Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γεωργία Γκούσιου, Δύο κείμενα

$
0
0

Μάτια ανθρώπων, μάτια καθρέπτες

Ένα τσιγάρο για διάλειμμα, εκεί στο τραπέζι δίπλα στην κουζίνα του εστιατορίου που εργάζομαι, μου δίνει την ευκαιρία να κοιτώ λαθραία τους θαμώνες στα μάτια.
Σωστό παρατηρητήριο σου λέγω.
Ένα ζευγάρι στο πρώτο τραπέζι κοντά στο παράθυρο γέμισε τον χώρο μαύρο σμίξιμο ανυπομονησίας και πόθου.
Στο διπλανό τους τραπέζι δύο ζευγάρια, οχτώ στο σύνολο τα μάτια, αδιάφορα σε χρώμα και συναίσθημα. Μόνο μία υποψία ανομολόγητου φθόνου, για τον ακράτητο ερωτισμό του νεαρού ζευγαριού με τα μαύρα λαμπερά μάτια. Ότι και αν ομολογήσουν θα πρέπει να το διαπραγματευτούν. Πως όμως να μπει σε διαπραγμάτευση η ρουτίνα και η σήψη των σχέσεων. Παρά ‘κει σιμά τους γεύμα εργασίας. Εδώ να δεις γλέντια. Ποια Κοτοπούλη και ποιος Χορν; Ρεσιτάλ ηθοποιίας.
“Πόσο με εντυπωσίασε η δουλειά σου χρυσή μου”; Το σίγμα ως σύρσιμο οχιάς τραβηγμένο μέσα από την άψογη οδοντοστοιχία, “σαφώς καλύτερη από όλες. Η παρουσίαση δε “; Νάτο πάλι το φίδι να ξεδιπλώνεται εκεί στο σίγμα, “Εξαιρετική “.
Στο μεγάλο τραπέζι,κάτω από γυάλινη πυραμίδα με μπουκάλια από πενήντα χρόνων και βάλε, με ανάγκασαν να κλείσω τα δικά μου μάτια. Γαβγίσματα σκυλιών μου ακούστηκαν. Ουρλιάζουν και ξεσκίζονται για μία θηλύκια.
Η ομορφούλα της νεαροπαρεάς συρρίκνωσε τις μαβιές κόρες των ματιών της από υπερβολική δόση φιλαρέσκειας.
Αγαπημένο τραπέζι του χειμώνα, δίπλα στην σόμπα. Τα μάγουλα του αρσενικού έγιναν κατακόκκινα. Ίδιο και το χρώμα των ματιών του. Λίγο το μπρούσκο λίγο η φωτιά ζεστάθηκε το αίμα, πήχτωσε. Δεν έχει διάθεση να σηκώσει τα μάτια του παραπάνω από το ποτήρι του, το πολύ πολύ μέχρι το αβυσσαλέο ντεκολτέ της συμβίας του..
Μάτια, μάτια ανθρώπων.
Μάτια καθρέπτες.
Πάει και αυτή η βραδιά Γεωργία. Εις αναμονή για τα επόμενα.

Μάνα και ότι συνεπάγεται σ αυτή την ιδιότητα

Λευκό χρώμα στην σάρκα είδα, όταν τα στήθη της μάνας μου, ξεχυθηκαν και γέμισαν τις κόρες των ματιών μου, από ένα χρώμα που οι ζωγράφοι λένε πως δεν υπάρχει.
Κόκκινες, σκούρες θηλές με σημάδεψαν, όπως σημάδευε ο κυνηγός πατέρας μου τα άμοιρα πουλιά, για να σιτήσει την πολύτεκνη οικογένεια που σκάρωσε. Έτσι τουλάχιστον δικαιολογούσε το πάθος του.
Σαν μπεκάτσα ένοιωσα απέναντι στις φονικές ρόγες της μέχρι να ακούσω την οικεία φωνή της να με προστάζει “Την πετσέτα βρε Γεωργία, τι χάσκεις; ξεπάγιασα “.
Τόσο λευκό ξαναείδα όταν ένα μελαχρινό, μικρό κεφαλάκι χώθηκε στην σχισμή των σφιχτών μου βυζιων για να μου ρουφήξει λες την ζωή.
Να την πάλι η ολόλευκη σάρκα μπροστά μου. Νόμιζα πως είχα ξεχάσει εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα του Σαββάτου, όταν η μάνα τελευταία απ όλους, οπως έκανε πάντα, πλένονταν στην κουζίνα με την σόμπα να συναγωνίζεται την καταιγιδα σε μπουμπουνητά.
Μου ξερίζωσες τα σπλάχνα μου όταν ξεφυτρωσες απο την ένοχη φύση μου, με τρόμαξες, με πόνεσες τόσο πολύ κ αντί να σε τιμωρήσω καλούμε να σε αναστήσω.
Τι θέλεις από μένα; γιατί χώνεις τα κοφτερά σου νύχια στην σάρκα μου;
“Είσαι μάνα” μου είπες μάνα μου. Ε και; “Σιγά μην είμαι και θεός”, σου αποκρίθηκα.
Μικρε; Δεν ξέρω αν σε θέλω στην ζωή μου. Αν σε θέλω στο όμορφο στήθος μου που μόνο ηδονή χάριζε στο αρσενικό κορμί.
Ενοχές, τύψεις, αηδία για τα υγρά που ξερνάς απο το άμοιρο κορμί σου. Τα συναισθήματα στριμώχτηκαν επικίνδυνα στο μυαλό μου.
Να σε πάρω αγκαλιά γιε μου; Πάμε μια βόλτα απο τον πέμπτο όροφο του σπιτιού μας στο ισόγειο; Δεν θα πατήσουν τα πόδια μου ούτε σε πάτωμα ανελκυστήρα ούτε σε μαρμάρινα σκαλοπάτια. Φτερά θα φυτρώσουν στην πλάτη και θα μας πάνε γρήγορα στην Ιθάκη μας.
Όχι, είπαν τα μαύρα σαν πυρακτώμενα καρβουνάκια, μάτια σου.
Θα περάσουμε μαζί το μονοπάτι της λευκής σου σάρκας για να βγούμε σε άγνωστα πολύχρωμα μονοπάτια, είπες, χωρίς να κουνήσεις ουτε μια σταλιά τα κόκκινα χείλη σου.
Εδώ είμαι μάνα. Στα μάτια σου καθρεφτίζομαι.

***

Η Γεωργία Γκούσιου είναι πρωτοετής μαθήτρια στο Τμήμα Βιωματικής Γραφής στον “Χορίαμβο”


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles