Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αλέξανδρος Βαναργιώτης, “Η θεωρία των χαρταετών”, Παράξενες Μέρες, 2016

$
0
0

Αν­τι­βί­ω­ση

Ο για­τρός, πρώ­τος ε­ξά­δελ­φος, μου έ­γρα­ψε μια ι­σχυ­ρή αν­τι­βί­ω­ση και μου μί­λη­σε με αυ­στη­ρό τό­νο.
«Έ­χεις α­κρο­α­στι­κά! Α­κό­μα δεν φτι­ά­ξα­με το στο­μά­χι και μου ήρ­θες με πνευ­μο­νί­α. Τι θα γί­νει με σέ­να· έ­χεις βαλ­θεί να αυ­το­κτο­νή­σεις;»
«Η πό­λη», πή­γα να πω, αλ­λά κρα­τή­θη­κα. Δεν θα κα­τα­λά­βαι­νε. «Προ­χθές που έ­βρε­χε, ξέ­χα­σα την ομ­πρέ­λα», δι­και­ο­λο­γή­θη­κα. Δεν συ­νέ­χι­σε. Κοι­τού­σα κά­τω σαν με­τα­νι­ω­μέ­νο ά­τα­κτο παι­δί.
«Εν­τά­ξει», μου εί­πε κα­θώς έ­φευ­γα. «Θα την πά­ρεις του­λά­χι­στον δέ­κα μέ­ρες και μην ξε­χνάς τα χά­πια για το στο­μά­χι». Με χτύ­πη­σε φι­λι­κά στην πλά­τη. «Ε­λά­τε», α­πευ­θύν­θη­κε στον ε­πό­με­νο α­σθε­νή, ε­νώ α­πο­μα­κρυ­νό­μουν.
Βγή­κα στο δρό­μο. Υ­γρα­σί­α εί­χε μου­σκέ­ψει την πό­λη α­π’ ά­κρη σ’ ά­κρη. Ό­λα βυ­θι­σμέ­να στην ο­μί­χλη. Με έ­πια­σε βή­χας. Τυ­λί­χτη­κα με το πα­νω­φό­ρι και σή­κω­σα τους γι­α­κά­δες. Φό­ρε­σα και το σκού­φο. Κρύ­ο δρι­μύ. Γε­νά­ρης. Η υ­γρα­σί­α εί­ναι πιο ύ­που­λη α­πό τον πα­γω­μέ­νο α­έ­ρα. Περ­νά μέ­σα α­πό τους πό­ρους και σε μα­σά­ει σι­γά σι­γά. Α­κούς το τρί­ξι­μο α­πό τα κόκ­κα­λα.
«Η πό­λη», ή­θε­λα να πω στο για­τρό. «Αυ­τό το συ­νε­χές κλά­μα της μ’ αρ­ρώ­στη­σε. Βρο­χή και υ­γρα­σί­α. Λί­γα χρό­νια έ­λει­ψα και με υ­πο­δέ­χθη­κε με άλ­λο πρό­σω­πο. Θλιμ­μέ­νη και θλι­βε­ρή. Εί­χαν αλ­λά­ξει σχε­δόν ό­λα, λες και ήρ­θα σε άλ­λη πό­λη».
Μπή­κα σε έ­να φαρ­μα­κεί­ο. Με­τά περ­πά­τη­σα μέ­χρι που έ­φτα­σα πά­λι έ­ξω α­πό το κα­φε­νεί­ο του Κω­στό­που­λου. Ε­κεί ή­μουν προ­χθές, ό­ταν βρά­χη­κα και άρ­πα­ξα την πνευ­μο­νί­α. Ξα­να­πή­γα για­τί ή­θε­λα να βγά­λω με­ρι­κές φω­το­γρα­φί­ες. Σε μια προ­σπά­θεια ε­πα­νέν­τα­ξης, ε­πι­σκε­πτό­μουν μέ­ρη γνω­στά κι α­γα­πη­μέ­να για να πά­ρω τα πράγ­μα­τα α­π’ την αρ­χή.

Ή­ταν έ­να πα­λιό γω­νια­κό κτήριο, φτι­αγ­μέ­νο με α­σύμ­με­τρες πέ­τρες. Δεν εί­χε κα­μιά αι­σθη­τι­κή. Κά­τω, που λει­τουρ­γού­σε το κα­φε­νεί­ο, υ­πήρ­χαν με­γά­λες γκρι ξύλινες πόρ­τες με τζα­μα­ρί­ες. Πά­νω α­πό το ι­σό­γει­ο προ­ε­ξεί­χε έ­να τσι­μεν­τέ­νιο μπαλ­κό­νι με χα­μη­λά κάγ­κε­λα, που εμ­φα­νώς προ­στέ­θη­κε αρ­γό­τε­ρα, ό­πως και το δώ­μα με α­σο­βάν­τι­στα τού­βλα, στο ο­ποί­ο έ­με­νε η οι­κο­γέ­νεια. Εν­τύ­πω­ση μου έ­κα­νε, ό­ταν πή­γαι­να ε­κεί μι­κρός, ό­τι το μπαλ­κό­νι αυ­τό το ά­χα­ρο ή­ταν γε­μά­το γλά­στρες με πα­νέ­μορ­φα λου­λού­δια. Τα κα­λο­καί­ρια, πολ­λές φο­ρές, πί­σω α­πό τις γλά­στρες, δί­πλα σε έ­να σι­δε­ρέ­νιο τρα­πε­ζά­κι, δι­έ­κρι­να τη φυ­σι­ο­γνω­μί­α του Ανέστη, του συμ­μα­θη­τή μου και τον χαι­ρε­τού­σα. Με τον Ανέστη κα­θό­μα­σταν αρ­γό­τε­ρα, στο Λύ­κει­ο, στο ί­διο θρα­νί­ο.
Πο­λύ με έ­θελ­γε μια πρά­σι­νη πι­να­κί­δα -υ­πάρ­χει α­κό­μα ξε­θω­ρι­α­σμέ­νη και μι­σο­σβη­σμέ­νη- πά­νω α­πό την εί­σο­δο, η ο­ποί­α έ­γρα­φε με καλ­λι­γρα­φι­κά γράμ­μα­τα «Κα­φε­νεί­ον η συ­νάν­τη­σις». Αλ­λά και η μυ­ρω­διά της σκου­ριάς α­πό το μπου­ρί της σόμ­πας, που έ­στα­ζε σε έ­ναν κου­βά και α­πό κει χυ­νό­ταν κι έ­βα­φε το γύ­ρω πε­ζο­δρό­μιο, μου έ­κα­νε ι­δι­αί­τε­ρη αί­σθη­ση. Ό­ταν έμ­παι­να στο μα­γα­ζί, ό­μως, κυ­ρι­αρ­χού­σε παν­τού, πά­νω κι α­πό τον κα­φέ, η σπιρτάδα α­πό το τσί­που­ρο που τα εί­χε δι­α­πο­τί­σει ό­λα.
Κά­θι­σα ώ­ρα πολ­λή έ­ξω α­πό το σκο­νι­σμέ­νο τζά­μι και κοί­τα­ζα μέ­σα την αί­θου­σα. Στον νου μου ερ­χό­ταν ο κα­πνός α­πό τα τσι­γά­ρα και την ξυ­λό­σομ­πα στο μέ­σον του μα­γα­ζιού που κά­θε τό­σο, ό­ταν φυ­σού­σε, κά­πνι­ζε. Ο κα­πνός αι­ω­ρούν­ταν σαν σύν­νε­φο πά­νω α­πό τα κε­φά­λια των θα­μώ­νων που κου­βέν­τια­ζαν δυ­να­τά, παί­ζον­τας τά­βλι, ξε­ρή και πρέ­φα, με κά­τι λι­ω­μέ­νες, πο­λυ­και­ρι­σμέ­νες τρά­που­λες. Ο πα­τέ­ρας προ­τι­μού­σε το τρα­πέ­ζι στο βά­θος δε­ξιά. Ε­κεί τον α­να­ζη­τού­σα, ό­ταν κά­τι ή­θε­λε η μη­τέ­ρα. Ο Κω­στό­που­λος, φο­ρών­τας στη μέ­ση μια ά­σπρη πο­διά με τσέ­πες για τα ψι­λά, πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν, και πό­τε τον έ­βρι­σκες πί­σω α­πό τον πάγ­κο να ε­τοι­μά­ζει κα­φέ­δες, τσί­που­ρα και με­ζέ­δες και πό­τε α­πο­ξε­χνι­ό­ταν α­κουμ­πι­σμέ­νος στον τοί­χο, πα­ρα­κο­λου­θών­τας κά­ποι­α εν­δι­α­φέ­ρου­σα παρ­τί­δα σε ε­ξέ­λι­ξη. Στο πρό­σω­πό του και της συ­ζύ­γου του, που τον βο­η­θού­σε, έ­βλε­πες την έ­γνοι­α και την ε­τοι­μό­τη­τα να εί­ναι ό­λα εν­τά­ξει, αλ­λά και μια κρυ­φή χα­ρά στο βά­θος των μα­τι­ών τους, που το κα­φε­νεί­ο ή­ταν πάν­τα γε­μά­το. Ο Κω­στό­που­λος, κάθε που πήγαινα στο μαγαζί, μου χα­μο­γε­λού­σε και μου γέ­μι­ζε τις χού­φτες με στρα­γά­λια.
Φαίνεται όμως πως τα δέ­κα χρό­νια που έ­λει­ψα, ό­σο και αν εγώ νιώθω σαν να έφυγα χθες, εί­ναι πολ­λά τε­λι­κά. Στο πα­λιό κα­φε­νεί­ο παν­τού υ­πάρ­χει μια αί­σθη­ση εγ­κα­τά­λει­ψης. Η αίθουσα άδεια. Μό­νον οι κι­τρι­νι­σμέ­νοι α­πό τα χρό­νια και τη νι­κο­τί­νη τοί­χοι θυ­μί­ζουν το πα­ρελ­θόν του. Ά­δει­ο και το μπαλ­κό­νι α­πό λου­λού­δια. Μο­νά­χα έ­να σκου­ρι­α­σμέ­νο μπου­ρί στο δώ­μα κα­πνί­ζει κά­που κά­που α­κό­μα. Με­τά τον αιφ­νί­διο θά­να­το του Ανέστη, που ή­ταν το μο­να­χο­παί­δι τους, έ­χα­σε ο Κω­στό­που­λος και η γυ­ναί­κα του ε­κεί­νη τη χα­ρά που έ­βλε­πα στα μάτια τους. Μα­ρά­θη­καν σαν τα λου­λού­δια τους. Έ­κλει­σαν το κα­φε­νεί­ο και α­πο­σύρ­θη­καν α­π’ τη ζω­ή.
Έ­νας ά­γριος βή­χας με επανέφερε στην πραγματικότητα. Έ­βγα­λα τη φω­το­γρα­φι­κή μη­χα­νή και τρά­βη­ξα βι­α­στι­κά δύ­ο φω­το­γρα­φί­ες. Μί­α την πρό­σο­ψη με την πι­να­κί­δα «Κα­φε­νεί­ον η συ­νάν­τη­σις» και μί­α το στρογ­γυ­λό κε­νό στον τοί­χο που ά­φη­σε το μπου­ρί της σόμ­πας. Με­τά τά­χυ­να το βή­μα κι α­πο­μα­κρύν­θη­κα. Στην τσέ­πη μου ψα­χού­λε­ψα το κου­τί με το φάρ­μα­κο. Ή­ταν η ώ­ρα της αν­τι­βί­ω­σης.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles