Στον ύπνο μου είδα τον παλιό μου κουρέα
Είχε την άνοιξη τριγύρω του και φύλλα
Συνταξιούχος με μια χλαίνη και μ’ άρβυλα
Του φίλησα το χέρι σαν αρχιερέα
Μες το κουρείο του Κλουβιά, γλάστρες με αστέρι
Η κάρτα του έγραφε: όπισθεν Δηλαβέρη
Οινόπνευμα, ξυράφια, οι μηχανές του.
Ποτέ δεν άκουσε κανένας τις φωνές του.
Βρήκα στον δρόμο τον κουρέα μου άλλων χρόνων.
Είχε περάσει τα εκατό βομβαρδισμένος.
Με ίσια μαλλιά και κατσαρά ήταν πνιγμένος.
Πελάτες του όλοι θαυμαστές των δολοφόνων.
Μια ρόμπα κάτασπρη καλά κολλαρισμένη
Στην τσέπη του έκρυβε μια τούφα αγιασμένη.
Κρυφά τη χάιδευε τις νύχτες, αναλόγως
Λες και τον είχε συνεπάρει κάποιος τζόγος.
Κρατούσε πάντα φυλαχτό απ’ τους πελάτες
Κάτι ελάχιστο από εκείνα τα μαλλιά τους.
Κι αφού δεν ήξερε να παίρνει απ’ την καρδιά τους
Γνώριζε τρόπους για να ζει με αυταπάτες.
Και καλλιτέχνες και υπάλληλοι κι εργάτες.
Όλοι στα χέρια του γινόνταν μαθητές του.
Και στρατηγοί και δεκανείς και οι αθλητές του
Στις αγορές κυκλοφορούσαν στρατηλάτες.
`
*
Πάντα κάτι μένει
Πάντα κάτι μένει για να πεις
Κάτι που είναι μόνο για τους άλλους
Να φιλήσεις πόδια ως τους αστραγάλους
Στους αλήτες να `σαι συνεπής
Τότε θα `σαι μες την αγορά
Ένας σεβαστός αρχιερέας
Σε βιτρίνα θα `σαι σπάνιος αμφορέας
Δίπλα σ’ αντικείμενα ιερά
Θα γραφτείς για πάντα στα χαρτιά
Με τ’ αποτυπώματα χεριών σου
Στην ασπρόμαυρη φωτό το πρόσωπό σου
Θα `ναι σαν τοπίο στη φωτιά
Χρόνια όσα έχεις σιχαθεί
Θα τους δίνεις το αίμα της καρδιάς σου
Για να πάρεις τίτλους τα παράσημά σου
Κι η ζωή σου να εξιλεωθεί
Πάντα κάτι μένει για να βρεις
Κάτι ο καθείς θα συμπληρώνει
Θ’ αγοράζει άλλος κι άλλος θα πληρώνει
Τη διαφορά θα εκλιπαρείς
Θα συρθείς. Θα θέλεις να σωθείς.
Το όνομά σου θα `ναι πια για γέλια
Και θα βλέπεις την καρδιά σου στα τσιγκέλια
Θα παρακαλάς μην τρελαθείς
`
*
Ο Άμλετ της βροχής
Με πέτσινη ρεπούμπλικα και μαύρη καπαρντίνα
τι παριστάνει ένα παιδί σ’ αυτή την εποχή
Τα είδωλα του σινεμά δεν είναι στην Αθήνα
Παρά μονάχα μες στη γη και πέρα απ’ τη βροχή
Ντυμένος Άμλετ στη βροχή κοιτάζω μιαν αφίσα
Κι ένα χρυσό περίστροφο μια γάμπα που τρυπά
Και λέω πως οι άνθρωποι που όλα τα κερδίσαν
Σαν κούκλες είναι που γελούν μες στις βιτρίνες πια
Κρυστάλλινα τα πόδια σου και κρύσταλλα καπνίζεις
Με χιόνι τα παπούτσια σου και χιόνι το παλτό
Τη στάχτη του τσιγάρου σου, στα χέρια μου αγγίζεις
Μα εγώ μετρώ τι μου ζητάς και πόσα σου χρωστώ
Ντυμένος Άμλετ στη βροχή γυρνώ στην επαρχία
Ζητώ να βρω ποιος μου `δωσε τσιγάρο μια στιγμή
Ποιος άγνωστος με πίστεψε πως θα `ναι επιτυχία
Χωρίς εμένα αν παιχτεί το έργο στη σκηνή
`
*
Χρόνια σαν τριαντάφυλλα
Χρόνια σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία,
τα δένδρα που ήταν άνθρωποι έχουν μαρμαρωθεί…
Χιόνι παλιό και μάλαμα, σαν ακριβή φιλία
κορίτσια που γεννήθηκαν κρατώντας το σπαθί
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου,
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με το όνομά σου
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά
Χρόνια πολλά, απ’ το 20, είν’ η λιθογραφία
σερβίρονται τα παγωτά, καφέδες αχνιστοί
Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία
εκεί που ζούνε οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί.
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου,
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με το όνομά σου
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά
`
*
Τη δόξα των ανθρώπων
Τη δόξα των ανθρώπων δε γυρίζω
στης πέτρας τη παλιά τη συλλογή
κι άλλο απ’ το μαύρο χόρτο δε γνωρίζω
παρά μονάχα σκέφτομαι κι ελπίζω.
ποια λόγια θα περάσουν την πληγή
και τι θα ξεχαστεί μ’ αυτά που χτίζω
Όσοι θα βρουν το φως να λιγοστεύει
και την καρδιά κρεμάσουν σε κλαδί
κοντά σε μια φωτιά που ζωντανεύει
στην όχθη που τον άνθρωπο παλεύει
το μαύρο φως και θέλει να τον δει
και στα μαλλιά του αγέρας να σαλεύει
Σ’ αυτούς η μοναξιά κι η λησμοσύνη
κι η πέτρα δίχως χώμα και νερό
γι’ αυτούς μέσα στον ύπνο τους θα μείνει
τ’ αηδόνι και το πλοίο Σαντορίνη
με δυο χιλιάδες φόρτωμα πικρό
στο γέλιο των κυμάτων που σ’ αφήνει
Γνωρίσαμε τον ορφανό και το φυλακισμένο
και μάθαμε τον κυνηγό και τον κυνηγημένο.
κι είδαμε κόρη να θρηνεί σε νυφικό κρεβάτι
και το γαμπρό μ’ αρματωσιά
σε μαύρο μονοπάτι