Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γιώργος Κ. Μύαρης, Στη συντυχιά του οίνου με τον στίχο

$
0
0

Ο ποιητής Παναγιώτη Νικολαΐδης γεννήθηκε το 1974 στη Λευκωσία, σπούδασε για τα καλά τη φιλολογία (Πανεπιστημίου Κύπρου και King’s College του Λονδίνου) και εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου, επιτυχώς και ευτυχώς για όλους μας. Ποιήματα, μελέτες και κριτικές του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά (λογοτεχνικά και επιστημονικά) στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όπως και σε ανθολογίες ποιητικές. Εξέδωσε το 2009 την ποιητική συλλογή «Σαν ίαμβος καθρέφτης», που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη. Ακολούθησε η συλλογή «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν» (Πλανόδιον, 2012). Και στις αρχές του 2014 έδωσε στον τύπο τη συλλογή «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» (αυτοέκδοση, Λευκωσία).

Ευθύς αναρωτήθηκα αν ο ποιητής υιοθετούσε το (ή απομακρυνόταν από το) νόημα του στίχου που αποδίδεται στον αρχαίο λυρικό Ιππώνακτα: «Το γιοματάρι πίνοντας αδειάζει το μυαλό μας» και, αν αυτό το πνεύμα διαπερνά το περιεχόμενο της νέας συλλογής, πώς αποτυπώνεται στα ποιήματά της. Ο Π. Νικολαΐδης συμφωνεί, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι ακόμη και μέσα στην ολόπλευρη κρίση ή στον πόλεμο επιθυμούν το γλέντι, την ωραία διασκέδαση. Για τούτο φυσιολογικά οι ποιητές εμπνέονται και γράφουν από την επιθυμία και την ευφορία της ψυχής. Ωστόσο, ανέμενα ως συνομιλητές του τον μεταβυζαντινό «Πέτρο Κρασοπατέρα τον Ζυφόμουστο», τον θαυμαστή του οίνου «άρχοντα Βυζάντιον Δράκον Σούτζον τον εν Ουγγροβλαχία»∙ τους συνθέτες των λαϊκών ασμάτων της Κωνσταντινούπολης που συνδέουν τον οίνο, τον πόθο και τη συλλογή διηγημάτων «Έρωτος Αποτελέσματα» του Ι***Κ*** (Βιέννη, 1792)• ίσως και τους πρωταγωνιστές στο πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα «Ερμήλος ή Δημοκριθηράκλειτος» του Μιχαήλου Περδικάρη (Βιέννη, 1817)• ίσως τους αισθαντικούς και εγλεντζέδες ποιητές Ιωάννη Βηλαρά και Αθανάσιο Χριστόπουλο, ή τον Διονύσιο Σολωμό∙ επίσης, ο Κ.Π. Καβάφης προσφέρει το πεντάστροφο ποίημα του 1886 που έχει τον τίτλο «Βακχικόν», στα ίδια χρόνια που και ο Βασίλης Μιχαηλίδης της Κύπρου προσέφευγε στους σατιρικούς στίχους και σε τραγούδια «εντεψίζικα».

Τίποτα από αυτά. Στην ποιητική συλλογή «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» (προεξαγγελτικά τοποθετούμαι!) το αυθεντικό λαϊκό κυπριακό ύφος και ήθος συναντά στο αλωνάκι της ποίησης το λαϊκό είδος ποιητικής έκφρασης που έχει τη ρίζα του στην Ιαπωνία (από τον 15ο αιώνα και εξής), που στη Δύση αποδίδεται με τη λέξη «χαϊκού». Μέσα στην αυστηρή τρίστιχη μορφή των δεκαεπτά συλλαβών [5-7-5] με φυσιοκρατικό περιεχόμενο, πολλοί δημιουργοί δοκιμάστηκαν και συνετρίβησαν, εκλαμβάνοντας ως «ευπρόσιτο» το «δύσβατο» του χαϊκού! Εγχείρημα δύσκολο. Αλλά η προκείμενη συνάντηση του Π. Νικολαΐδη με το «χαϊκού» παράγει ένα αποτέλεσμα πυκνό, αφαιρετικό, χωρίς φλυαρίες, πρωτοποριακό σε σημαντικό βαθμό. Και εξηγούμαι: ο λυρισμός του δεν εξαντλείται στην απόδοση λεπτών συναισθηματικών εκφάνσεων ή απεικονίσεων της Φύσης. Σαν σε κινηματογραφικό πλατό, ο ποιητής εισάγει τον άνθρωπο με τους έρωτες, τις χαρές και τους καημούς του, την κοινωνία με τις φοβίες, τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες. Βεβαίως, ανεξάρτητα από τις αποτιμήσεις τις δικές μου ή τρίτων, ο αναγνώστης κρίνει, αν του αρέσει ένας τέτοιος τρόπος ποιητικής έκφρασης.

Μελετώντας τα ποιήματα της συλλογής, στη σκέψη μου στριφογυρνούσε ένας ωραίος στίχος: «Και το κρασί μηχανευτής πολύλαλος (είναι)». Ανήκει στον λυρικό ποιητή της αρχαιοελληνικής κλασικής εποχής Φιλόξενο τον Κυθήριο (435 π.Χ., Κύθηρα - 380 π.Χ., Έφεσος). Ακριβώς, επειδή χορηγός της έκδοσης είναι το «Οινοποιείο Βλασίδη» (βιοτεχνία της ορεινής Λεμεσού), η έκδοση γίνεται γεγονός στο μεταίχμιο ποίησης και οινοποίησης, όσο κι αν οι στυγνές λογικές των «αγορών» και της παγκοσμιοκρατίας πασχίζουν μέσα από μεγέθη βιομηχανοποιημένων παραγωγών να περιθωριοποιήσουν την ποιοτική δημιουργία και την προσωπική σφραγίδα τόσο του ποιητή όσο και του βιοτέχνη οινοποιού. Εδώ, ο στίχος και ο οίνος συμμαχούν και σπεύδουν να ανανεώσουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων: Δεν γίνεται να αποκρυφτεί η απήχηση του αρχαίου θεού Διόνυσου, καθώς συνεχίζουν, ευτυχώς, οι άνθρωποι και σήμερα να επιθυμούν το ωραίο ξεφάντωμα, ιδίως μέσα από το συλλογικό γλέντι.

Στις ποιητικές συλλογές που προηγήθηκαν, ο ποιητής γίνεται ο ίδιος «Σαν ίαμβος καθρέφτης», δοκιμάζει υπαινικτικά τις δυνάμεις του ώσμε ν’ αγγίξει το αληθινό, παραμερίζοντας την επιφάνεια∙ με λυρισμό νεανικό δομεί την αισθαντικότητα και την αισθητική του• πολιορκεί τον ένδον κόσμο και εκπορθεί τα «μυστικά» του• αποκαλύπτει με ειρωνεία τις γκρίζες ζώνες των ποιητικών συντεχνιών. Στη δεύτερη συλλογή «Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν» η πίκρα από τη γενικευμένη αλλοτρίωση και από την αποκαρδιωτική στάση της μητριάς πατρίδας που σακατεύει την ιστορική μνήμη, τον λόγο, την ανθρωπιά, την ηθική αγνότητα, τις «ελληνικές αντοχές» ∙ οδηγεί στην πικρή ξενιτειά, στη φιλόξενη «πατρίδα του λόγου», στην ιώδη επικράτεια της ποίησης. Στις συλλογές αυτές, με την πυκνή και αφαιρετική αποκάλυψη του εσωτερικού κόσμου, με την προσεκτική αξιοποίηση πολλών μορφικών στοιχείων, αποπειράται να αποδώσει όλα όσα ο ίδιος θεωρεί υλικά αντοχής και αντίστασης στην πολύμορφη πολιορκία του ποιητικού υποκειμένου.

Με την «Οινοποίηση. 66 χαϊκού για το κρασίν τζαι την ποίησην» ο Παναγιώτης Νικολαΐδης οδηγεί τον αναγνώστη στον τρίτο αναβαθμό της ποιητικής κλίμακας, που επί χρόνια με πεισμώδη προσπάθεια ο ίδιος διαμορφώνει. Με τη δύναμη της κυπριακής διαλέκτου, με άδολο ύφος και νεανικό μπρίο ο δημιουργός συνεχίζει χωρίς εκπτώσεις αισθητικές, αλλά και χωρίς εκζήτηση. Η άμπελος η αληθινή έφερε ωραίους καρπούς στον καλλιεργητή της ποίησης. Κι αυτός μάς κερνά μόνο 198 στίχους και, όπως στόχευε, μάς ευφραίνει με το απόσταγμα των καρπών της κυπριακής γης, αυθεντικό, ατόφιο, κερασμένο στο κρυστάλλινο, καθάριο ποτήρι της ντοπιολαλιάς. Στο σημείο αυτό ανακαλώ στη μνήμη τον Κώστα Μόντη και τους χαρακτηριστικούς στίχους, που σαν να γράφτηκαν για να προκαλέσουν τους νεότερους δημιουργούς, μαζί με αυτούς και τον Π. Νικολαΐδη:

Και τι θα γίνει η ποίηση
που πρέπει να γραφτεί στην Κυπριακή διάλεκτο,
και τι θα γίνει η ποίηση
που δεν έχει άλλη εκλογή;

Η προσεγμένη καλλιτεχνικά και τυπογραφικά έκδοση μικρού σχήματος «τραβήχτηκε» από το γνωστό λευκωσιάτικο τυπογραφείο «Θέοπρες». Προσγειώνεται, λοιπόν, στο σκληρό και άνυδρο πολιτιστικό πεδίο με τη μεστότητα, τη μεθυστική γλυκύτητα και την ευγένεια ήθους που προσδίδει στο ολιγόστιχο ποιητικό σώμα η χρήση του κυπριακού ιδιώματος. Η ευφορία συναισθημάτων και ο εγκωμιασμός του οίνου διαχέονται στα τρία μέρη της συλλογής: «Ορεκτικόν», «Κυρίως κρασίν» και «Επιδόρπιον».

Βεβαίως, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ και στις αρχικές πεζόμορφες, μα μεστές και ρυθμικές, «Ευκαριστίες», όπου ξεχειλίζει η ποιητική διάθεση και το κεκτημένο του ποιητάρη: Σοφία ζωής η έναρξη με ευχαριστίες προς τον Θεό και προς τις Μούσες. Ακολούθως μνημονεύονται οι Διονύσιος Σολωμός και Βασίλης Μιχαηλίδης, πηγές της πνευματικής ζωής –εμπνευστές του Νικολαΐδη, αλλά και εραστές του οίνου οι ίδιοι. Συνάμα είναι παρούσα και η πραγματική ζωή, γονείς, αγαπημένη σύζυγος , τέκνα. Έπονται οι αμπελουργοί, οι οινοποιοί, ο λαϊκός άνθρωπος που αγαπά, εργάζεται τίμια, παράγει πνεύμα και οίνο και ποίηση! Καταστάλαγμα της λαϊκής εμπειρίας στην κατακλείδα η αποστροφή προς το «ζοπόκρασσον τζαι ξίδιν» (δηλαδή το χαλασμένο και ξινισμένο κρασί) που οι ακαμάτηδες πολιτικοί κερνούν τον κοσμάκη, καθώς δεν νιώθουν τον παλμό της ζωής παρά μόνον τα ξινισμένα συναισθήματά τους.

Περιγραφικά μιλώντας, στα προεόρτια του γλεντιού περιλαμβάνεται το πρώτο μέρος, το «Ορεκτικόν» (λιτό και αναγκαίο σαν το σύνηθες ορεκτικό). Αυτό βεβαιώνει ο αποφθεγματικός υπότιτλος «Πίννε κρασίν να ’σεις ποίησιν» , που ξεμπροστιάζει τους «γιατρούς» και τις εύκολες «συνταγές υγιεινής ζωής», που μας φοβίζουν διαρκώς ότι το κρασί ανεβάζει την «πίεση». Το ίδιο επενεργούν και τα τρία πρώτα χαϊκού, όπου η σύμπλεξη κρασιού και ποίησης περνά μέσα από την σκέψη και την αξία της - από το χρώμα κι από την φαινομενικά «τετριμμένη» καθημερινή οδηγία διατήρησης του εμφιαλωμένου κρασιού. Οι στίχοι κατατείνουν σε πυκνές οπτικοποιημένες επεξηγήσεις προς τον ρέκτη των απολαύσεων. Συγκρατώ ιδίως το πρώτο χαϊκού, που φαίνεται να επέχει θέση διακήρυξης του ποιητή, όταν διατείνεται:

Έναν ποίημαν
Τζι έναν μπουκκάλλιν κρασίν
Καλόν σκέφτονται

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κυρίως Κρασίν», ο ποιητής ανοίγει τα χαρτιά του, για την ακρίβεια ετοιμάζει τα ποτήρια και κερνά ακροατές, αναγνώστες, γνωστούς και άγνωστους φίλους. Έχει, βεβαίως, τοποθετήσει πρώτα ως υπότιτλο τη λατινική φράση “Ιn vino veritas” (: «Στο κρασί η αλήθεια»). Απόφθεγμα για το οποίο δεν θα είχε ισχυρή αντίρρηση ο πρόγονος μας Ηράκλειτος, που αναζητούσε «εν βυθώ» την αλήθεια, ενίοτε με τη βοήθεια του οίνου. Η ρήση των γλεντζέδων Ρωμαίων προϊδεάζει για τα επόμενα οκτώ χαϊκού [σελ.15-17], όταν το ξυνιστέρι και το μαραθεύτικο συναντούν τον λιγωμένο εραστή, τον ανήσυχο για τις μικρές απολαύσεις της ζωής άνθρωπο, τον σκεπτόμενο που αναζητά την πορεία του κόσμου πέρα από περιορισμούς, σύνορα και καθωσπρεπισμούς. Όταν τα κρασιά με τη βαθιά τους δύναμη και τη φίνα γεύση ενισχύουν τον υπαρξιακό κραδασμό:

Ο νους πετάσιν
Το γαίμαν τραβά κάτω
Εμοιράστηκα

Ή όταν επηρεάζουν την εναγώνια πάλη με τις λέξεις και την ποιητική τέχνη:

Φτωχέ μου στίχε
Εν θα γίνεις ποττέ σου
Μαραθεύτικον

Εδώ με τρόπο μελετημένο έχουν κατακτήσει τη θέση τους ποιήματα που φέρνουν τον αναγνώστη της ποίησης του Π. Νικολαΐδη (μακριά από το υστερικό τηλεοπτικό σήριαλ «Μπρούσκο» των νεοπλουσίων) στην πιο φυσική ζωή της λαϊκής συνοικίας και ιδίως της επαρχίας. Μια ζωή, όπως τη ζούμε ακόμη ή έστω αυτή που κουβαλάμε μέσα στα παιδικά μας χρόνια και τον νου μας, όσοι βιώσαμε ανάλογες εμπειρίες. Μια ζωή που πρωταγωνιστεί ο αληθινός άνθρωπος –μέσα και πέρα από τις μικρότητες και τις μεγαλοσύνες του– με τους μύθους και τις αλληγορίες, τα πειράγματα και τα «τσιαττιστά» του καφεννέ, με τα αινίγματα και τα λογής παραμύθια στην οικογενειακή μάζωξη, με τα ντέρτια και τη σκωπτική διάθεση, με το άγγιγμα του πόνου και τη διαφυγή στο τραγούδι της μάνας το απόβραδο ή με τον χορό και τα «δοτζίμια» στα γλέντια και στα πανηγύρια. Παραθέτω τους τίτλους των ποιημάτων: «Τρία Παραμύθκια που ήπιαν κρασίν», «Το κρασίν τζαι το ποίημαν στρακόττον», «Ποιητής», «Οινοποιός» «Το δοτζίμιν του ποιητή» , «Το δοτζίμιν του οινοποιού», «Αίνιγμαν ποιητή», «Αίνιγμαν οινοποιού», «Προς πιστούς του κρασιού τζαι της ποίησης», «Προς άπιστους», «Προς πιστούς τζαι άπιστους», «Προς οινοποιούς», «Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυχάννουν» .

Ιδιαίτερα αισθητή παρουσία έχουν τα ποιήματα κοινωνικής ηθικής και κριτικής με αναφορές «Προς κατακτητές παλιούς τωρασινούς τζι αυριανούς», «Ένας μεθυσμένος μιλά τού Γριστού», «Προς αστυνομικόν αλκοτέστ τζαι συσκευήν ανίχνευσης», «Προς αστυνομικόν αλκοτέστ μανιχόν του».
Ως «Επιδόρπιον» (και μάλιστα με μότο την κυπριακά δοσμένη αποφθεγματική ρήση του Άγγλου κληρικού και συγγραφέα Τόμας Φούλερ «Ο Διόνυσος έπνιξεν πιο πολλούς που τον Ποσειδώναν») τρία χαϊκού: ως απόληξη μιας ευφρόσυνης και γενναίας προσπάθειας, που κατατείνει στο

Ό,τι τζι αν πούσιν
Εσού πάντα να ξέρεις
Είμαι σταφύλιν

μια αναφορά στην πρώτη αρχή του ταπεινού κόσμου της ευτυχίας.

Την έκδοση κλείνει ένα πολύτιμο τετρασέλιδο «Γλωσσάριν» με καίριες πραγματολογικές, ερμηνευτικές και νοηματικές επεξηγήσεις για τους αναγνώστες που κινούνται στο πανελλήνιο πολιτισμικό πεδίο. Ενισχύεται, έτσι, η σκέψη ότι η συλλογή και το γλωσσάρι συγκροτούν μια σημαντική συνεισφορά προβολής και κατανόησης της κυπριακής διαλέκτου στον εκτός Κύπρου Ελληνισμό.

*

Στη συλλογή αυτή, ο λυρισμός συνυφαίνεται με την πύκνωση εικόνων, συναισθημάτων, προσωπικής ευαισθησίας και συλλογικών προβληματισμών. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι οι αληθινές ποιητικές φωνές και εμπνεύσεις με απλότητα φωτίζουν και επιτρέπουν τη διαισθητική προσέγγιση αυτού του πολύπλοκου κόσμου μας:

Είμαι τζαι μαύρον
Όπως το σελιόνιν
Είμαι τζαι λευκόν

Μέσα σε 66 τρίστιχα ποιήματα με τη φόρμα των χαϊκού αποκαλύπτεται ένα πλήθος θεμάτων που πάνω τους εδράζεται η καθημερινότητα στη θετική και στην αρνητική της διάσταση (σελ. 39):

Εγιώνη κλαίω
Τζι εσείς πιστεύκετέ τους
Πως έν’ σάκχαρα;

Διαμορφώνουν αυτά το βασανιστικό και συνάμα γοητευτικό πέρασμα του ανθρώπου στην αιωνιότητα ή έστω την απόπειρα διεμβολισμού της μέσα στις σταθερές της φυσικότητας (σελ. 35):

Έναν πηγάδιν
Δεν σώννω να γεμώσω
Δος μου θάνατον

Έρωτας κι απόρριψη, αφοσίωση και άρνηση, αρχή και τέλος της βιωτής, φύση και «επινοήσεις/ κατασκευές», γλέντι και θρήνος: ιδού μερικά από τα καθοριστικά δίπολα της ανθρώπινης ζωής και της συλλογής «Οινοποίηση».
Με τη σκευή μεταμοντέρνων τεχνικών, ο ποιητής στήνει έναν κόσμο που ανασαίνει ακόμη παράδοση λαϊκή. Είναι ένας κόσμος της προφορικότητας –εμφανής ακόμη και στις σιωπές που επιβάλλει ο κάθε στίχος (σελ. 26):

Κλείσε τα μμάθκια
Να δεις τον κόσμον ξανά
Με την μούττην σου

Με τα πειράγματα, τα ευφάνταστα υπονοούμενα, την ιδιοσυστασία, τη λεβεντιά του, την καθαρή ματιά μπροστά στο καλό και στο κακό.
Ένας κόσμος που δεν εξαλείφτηκε παρά την επέλαση νεοφανών και εν πολλοίς ολέθριων ξενόφερτων στοιχείων. Κι ένας ποιητής αυτού του ωραίου κόσμου που έχει όπλο τον έρωτα και τη σάτιρα μεταμφιέζεται σε οίνο και χλευάζει την ξενόφερτη κατανάλωση ουισκιού (σελ. 27) :

Πίννε ουίσκιν
Τζι ας με πίννουν οι ξένοι
Που καταλάβουν

Με θυμοσοφία, ριζωμένη σε ευγενή μέταλλα του ελληνικού, δηλαδή του οικουμενικού, πολιτισμού ο ποιητής δίνει γλεντζέδικη εντολή για τη θανή του (σελ. 28):

Πον’ να πεθάνω
Να μεν κλάψει κανένας
Πιείτε ούλλοι σας

Με σατιρική διάθεση ανεξάντλητη γράφει για ρηχά πρόσωπα (σελ. 28):

Ήρτα σε ούλλους
Τζι εν μού ’δωκεν κανένας
Μιαν πότσαν μούχτιν

Ή προς σύμβολα της καταστολής και γραφειοκρατίας (σελ. 29):

Κκελλέν ! Γράψε με!
Πον’ να σε γραψω τζι εγιώ
Να με ‘γοράσεις

Μια κριτική εμπνευσμένη από λογοπαίγνια του λαού σε βάρος των αστυνομικών οργάνων της τάξεως (σελ. 29):

Φτωχόν όργανον
Μετράς το οινόπνευμαν
Δίχα τον πόνον

Με τις αισθήσεις (όραση, αφή, όσφρηση, γεύση κι ακοή ακόμη) να δίνουν τον γήινο τόνο και στις μεταφυσικές μεταβολές, μακριά από πανικούς και υστερίες για τις αναπόφευκτες αλλαγές της τύχης και της ζωής ανησυχίες, ο οίνος που ενισχύει το να ξεχνά ο άνθρωπος (σελ. 39):

Είμαστιν χώμαν
Να θυμάσαι να πίννεις
Για να ξηάννεις

Έτσι, απλά αποδίδεται ο επικούρειος φιλοσοφικός στοχασμός, σχεδόν ψυχοθεραπευτικός, στις συνθήκες γενικευμένης αλλοτρίωσης.
Με σατιρικό οίστρο, με οξυμένη κι εκλεπτυσμένη διάθεση ν’ ασκήσει κριτική σε καθιερωμένα πλέγματα μέσα από τη συνομιλία με τον ίδιο τον Χριστό ή έστω την αναπόφευκτη γκρίνια ως σύμπτωμα σωστικό στη δυσκολία της ζωής και της ποίησης (σελ. 21):

Πε μου Γριστέ μου
Τζοινωνώ κάθε νύχταν
Έν’ αμαρτία;

Κι ακόμη γράφει:

Φέρτε τον Γριστόν
Να γράψει το ποίημαν
Εν έσει κρασίν

Ξεχωρίζω από τις δεκάδες των στίχων που και σε τούτη τη συλλογή αγγίζουν ή υπαινίσσονται θέματα ποιητικής - παράμετρος που επανέρχεται και βασανίζει τον Π. Νικολαΐδη σε όλα τα έργα του- το ποίημα με τίτλο «Αίνιγμαν οινοποιού» (σελ. 24):

Πέντε γεναίτζες
Εκάμαν εφτά παιδκιά
Τζαι πέντ’ αγγόνια

Εδώ, δηλαδή, η σωματοποίηση της τεχνικής του χαϊκού [συλλαβές 5-7-5] συνυφαίνεται με την ανθρώπινη γονιμότητα και την ευφορία που το κρασί προσδίδει. Ένας κύκλος δημιουργίας, καρποφορίας, ευθυμίας!
Στο ποίημα «Το κρασίν τζαι το ποίημαν στρακόττον» (σελ. 19, τέσσερα χαϊκού): Τα δύο στοιχεία, κρασί και ποίημα, προσωποποιημένα σαν τον παλιό καλό καιρό του δημοτικού τραγουδιού, βρίσκονται σε αμάχη, αμφίρροπη κι αποκαλυπτική της εσώτερης σχέσης τους. Εδώ η χάρη και η φαντασία του ποιητή διαμορφώνουν έναν πρωτοφανή για χαϊκού διάλογο.

Το ποίημαν: Που τον Όμηρον
Οι Θεοί πίννουν νέκταρ

Το κρασίν: Τζείνοι χάννουσιν

Στη σύνθεση «Ο οίνος ερωτεύτηκεν την ποίησην τζαι συντυχάννουν» (18 χαϊκού, σελ. 30-35]: Ο Έρωτας είναι παρών ως ζωοδότης, μα και ωσάν σαράκι επικίνδυνο στον συναρπαστικό ποιητικό διάλογο του Ερωτευμένου Οίνου με την αέρινη Αγγέλισσά του, την Ποίηση! Ήχοι και εικόνες που σαν να φτάνουν ώσμε τις μέρες μας από τα «κυπριακά ερωτικά ποιήματα», τις αναγεννησιακές «Ρίμες αγάπης»!

Οίνος Το δειν σου κόρη
Ραΐζει το ποτήριν
Πόθθεν να σε δω;

Στα 66 χαϊκού της ποιητικής συλλογής τεχνική, μελωδία, ρυθμός, λόγος συνυφασμένα με μια βιοθεωρία επηρεασμένη από το λαϊκό πολιτισμό και μια σύνθετη επεξεργασία πολλαπλών αισθητικών και φιλοσοφικών ωσμώσεων, αναπνέουν μέσα στα «βαρέλια» ενός ευαίσθητου και δημιουργικού ποιητή, του Παναγιώτη Νικολαΐδη. Θυμίζω, τέλος, τον παλιό οινόφιλο και λόγιο πολυμαθή άρχοντα Βυζάντιο Δράκο Σούτζο που «έζησε εν Ουγγροβλαχία». Διάβασε κι αυτός την «Οινοποίηση», κι ενθουσιάστηκε θεωρώντας την μια πρωτοποριακή ποιητική σύνθεση για την κυπριακή ποιητική παραγωγή. Ο άρχοντας αυτός, συνέγραψε τον 17ο αι. το ποίημα «Έπαινος εις το κρασίν» και ζήτησε να μας θυμίσει μέσω του διαδικτυακού περιοδικού την απόληξή του ποιήματος, καθώς προσαρμόστηκε κι ο ίδιος στο ποιητικό κλίμα της ποιητικής συλλογής και επιθυμεί να προειδοποιήσει όποιον τον οίνο δεν αγαπά:

«Εσένα όποιος σ’ αρνηθεί και δεν μετανοήσει,
μένει αναπολόγητος εις την δευτέρα κρίση.
Πτωχός αν ζήσω πάντοτε και τύχω μεθυσμένος
στην ώρα του θανάτου μου, πεθαίν’ ευτυχισμένος».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1-Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι λυρικοί, Ιαμβογράφοι, τόμος Δ΄, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2007³, σελ. 155-156: «Ολίγα φρονέουσιν οι χάλιν πεπωκότες».
2- Σ’ αυτό συνυπάρχουν οι κριτικές για τα ήθη της εποχής, τα γλεντοκοπήματα του αφέντη Μελιρά και τα παθήματα του φημισμένου γιατρού της Κωνσταντινούπολης Ερμήλου, που από μια παραξενιά της τύχης μεταμφιέστηκε σε όνο.
3-Κ.Π. Καβάφης, Αποκηρυγμένα ποιήματα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990, 25.
4- Ενδεικτικά βλ. Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα. Επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου, εκδ. Μικροφιλολογικά, Λευκωσία 2013, 44-45.
5-Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι λυρικοί, Χορικολυρικοί, τόμ. Α΄, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2003, σελ. 296-297: «Ευρείτας οίνος πάμφωνος».
6-Γιάννης Στρούμπας, «Του καρπού και της λαλιάς», Τα Ποιητικά, τχ. 14, Ιούνιος 2014, σ. 7-8.
7- Να ‘σεις = να έχεις.
8-Ποιοτικές οινοποιήσιμες ποικιλίες της Κύπρου.
9- Πετάσιν, το : ο χαρταετός.
10-Τσαττιστά: στιχουργικοί αυτοσχεδιασμοί δύο και πλέον ποιητάρηδων που ταιριάζουν δίστιχα με ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους.
11-Δoτζίμιν, το: η δοκιμασία, αγώνισμα με λιθάρι.
12-Σελιόνιν, το: το χελιδόνι.
13-Μούττη, η : η μύτη
14-Πότσα, η: η μπουκάλα• μούχτιν: δωρεάν.
15-Κκελέν: αγύριστο κεφάλι (έκφραση αγανάκτησης).
16-Να ξηάννεις: να ξεχνάς
17-Γεναίτζες: γυναίκες.
18- Συντυχάννω: συνομιλώ.
19-Το δειν: η ματιά, το βλέμμα.
20- Γλυκερία Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου, «”Έπαινος εις το κρασίν”-“Περί μεθύσου”. Δημώδη μεσαιωνικά και νεώτερα κείμενα», Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 39ος (Αθήνα, 1972-73), σ. 594-611, εδώ σ. 607.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles