Αντιβίωση
Ο γιατρός, πρώτος εξάδελφος, μου έγραψε μια ισχυρή αντιβίωση και μου μίλησε με αυστηρό τόνο.
«Έχεις ακροαστικά! Ακόμα δεν φτιάξαμε το στομάχι και μου ήρθες με πνευμονία. Τι θα γίνει με σένα· έχεις βαλθεί να αυτοκτονήσεις;»
«Η πόλη», πήγα να πω, αλλά κρατήθηκα. Δεν θα καταλάβαινε. «Προχθές που έβρεχε, ξέχασα την ομπρέλα», δικαιολογήθηκα. Δεν συνέχισε. Κοιτούσα κάτω σαν μετανιωμένο άτακτο παιδί.
«Εντάξει», μου είπε καθώς έφευγα. «Θα την πάρεις τουλάχιστον δέκα μέρες και μην ξεχνάς τα χάπια για το στομάχι». Με χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Ελάτε», απευθύνθηκε στον επόμενο ασθενή, ενώ απομακρυνόμουν.
Βγήκα στο δρόμο. Υγρασία είχε μουσκέψει την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη. Όλα βυθισμένα στην ομίχλη. Με έπιασε βήχας. Τυλίχτηκα με το πανωφόρι και σήκωσα τους γιακάδες. Φόρεσα και το σκούφο. Κρύο δριμύ. Γενάρης. Η υγρασία είναι πιο ύπουλη από τον παγωμένο αέρα. Περνά μέσα από τους πόρους και σε μασάει σιγά σιγά. Ακούς το τρίξιμο από τα κόκκαλα.
«Η πόλη», ήθελα να πω στο γιατρό. «Αυτό το συνεχές κλάμα της μ’ αρρώστησε. Βροχή και υγρασία. Λίγα χρόνια έλειψα και με υποδέχθηκε με άλλο πρόσωπο. Θλιμμένη και θλιβερή. Είχαν αλλάξει σχεδόν όλα, λες και ήρθα σε άλλη πόλη».
Μπήκα σε ένα φαρμακείο. Μετά περπάτησα μέχρι που έφτασα πάλι έξω από το καφενείο του Κωστόπουλου. Εκεί ήμουν προχθές, όταν βράχηκα και άρπαξα την πνευμονία. Ξαναπήγα γιατί ήθελα να βγάλω μερικές φωτογραφίες. Σε μια προσπάθεια επανένταξης, επισκεπτόμουν μέρη γνωστά κι αγαπημένα για να πάρω τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ήταν ένα παλιό γωνιακό κτήριο, φτιαγμένο με ασύμμετρες πέτρες. Δεν είχε καμιά αισθητική. Κάτω, που λειτουργούσε το καφενείο, υπήρχαν μεγάλες γκρι ξύλινες πόρτες με τζαμαρίες. Πάνω από το ισόγειο προεξείχε ένα τσιμεντένιο μπαλκόνι με χαμηλά κάγκελα, που εμφανώς προστέθηκε αργότερα, όπως και το δώμα με ασοβάντιστα τούβλα, στο οποίο έμενε η οικογένεια. Εντύπωση μου έκανε, όταν πήγαινα εκεί μικρός, ότι το μπαλκόνι αυτό το άχαρο ήταν γεμάτο γλάστρες με πανέμορφα λουλούδια. Τα καλοκαίρια, πολλές φορές, πίσω από τις γλάστρες, δίπλα σε ένα σιδερένιο τραπεζάκι, διέκρινα τη φυσιογνωμία του Ανέστη, του συμμαθητή μου και τον χαιρετούσα. Με τον Ανέστη καθόμασταν αργότερα, στο Λύκειο, στο ίδιο θρανίο.
Πολύ με έθελγε μια πράσινη πινακίδα -υπάρχει ακόμα ξεθωριασμένη και μισοσβησμένη- πάνω από την είσοδο, η οποία έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «Καφενείον η συνάντησις». Αλλά και η μυρωδιά της σκουριάς από το μπουρί της σόμπας, που έσταζε σε έναν κουβά και από κει χυνόταν κι έβαφε το γύρω πεζοδρόμιο, μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση. Όταν έμπαινα στο μαγαζί, όμως, κυριαρχούσε παντού, πάνω κι από τον καφέ, η σπιρτάδα από το τσίπουρο που τα είχε διαποτίσει όλα.
Κάθισα ώρα πολλή έξω από το σκονισμένο τζάμι και κοίταζα μέσα την αίθουσα. Στον νου μου ερχόταν ο καπνός από τα τσιγάρα και την ξυλόσομπα στο μέσον του μαγαζιού που κάθε τόσο, όταν φυσούσε, κάπνιζε. Ο καπνός αιωρούνταν σαν σύννεφο πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων που κουβέντιαζαν δυνατά, παίζοντας τάβλι, ξερή και πρέφα, με κάτι λιωμένες, πολυκαιρισμένες τράπουλες. Ο πατέρας προτιμούσε το τραπέζι στο βάθος δεξιά. Εκεί τον αναζητούσα, όταν κάτι ήθελε η μητέρα. Ο Κωστόπουλος, φορώντας στη μέση μια άσπρη ποδιά με τσέπες για τα ψιλά, πηγαινοερχόταν, και πότε τον έβρισκες πίσω από τον πάγκο να ετοιμάζει καφέδες, τσίπουρα και μεζέδες και πότε αποξεχνιόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, παρακολουθώντας κάποια ενδιαφέρουσα παρτίδα σε εξέλιξη. Στο πρόσωπό του και της συζύγου του, που τον βοηθούσε, έβλεπες την έγνοια και την ετοιμότητα να είναι όλα εντάξει, αλλά και μια κρυφή χαρά στο βάθος των ματιών τους, που το καφενείο ήταν πάντα γεμάτο. Ο Κωστόπουλος, κάθε που πήγαινα στο μαγαζί, μου χαμογελούσε και μου γέμιζε τις χούφτες με στραγάλια.
Φαίνεται όμως πως τα δέκα χρόνια που έλειψα, όσο και αν εγώ νιώθω σαν να έφυγα χθες, είναι πολλά τελικά. Στο παλιό καφενείο παντού υπάρχει μια αίσθηση εγκατάλειψης. Η αίθουσα άδεια. Μόνον οι κιτρινισμένοι από τα χρόνια και τη νικοτίνη τοίχοι θυμίζουν το παρελθόν του. Άδειο και το μπαλκόνι από λουλούδια. Μονάχα ένα σκουριασμένο μπουρί στο δώμα καπνίζει κάπου κάπου ακόμα. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Ανέστη, που ήταν το μοναχοπαίδι τους, έχασε ο Κωστόπουλος και η γυναίκα του εκείνη τη χαρά που έβλεπα στα μάτια τους. Μαράθηκαν σαν τα λουλούδια τους. Έκλεισαν το καφενείο και αποσύρθηκαν απ’ τη ζωή.
Ένας άγριος βήχας με επανέφερε στην πραγματικότητα. Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξα βιαστικά δύο φωτογραφίες. Μία την πρόσοψη με την πινακίδα «Καφενείον η συνάντησις» και μία το στρογγυλό κενό στον τοίχο που άφησε το μπουρί της σόμπας. Μετά τάχυνα το βήμα κι απομακρύνθηκα. Στην τσέπη μου ψαχούλεψα το κουτί με το φάρμακο. Ήταν η ώρα της αντιβίωσης.