Quantcast
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Sotiris Sarakis, 10 Poems translated from the Greek by Yannis Goumas

Image may be NSFW.
Clik here to view.

`

ΤΟ ΚΡΑΣΙ

Λέω να φτιάξω εκείνο το κρασί.
Λέω να φτιάξω εκείνο το κρασί, όπως το ’φτιαχνες
πατέρα, κάθε χρόνο
τώρα που πήρα να γερνώ πολύ μου λείπει
η γεύση του, η μυρουδιά του αξέχαστη, το ρουμπινί του
χρώμα, εκείνη η απογείωση

πρέπει να πάω στον ίδιο τόπο
στον ίδιο τόπο να φυτέψω αμπέλι
τις ποικιλίες τις θυμάμαι, πέφτει
το βάρος σε μαυρούδι και φιλέρι
τα κλήματα κοντά, χωρίς νερό
και θα ρωτήσω λεπτομέρειες τους παλιότερους

λέω να φτιάξω εκείνο το κρασί
νύχτες και νύχτες να περνώ, χειμώνες
πίνοντάς το
ολόιδιο, δεν το βρίσκω πουθενά
πολύ μου λείπει
ολόιδιο, θα το πετύχω, ας χρειαστεί
πολύ να κουραστώ, πολύ να ψάξω
ολόιδια να μεθώ μ’ εκείνο το κρασί˙ όμως αλήθεια

αλήθεια πως φοβάμαι, δε θα το πετύχω
αλήθεια πως φοβάμαι, όλα τα βρίσκεις
όλα τα βρίσκεις, τρόπους, ποικιλίες, μα δε γυρνάς
ποτέ σου δε γυρνάς στα δεκαεφτά σου
χρόνια, ίδιο δε θα ’ναι
ίδιο δε θα ’ναι το κρασί κι ας παιδευτώ

ίδιο δε θα ’ναι, χάθηκε
χάθηκε οριστικά, πολύ μου λείπει
χάθηκε εκείνο το κρασί, πριν πόσα χρόνια
χάθηκε εκείνο το κρασί, ποτέ
δε θα το βρω, η γεύση του
η μυρουδιά του αξέχαστη, το ρουμπινί του
χρώμα, εκείνη η απογείωση.

`
*

WINE

I am thinking of making that wine.
I am thinking of making that wine, as you made
every year, father
now that I am getting on, I really miss
its savour, its unforgettable bouquet, its ruby
colour, that takeoff

I must go to the same place
the same place to plant a vineyard
I remember the variety of grapes, mainly
greenish white and deep red
short-stemmed, without water
and for details I’ll ask the older folk

I am thinking of making that wine
and enjoy nights and winters
drinking it
I can’t find its sort anywhere
I really miss it
I’ll succeed in making its sort, if need be
I’ll tire myself out, I’ll try my luck
and get tipsy with that wine; but to be honest

to be quite honest I fear that I won’t make it
I am really afraid, you find everything
you find everything, ways, varieties, but you never
go back, go back to your seventeen
years, it won’t be the same
the wine won’t be the same however much I try

it won’t be the same, it’s lost
lost for good, I really miss it
that wine was lost years ago
that wine was lost, I’ll never
find it, its savour
its unforgettable bouquet, its ruby
colour, that takeoff.

`
*
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Τα σύννεφα που σου ’κρυβαν τον ήλιο έχουν χαθεί.
Τα σύννεφα που σου ’κρυβαν τον ήλιο έχουν χαθεί
μα ο ήλιος δεν εφάνη.
Στον ουρανό τα σύννεφα περνούν
διαλύονται, ξεσπούνε σε βροχή
φεύγουν γι’ αλλού.
Στον ουρανό τα σύννεφα περνούν
μα η θλίψη σου βαριά και μένει σύννεφο βαθύ
που δεν αφήνει
τα μέσα μάτια σου να δουν τον ήλιο.
Στον ουρανό τα σύννεφα περνούν κι αντί να λάμψει ο ήλιος
λάμπει η πικρή σου αλήθεια.

Ξέχνα τον ήλιο, ξέχνα
την ελπίδα του βοριά
βυθίσου όσο μπορείς, βυθίσου στο βαρύ σου σύννεφο
μπορεί να φτάσεις ως την άκρη του, και τότε
τότε απ’ την άλλη του πλευρά θα βγεις
μ’ ένα καινούργιο φως να σε θαμπώνει
μ’ ένα καινούργιο φως να μην αφήνει
κανένα σύννεφο μπροστά σου να σταθεί
κανένα σύννεφο στιγμή να σε βαρύνει.

`
*

THE PASS

The clouds that hid the sun from you have vanished.
The clouds that hid the sun from you have vanished
but the sun never appeared.
The clouds pass in the sky
they dissolve, they burst into rain
go elsewhere.
The clouds pass in the sky
but your sorrow is heavy and remains a dark cloud
that won’t allow
your inner eyes to see the sun.
The clouds pass in the sky and instead of the sun shining
shines your bitter truth.

Forget the sun, forget
the north’s hope
dip as much as you can, dip into your heavy cloud
you might go as far as its end, and then
then you’ll come out on its other side
with a new light dazzling you
with a new light allowing
no cloud to stand in your way
no cloud to burden you even for a moment.
`
*

Η ΑΓΟΝΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Στολίδι της Αθήνας παραπεταμένο
εδώ στα χαμηλά το Δημαρχείο της, ποιος
να το προσέξει
περνούν αδιάφοροι διαβάτες, βιαστικοί
κρυώνουν μες στις έγνοιες τους, ψυχρό
το μεσημέρι του Μαρτιού και συννεφιά
κοιτάζουν γύρω τους, κοιτάζουν στο κενό
βασανισμένοι μετανάστες
Κούρδοι, Πακιστανοί, Κινέζοι, Αφρικανοί
κοιτάζει κι ο φον Περικλής
γνήσιος Άριος αυτός, μα ωστόσο
κατά κάποιον τρόπο μετανάστης
–μπορεί και πρόσφυγας, αν το καλοσκεφτείς–
κοιτάζει εμπρός του αμήχανα, ποιος ξέρει τι
να σκέφτεται
για την Αθήνα που ο γλύπτης τού ψιθύριζε
τόσον καιρό στ’ αυτί, που του ιστορούσε
για έναν λαμπρό πολιτισμό κάτι θυμάται, ωστόσο
μπερδεύεται μ’ αυτά που βλέπει, και τον ενοχλούν
τόσος συνωστισμός, τόσες φυλές
άλλος αέρας στην οδό Ακαδημίας, κι ας λένε
ό,τι θέλουν, τ’ άκουσε κι αυτό
πως φαίνεται η Ακρόπολη από δω, κανένα
πειραχτήρι θα ’ταν, άλλος
αέρας κι ας περνούσαν οχληροί
διανοούμενοι, γύριζαν, τον στραβοκοιτάζαν
τι φταίει αυτός για τα πολιτικά τους, μα εδώ
τα πράγματα εντελώς αξεκαθάριστα, μεγάλο
πλήθος, ετερόκλητο, εγχώριοι
κι αλλοδαποί, όλοι φερμένοι προφανώς
απ’ τις πιο απίθανες γωνιές, τώρα περνάει
μια κατάμαυρη κυρία, θα πρέπει να ’ναι η Αθηνά
δε βρίσκεις άκρη, πώς να βρεις, μπερδεύεται
ο καθένας
για ποιον πολιτισμό κανοναρχούσε ο μάστορας
εδώ που όλοι περνούν και χάνονται, χαμένοι
μες στις έγνοιες τους, αδιάφοροι κοιτάζουν
στο κενό, κανείς δεν ξέρει μήτε νοιάζεται να μάθει
πού πάνε, από πού έρχονται, τι κουβαλούν, τι σέρνουν, τι
ξεχάσαν, τι παράτησαν
περνούν, μόνο περνούν, ξεφτίδια
ποιος ξέρει ποιων πολιτισμών, ποιων ερημώσεων

δυο τρία αδέσποτα σκυλιά
χρόνια κι αυτά εδώ γύρω ξεχασμένα
παίζουν χαρούμενα στη χλόη του πεζόδρομου, δεν έχουν
έγνοιες, τι που θα νοιαστούν, έτσι κι αλλιώς
κανείς, ποτέ δε θ’ αναρωτηθεί το ελάχιστο
γι’ αυτά και τον πολιτισμό τους.
(Η τελετή, ΝΕΦΕΛΗ 2006)
`
*
THE BARREN DAILY MEETING OF CULTURES
IN THE VICINITY OF THE ATHENS TOWN HALL

An Athenian jewel. its Town Hall
neglected , but who is
to notice it
indifferent pedestrians walk past in a hurry
feeling cold in their worries, nippy
the March noontide and cloudy
they look about them, they look in the void
anguished immigrants
Kurds, Pakistanis, Chinese, Africans
von Pericles also looks
he a true-born Aryan, and yet
in a way an immigrant
–perhaps even a refugee, if you think it over–
he looks at a loss ahead of him, who knows what
he thinks of Athens
about which the sculptor had whispered
for so long in his ear, who had told him
about its brilliant culture, he remembers something, still
he is muddled with what he sees, this hustle and bustle
all these races pique him
another air in Academy Street, and let them say
what they want, he heard this too
that the Acropolis can be seen from here, it must
have been some teaser, another
air regardless that pesky
intellectuals turned and looked askance at him
what is he to blame for their political affairs, but here
things are completely unsettled, a huge
crowd, heterogeneous, natives
and foreigners, all probably coming
from the most unlikely corners, now
a pitch-black lady is going by, it must be Athene
you can’t make head or tail of anything, how can you
everyone is mixed up
for what culture did the master lecture
here where everyone passes and is lost, lost
in their worries, looking indifferent
in the void, no one knows nor cares to know
where they are going, whence they came, what they are carrying
what they are dragging, what they forgot, what they left behind
they go by, they just go by, loose threads
who knows of what cultures, what devastations

two or three stray dogs
hereabouts, these too for years forgotten
playing happily on the pavement grass, they have
no worries, nothing to be concerned about, and in any case
its most unlikely that anyone will ever wonder
about them and their culture.

`
*

ΑΓΝΟΗΣΕ ΤΟΝ

Αν τύχει χάραμα Οκτωβρίου
να διασχίζεις την πλατεία Ομονοίας
θαμπή ατμόσφαιρα υγρασίας και καυσαέριου
μισοσκόταδο, σκυφτός, μπορεί ν’ ακούσεις
γάβγισμα θολό

κάποιος της ράτσας των αδέσποτων, κανείς
δεν τον προσέχει, εκείνος επιμένει
βουίζουν δίπλα του, κορνάρουν
τ’ αυτοκίνητα, αυτός ακούει
λύκους μακρινούς, οσμίζεται τσακάλια

ποιμενικά γονίδια τον παιδεύουν
αβέβαιος γυρεύει το βοσκό, τρέμει
για το κοπάδι, αφήστε τον
στον κόσμο του, αλυχτάει
την ερημιά μας

αγνόησέ τον
πέρνα όπως όλοι δίπλα του, άνθρωποι
αυτοκίνητα, άλλωστε εξ ορισμού
σ’ αυτή την τρομερή πλατεία μας
διαφωνίες, παραφωνίες δεν νοούνται
συνέχισε απερίσπαστος λοιπόν
το βιαστικό σου δρόμο, αυτόν
που κάθε μέρα δε σε βγάζει πουθενά.

Πάθη των φθόγγων, 2009
`
*

IGNORE IT

If one early morning in October
stooped in the dim light
you happen to cross Concord Square
dampness and exhausts clouding the atmosphere
you may hear faint barking

of one of the stray breed, no one
pays any attention to it, it goes on and on
near it cars drone
and honk, but it hears
distant wolves, smells jackals

bucolic genes pester it
it looks for the herdsman, it’s anxious
for the herd, let it be
it is barking at
our solitude

ignore it
go past it like all the others, people
cars, besides by definition
in this dreadful square of ours
disputes and discords are not understood
so keep on your way
brisk and unbothered, the one
that day after day takes you nowhere.

`

*

ΚΑΤΑ ΛΗΞΙΑΡΧΩΝ

Το ξέρω αυτό, ποιος δεν το ξέρει.
Το ξέρω αυτό, πως αν δεν είχε ο Φίλιππος
άξιο διάδοχο κι ανώτερό του
γρήγορα οι Μακεδόνες θα γυρίζαν στα κοπάδια τους
γρήγορα οι Μακεδόνες μας θ’ αφήναν ήσυχο τον κόσμο

κι ο κόσμος θα ’ταν τώρα αλλιώτικος, ποιος ξέρει
πώς, τα σύνορα, οι λαοί κι η Ιστορία τους
ποιος ξέρει ποιοι
θα ζούσαν, πού, μόνο υποθέσεις

μόνο υποθέσεις αμυδρές, χαμένες μες στο πλήθος
ατέλειωτων πιθανοτήτων, όπως
μια πιθανότητα αμυδρή ήταν ως τότε
κι ο Γρανικός και τα Γαυγάμηλα· όμως:
κάποιος να μου ’λεγε ποιος έφτασε τα πράγματα ως εκεί
κάποιος να μου ’λεγε ποιος είχε την ιδέα
ποιος αυλικός ή συγγενής ή ερασιτέχνης διπλωμάτης

ποιος έφερε στην Πέλλα την Ολυμπιάδα

γιατί χωρίς ετούτο το ζευγάρωμα
ο κόσμος θα ήταν τώρα αλλιώτικος
γιατί χωρίς ετούτον τον προξενητή
εκατομμύρια γάμοι που ακολούθησαν
ποτέ δε θα ’χαν γίνει – μα γιατί
τον κόσμο τον ορίζουν η τύχη κι οι προξενητές

γι’ αυτό τα βάζω με τους άχρηστους ληξίαρχους, δεν έχουν
στήλη στα βιβλία τους γι’ αυτόν
που έπρεπε πρώτον να καταχωρούν, δεν έχουν
τη στοιχειώδη πρόνοια να γράψουν στα χαρτιά τους
τα σημαντικά, να καταγράψουν
αυτόν που ανέσυρε απ’ το χάος τον Αλέξανδρο.
`
*
AGAINST REGISTRARS

This I know, who doesn’t know it.
I know that if Philip didn’t have
a worthy heir and superior to him
the Macedonians would have soon returned to their flocks
the Macedonians would have soon left the world in peace

and the world would now be different, who knows
how different: the frontiers, the peoples, their history?
who knows who
may have survived, where, it’s anybody’s guess

wild guesses only, lost in a sea
of endless probabilities, as a faint
probability at the time was
Granicus* and Gavgámila.** But
if one could tell me who brought things this far
if one could tell me whose idea it was
what courtier or relative or amateur diplomat

who brought Olympia to Pella

because in the absence of such a match
the world would now be different
because without this matchmaker
the millions of marriages that followed
would have never taken place  but why
should luck and matchmakers determine the world

that’s why I pick at useless registrars: they don’t have
a column in their books for him
who should first be registered, they make
no provision to write down
what is significant, to record
the one who pulled Alexander out of the chaos.

*Granicus: River in Asia Minor where Alexander the Great defeated the Persians in 334 B.C.

`strong>*

ΤΟΠĺΑ

Μονάχα εκείνες οι φωτογραφίες
που ’βγαζες τότε, οι μακρινές, τα πρώτα χρόνια
χωρίς μηχανή
χωρίς καμιά μηχανή

μονάχα εκείνες
χωρίς το ελάχιστο ξεθώριασμα, ως το τέλος
θα σου κρατήσουν συντροφιά
και θα τις πάρεις οπωσδήποτε μαζί σου.

`
*
SCENERY

Only those pictures
you took long ago, in the early years
without a camera
no camera

only those
not in the least faded shall keep you
company to the very last
and which, for sure, you’ll take with you.

`
*
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΟΥ
ΓΕΝΑΡΗ ΤΟΥ 1949
ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Είδα στα πρόσωπά τους
την απογοήτευση
το πάθαν κι άλλοι, τους παρηγορούσα
περίμεναν Ελένη τους βγήκε Κωνσταντίνος, ένιωσα
την αμηχανία τους
αυτοί είχαν κιόλας Κωνσταντίνο
δεκατεσσάρων χρόνων
βρέθηκε ωστόσο ο αρμόδιος
εντός των ημερών, Σωτήριος
απεφάνθη σταθερά, καλύπτοντας
τα αποσιωπητικά του ιερέως, να σώσω
ποιον, από τι, δεν έχω ακόμα καταλάβει

ύστερα φύγαμε κι οι τρεις μας για τ’ Αμπέλια
φύγαμε για τ’ απόκοσμα Προσήλια, ήταν χειμώνας
όλον το δρόμο επέμενα στην πρώτη μας κουβέντα
τους επέπληττα, τόσες φορές το ’χετε δει, πάρτε το απόφαση
δεν έχει λογική ο Θεός, ειρμό κανένα
(αυτά είναι που δε μου συγχώρησαν ποτέ)
όμως για την Ελένη μας, παράξενο
κι αν σας φανεί, να ξέρετε
εγώ κι ας μην τη γνώρισα
μια ολόκληρη ζωή θα τη θρηνώ.

`
*
REGARDING MY BIRTH IN JANUARY 1949

IN AN AGRINIO CLINIC

I saw the disappointment
written on their faces
It’s happened to others, I consoled them
τhey expected Helen and out came Constantine,
I sensed their embarrassment
they already had a Constantine
fourteen years old
nevertheless after a few days the godfather
came forth and proclaimed
the name Sotirios, covering up
for the priest’s dotted line. Save
whom, from what, I still don’t understand

afterwards the three of us left for Ambelia
we left for secluded Prosilia*, it was winter
on the way I persisted on our earlier conversation
and reprimanded them: you’ve seen it so many times,
realize that God has no logic, no cohesion
(this is what they never forgave me)
but as regards Helen, strange
as it might seem, you should know
that though I never met her
I’ll mourn for her an entire life.

*Prosilia is another name the locals have for Ambelia.

`
*
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Κι εκεί που γύριζα παλιές
φωτογραφίες στο σκονισμένο
άλμπουμ πέφτω απάνω
σ’ ένα μωρό που γύριζε
στραβό το πρόσωπό του, αρνιόταν
τη φωτογραφία, με κλάματα, με γοερές
κραυγές αντιστεκόταν

ήμουν εγώ, θυμήθηκα
καλά την ιστορία, πως ένας
φωτογράφος έτυχε στ’ αποκλεισμένα
μέρη μας κι αδράξαν οι γονείς την ευκαιρία
να με φωτογραφίσουν, όμως …
ήμουν αρνητικός, για να το πούμε
όσο γίνεται κομψά, και μ’ όλο
το έκτοτε γνωστό μου πείσμα
τα στύλωσα θα λέγαμε αν είχα
προλάβει να σταθώ στα δυο μου
πόδια, κράτησα
με νύχια και με δόντια
θα λέγαμε αν δεν ήταν απαλά
τα νύχια μου κι ανύπαρχτα
τα δόντια, κράτησα ανόθευτη
την ορισμένη μου προσωρινότητα

έφυγε άπρακτος ο φωτογράφος, δεν
τραβήχτηκε η φωτογραφία, όμως γιατί
γιατί τόσες φορές τη συναντώ
μες στις κανονικές φωτογραφίες, γιατί
τη βλέπω τόσο καθαρή, πιο καθαρή
απ’ τις κανονικές, κι αρχίζει τότε
μια μακρόσυρτη κουβέντα
με τους νεκρούς γονείς μου, να τους εξηγώ
μ’ ένα σωρό επιχειρήματα πως τίποτα
δε χάσαν, να μου λένε
πως θέλαν να τη στείλουν στον
νουνό μου, εδώ σαρκάζω πως αυτός
δεν είχε κι άλλη έγνοια με τα δεκάδες
βαφτιστήρια, το γνωρίζουν, δυσκολεύονται
να το παραδεχτούν και μου επιμένουν
πως θα ’μενε η φωτογραφία κι έχω κάθε λόγο
να υποστηρίζω πως μυριάδες
άνθρωποι που ποτέ τους δεν
φωτογραφήθηκαν τίποτα περισσότερο
δεν πάθαν απ’ τους φωτογραφημένους,
γελούν, κι ευθύνες δε μου ρίχνουν
γιατί ήμουν νήπιο (κάποια φορά
να τους ρωτήσω πόσων ακριβώς
μηνών) και συνεχίζω, τίποτα
κανένας φωτογράφος δε μας σώζει, σίγουρη
η μοίρα μας κι είναι γενναίο
να την αποδεχτούμε, μου θυμίζουν
πόσες φορές να ’χω στηθεί κι ακόμα στήνομαι
με ύφος μπρος στον μάταιο
φακό, εδώ σκοντάφτω, τι να πω
τι να τους πω που λεν
αλήθεια και σαν να μη φτάνει
αυτό κάθομαι τώρα
εδώ κι εξιστορώ με κίνδυνο
μικρόν, βεβαίως, πλην
κίνδυνο ν’ αναιρέσω
πράξη του βίου μου νηπιακή που ωστόσο
σοφή κι ολόσωστη την κρίνω και περήφανο
περήφανο με κάνει ακόμα τώρα.

`
*
THE PHOTOGRAPH

And as I was looking through some old
photos in the dusty
album I came across
a baby frowning, refusing
to be photographed, weeping, resisting
with moaning cries

it was me, I recollected
the story: a photographer happened to be
in our confined environs, and my parents seized the opportunity
to have me photographed; but…
I was unwilling — to put it
more politely — and despite
my ever since familiar pigheadedness
I put my feet down, let’s say, if I had
managed to stand on my two
feet, I held
with teeth and nails
let’s say, if my nails weren’t
soft and I had no teeth
I held pure
my defined temporariness

the photographer left empty-handed, no
photograph was taken, and yet why
why do I come across it so many times
among normal photos, why
do I see it so clearly, clearer
than normal ones, and thus begins
a lengthy conversation
with my deceased parents, explaining to them
with all sorts of arguments that they’ve lost
nothing, they telling me
that they wanted to send it to
my godfather, and here I gibed: why add
another bother to his dozens
of godchildren? They know it but find it hard
to accept and they persist
that the photo would have remained, and I’ve every reason
to maintain that myriads
of people who were never
photographed, nothing more
happened to them than people who were photographed,
they laugh and don’t blame me
after all I was a baby (one day
I’ll ask them exactly how many months old
I was) and I continue: nothing
no photographer will save us, our fate
is certain and it is brave on our part
to accept it, they remind me
how many times I stood and still stand
with an air before a futile
camera, here I stumble, what can I say
tell them what when they are telling
the truth and if this weren’t
enough I’m sitting here taking the risk
— a slight risk, of course,
but a risk nonetheless – to relate of evoking
an infantile act of my life which I happen
to judge as wise and completely correct and which
makes me proud, makes me feel still proud.

`
*
ΓΚΡΑΝ-ΓΚΙΝΙΟΛ

Τον κοίταζε ο ληξίαρχος τρομαγμένος
είναι τρελός, σκεπτόταν, πώς τον κάνουν πέρα
ζητούσε φορτικά αυτός
τη ληξιαρχική του Πράξη
όχι αυτήν (που του ’διναν) της γέννησής του
έλεγε αυτή
την έχει και την ξέρει
την άλλη θέλω, εφώναζε, την άλλη
του θανάτου μου
μα πώς
τον αποπήρε πράος ο ληξίαρχος
πώς να βγει μια Πράξη
για κάτι που δεν έχει ακόμα γίνει;
θαρρείς τα ξέρεις όλα, επέμενε αυτός,
για ψάξε τα κιτάπια σου, κοίτα
στο βάθος των φακέλων σου
πήγαινε σ’ όλους τους σκληρούς σου δίσκους
ψάξε καλά και θα τη βρεις

κοίταξε, τέλος, ο άλλος, έψαξε καλά
–για να τον πείσει–
και, βέβαια, τη βρήκε.
`
*
GRAND GUIGNOL

The registrar looked at him startled
he is crazy, he thought, how can you get rid of him
he was pressing
for his Certificate
not his birth certificate (which was given him)
I have this
he said, I know it
I want the other one, he shouted, the other one
of my death
but how,
answered the registrar keeping his cool,
how can a Certificate be issued
for something that hasn’t happened yet?
You think you know everything, the man went on,
why don’t you search through your books
turn your files inside out
look into your hard disk drives
make a thorough search and you’ll find it

and the registrar did make a thorough search
–to convince him –
and, of course, he found it.
`
*

ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ

Δεν ήταν ο Υπερσιβηρικός, δεν ήταν
το Οριάν-Εξπρές, ατέλειωτες
γραμμές να διασχίζουν τις ηπείρους, τρένα
μυθικά· τα λιγοστά
χιλιόμετρα απ’ την ακτή
(βόρεια πλευρά του Πατραϊκού)
ως τον τερματικό
σταθμό της επαρχιακής μας
πόλης, ό,τι πρόλαβε
να στήσει ο Χαρίλαος Τρικούπης

αυτό ήτανε το τρένο, φορτηγό
στα ολόκλειστα
βαγόνια του κανένας επιβάτης
μα σφύριζε τις νύχτες και ξυπνούσε
η κουρασμένη μηχανή του όλον τον κάμπο
και σφύριζε, κι ερχόταν απ’ την άκρη
του κόσμου, και χανόταν
σε μακρινές ομίχλες, έρημους σταθμούς,
πολύβουες πόλεις, έφτανε
ως τα βάθη της Ινδίας, έμπαινε
ατόφιο στις αμερικάνικες ταινίες

κι ήσουνα τότε δεκαοχτώ
και σφύριζε το τρένο και περνούσε
απ’ τις δικές σου τις γραμμές
του κόσμου, σ’ έπαιρνε
μαζί του, κι ήταν

το ίδιο τρένο αυτό που ακόμα, τόσες
ολόκλειστες δεκαετίες από τότε
σφυρίζει ακόμα μες στις νύχτες σου.
`
*
It wasn’t the Trans-Siberian railway, not
the Orient Express, endless
lines traversing the continents, mythical
trains; the few
kilometres from the coast
(the north side of the Gulf of Patras)
to the terminus
in our provincial
town, as Harilaos Trikoupis*
had managed to inaugurate

it was a goods train
in its shut wagons
not a single passenger
but at night it whistled and its tired
engine awakened the entire plain
it whistled, coming from the end
of the world, and was lost
in faraway mists, deserted stations,
noisy towns, it run
in the depths of India, entered
whole in American films

and you were eighteen at the time
and the train whistled and travelled
on your own lines
of the world, taking you
with it, and it was

the same train that yet, so many
shut decades since, whistles still
running through your nights.

*Harilaos Trikoupis (1832-96): Eminent politician and Greek Prime Minister.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles