Σατυρικόν
Αν έχεις σοφιλιάσει τρείς,
σαφώς θα ονομάζεσαι και μέγας ποιητής,
ενώ αν έχεις σοφιλιάσει έξι
όλο και κάποιος θα συντρέξει
-από αυτούς τους έξι,
και σε ανθολογία να μπεις.
Κι εμείς, που δεν πηδάμε
γιατί φαλλό δεν καταδεχτήκαμε
ποτέ μας, να φοράμε,
θα καταντήσουμε στιχάκια αιρετικά
ανάμεσα σε φοιτητές
κι ανθρώπους που πεινάνε.
Και μέγιστος ποιητής που θα’ σαι·
θ’ ακούς τους νέους ποιητές,
αρσενικούς χώρια
από τους θηλυκούς,
-αχ! που να πιάσω και που να το αφήσω,
που θα διαλέγεις
κείνους που’ χουν το αιδοίο τους
αντί για κάθετο, ίσιο…
Felix domestica
Πως κουνάω ρυθμικά, σα μουσική,
την λεπτή και χνουδωτή ουρά μου
κι όλο σας λέω, «σηκωθείτε»
ένα χάδι να αφήσετε, επάνω
στη σταχτιά ριγέ μου πλάτη.
Όχι, δεν θα έρθω εγώ
αν το θέλετε, να πάρετε ένα σκύλο!
Να σας κάνει γλύκες, όλο σάλια
να σας φέρνει τις παντούφλες,
να ξαπλώνει μπρος στα πόδια σας, στη σάλα!
Κι όχι χαϊδέματα πολλά
δεν είμαστε δα και φίλοι.
Και να το ξέρετε, δεν ήρθα εδώ
για να σας κυνηγάω ποντίκια.
Αφού νομίζω πως το είπα,
πως αν χάδια το σώμα μου θελήσει
την ούρα του ρυθμικά θα την κουνήσει.
Και θα γείρω το κεφάλι μου
- νωχελικά, στο χέρι
αν θέλετε φωνάχτε με και Παλιοθήλυκο,
όλος ο ντουνιάς το ξέρει.
Άτιτλο
Της εμμονής κομπόπλεγμα
σα τραγικά ξεσπάει
για τους δειλούς, δεν είναι, ανθρώπους
που κοκκινίζουν οι αρμοί
από τα δάχτυλά τους, ούτε για τις παρθένες
κείνες πούναι ξένες
στα ναρκώματα και στα γαργαριστά.
Είναι για μας, που μάθαμε
τον κόμπο καντηλίτσα
του γέρου- ναυτικού,
από τις Συρακούσες.
Και τραγουδούσαμε τα ναυτικά τραγούδια μας
με τα κεριά στ’ αυτιά μας,
κάθε πουτάνας θηλυκιάς
που βρίσκαμε στο δρόμο,
ενώ τα σκέλια μας τα χαΐδευαν
πάντοτε Πηνελόπες.