Ναυαγιαίρεσις
Όμορφη λυπητερή ζωή
Οδυσσέας Ελύτης
Ρηγαδεύω σφαλματοκράτορας
Γιατί με διώχνεις, εικόνα βουβή, τη νύχτα,
τη νύχτα, που το στήθος βαραίνει πιο πολύ
ό,τι απομένει απ’ του χαμένου τη μοιρασιά
κι από το μαύρο χερικό του;
Πιο μαύρο το σκοτάδι τώρα πια
κι ακόμα πιο θαμπό το φως που τρεμοσβήνει
Μην ελπίζεις για ν’ αναθαρρήσει ο ουρανός
Μην ελπίζεις να φανούν
κι απόψε τ’ άστρα -
η ξαστεριά χειρότερη κι από αντίλαλο απολείτουργου,
μετά τη μεταρσίωση
Οι αγγέλοι εκπονούνε σχέδια επί χάρτου
εν τη απουσία σου,
ταπεινοσύνη αμαρτωλή,
και τα μίση τους ηώθεν
κι η αγάπη σου το ίδιο,
αποβροχάρη
Μην αναπωλείτε το παρελθόν
Πόσο εφιαλτικά απομακρύνομαι και φεύγω
με τό ‘να πόδι στον ουρανό, στο θάρρος,
και τ’ άλλο στου Δεκέμβριου τη φούχτα, θράσος,
πόσες ώρες μετά, πόσα χρόνια μετά
και τώρα, απέναντι, της λήθης ποτάμι θολό•
ψέματα -
άργησα τόσο νά ‘ρθω πίσω, γιατί δεν έφυγα ποτέ
απ’ το χωνευτήρι της θάλασσας, όπου το χέρι πάει μόνο του,
λίγο μετά ή λίγο πριν απ’ την καισάρισσα σιωπή
Τ’ αυτοκίνητα σαρώνουν τους δρόμους
με τα φώτα τους, σφυρίζοντας
Η σκιά μου προσπαθεί να μου κρυφτεί -
καμιά φορά το πετυχαίνει•
αλλά σαν προσπαθήσω εγώ για να χαθώ,
μάταιος θα ‘ν’ ο κόπος
Όχι•
δεν αρνούμαι τη μετάνοια,
αλλά ούτε θα μετανοώ και για την άρνηση
Προοίμιο
Γλυκό το τέλος μετά την κάθαρση• κι ο θάνατος είναι γλυκός• αλλ’ η ζωή ακόμα πιο γλυκιά