γιάννης Κουβαράς, αν και λόγω του θανάτου του ο Λειβαδίτης δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη την τελευταία του ποιητική συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» όπως και τον τρίτο Τόμο.
Το θέμα της περιοδολόγησης του έργου του Λειβαδίτη έχει απασχολήσει και απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τους μελετητές του οι οποίοι συγκλίνουν σε μια τριχοτόμησή του, αποκλίνουν όμως στα χρονικά όρια και στην ονοματοδοσία της κάθε περιόδου. Σε γενικές γραμμές η επαναστατική και οραματική διάθεση των πρώτων συλλογών δίνει τη θέση της στην αιμάτινη συνειδητοποίηση της ουτοπίας η οποία με τη σειρά της μεταλαμπαδεύει τις εμπειρίες και τους απολογισμούς της σε μια νέα πολλαπλή, πλέον, πραγματικότητα, ρεαλισμού και ονείρου. Αυτό το πολλαπλό είδωλο του Λειβαδίτη στον ίδιο καθρέπτη σκάβει ακόμα βαθύτερα εντός του σε μια αγωνιώδη φυσική και μεταφυσική αναζήτηση που χαρακτηρίζει την ύστερη περίοδο της γραφής του.
Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως για τους σημερινούς χιλιάδες διαδικτυακούς νέους αναγνώστες του Τάσου Λειβαδίτη οι οποίοι δημιουργούν σελίδες στο facebook –μια μάλιστα αριθμεί 33.000 μέλη- , διαδικτυακές σελίδες ή οργανώνουν βραδιές για την ποίησή του υπό καμία αιγίδα και υστεροβουλία; Σημαίνουν πολλά και τίποτα. Γιατί στην εποχή της κατάτμησης των παντός είδους έργων και της χρηστικότητάς τους με βάσει τις επίσης πολλαπλές θεάσεις μιας πραγματικότητας, η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη βρίσκει μια ιδανική πραγματοσύνη. Γίνεται το εργαλείο εκφοράς συναισθημάτων και σκέψεων του διαδικτυακού χρήστη και κυρίως του νέου ηλικιακά, ο οποίος βρίσκει σε όλο το φάσμα του έργου του ποιητή –χωρίς να γνωρίζει περιόδους, χρόνους, ιστορικότητα κ.ά- εκείνους τους στίχους που θα τους χρησιμοποιήσει για ποικίλους λόγους: για να εκφραστεί, για να καταγγείλει, για να εντυπωσιάσει, για να φλερτάρει, για να εξομολογηθει, για να πενθήσει, να προσευχηθεί κτλ.
Ένα φιλολογικά ασεβές αλλά αποτελεσματικό πείραμα θέασης του έργου του Λειβαδίτη, γίνεται μέσα από τις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης. Γράφοντας το όνομά του και οποιαδήποτε «έννοια» δίπλα σε αυτό, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα προκύψουν πολλά αποτελέσματα με στίχους του Λειβαδίτη οι οποίοι είναι στίχοι αυτάρκεις, αφοριστικοί και κυρίως καλύπτουν όλο το φάσμα της εσωτερικής και εξωτερικής εμπειρίας ενός ατόμου διαχρονικά. Για αυτό και ο Λειβαδίτης χρήζει τέτοιας δημοτικότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία όπως είπαμε η χρηστικότητα των στίχων ξεπερνά την απόλαυση της ιδιωτικής ανάγνωσης και βεβαίως της επιστημονικής ανάγνωσης. Γιατί στο διαδίκτυο ο Λειβαδίτης δεν είναι ο ποιητής της πρώτης ή της δεύτερης ή της τρίτης περιόδου. Δεν είναι ο εκφραστής της ήττας ούτε ο υπαρξιακός αφηγητής. Δεν είναι ο αριστερός στρατευμένος δημιουργός ούτε ο θεολογουμενος ποιητής. Είναι όλα αυτά μαζί. Τολμώ, μάλιστα, να πω ότι στο διαδίκτυο η ποίηση του Λειβαδίτη ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τόσο ουσιαστικά και μαζικά την εγγενή συνεκτικότητά της. Και αυτό δια της καθημερινής, δρώσας και όχι ακαδημαϊκής χρήσεώς της.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι η επανέκδοση του συνολικού έργου του Λειβαδίτη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αναγνωστικά και κατά τον διαδικτυακό τρόπο ανάγνωσης. Ως ένα ενιαίο έργο το οποίο όμως μπορεί να λειτουργήσει εξαίσια και αποσπασματικά πάνω από εποχές και καταστάσεις, πέρα από σύμβολα και ιδεολογίες ή από αναγνωστικές αγκυλώσεις και αυτό όχι στο πλαίσιο μιας ισοπεδωτικής λογικής ή για τις ανάγκες μιας απλής αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά ως μια ποίηση οικουμενική φύσει και θέσει. Την ίδια στιγμή όμως αυτή η εκδοτική παρουσία του αποτελεί και ένα εχέγγυο διατήρησης μιας ιστορικής αλήθειας αφού παραμονεύει πάντα στο διαδίκτυο είτε ο κίνδυνος αλλοίωσης των στίχων είτε η λανθασμένη πατρότητά τους είτε η συνειδητή λογοκλοπή. Τέλος, προσφέρει τη δυνατότητα στους νεώτερους συστηματικούς μελετητές να έχουν μια συνολική εικόνα του έργου του ποιητή εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερες συνθήκες συγκριτικής μελέτης και διαιωνίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο και τη φιλολογική ανάγνωση και έρευνα.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μοιάζει με μιαν ανοιγμένη τράπουλα από την οποία όποιο χαρτί τυχαία και να τραβήξεις, πάντα κερδίζεις. Για αυτό και εγώ, τυχαία ανοίγοντας τον τρίτο Τόμο σε κάποια σελίδα του, μου κλήρωσε ο στίχος:
«Κι η ποίηση είναι σα ν΄ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό»