Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

«”Ψωλιάς”ήτοι διάφοροι ποιήσεις», υπό Πέους Πριαπίδου, εν Καυλοπόλει, τυπογραφείο «Ο Πρίαπος», οδός Φαλλού 3

$
0
0

`

«Άλλος τρώγει το κεφάλι

του ψαριού· άλλος τη μέση

το γάμησι, όμως, Μιχάλη,

μα το θειό, `ς όλους αρέσει»»\

`

*

Πρόλογος
«Κύτταξε ο μασκαράς να μη ντραπή
τέτοια αισχρά να πιάση να τυπώση
του πήαινε κρεμάλα!»-Έτσι θα πη
εκείνος, που να δείχνη θέλει γνώσι.
Εκείνος που με λόγια κι ομιλίες
πράξεις να κρύβη προσπαθεί αχρείες

Άι άρχοντά μου! δεν σ’ αρέσουν;μη
μη τα διαβάσεις· ρίξε το βιβλίο
κανείς δεν σε βιάζει…Η τιμη…
Αλλ’ όχι, ένα κι ένα κάνουν δύο.
Ας την υποκρισία ‘ς τους παπάδες,
και τώρα δεν περνούν οι τακουνάδες.

Σε ξευρω και με ξεύρεις, το λοιπόν,
Άφησε κατά γης την προσωπίδα,
φαινόσουνα οποιος είσαι. Στον σκοπόν
που ψάλλει η φύσι, χόρευε και πήδα
ξαλλοιώς, τι να σου πώ;είσ’ ένας μπούφος
υποκριτής, σεμνότυφος, ταρτούφος

`

Η ΚΥΡΑ ΜΑΣΣΑ

Εσηκώθηκα απ΄ το στρώμα
κι είχα ένα ποδάρι ακόμα
μου το βλέπει η κυρά Μάσσα
και μου λέει-είναι σαν πράσσα
μαλακό, μικρό, ανίδιο.
Είδες τον παπά;Απ΄το ίδιο
σύρε ναύρης να κολλήσης
κι έλα εδώ να με γαμήσης.
Φεύγω σαν ξελογιασμέος
τρέχω εδώ κι εκεί ο καυμένος
για χοντρήτερη να ψάξω
κι όπου βρω να την αρπάξω.
Ένα γαίδαρο απανταίνω
τρέχω ευθύς τον σταματαίνω
τόνε σφάζω, τόνε γδέρνω
και την πούτσα του τού πέρνω.
Την κολλώ και τρέχω υπίσω
την κυρά να ευχαριστήσω.
Με ξογνάντεψεν εκείνη
τρέχει πέφτει ευθύς στην κλίνη
και με πόδια σηκωμένα
επερίμενεν εμένα.
Καθώς τόχε τουρλωμένο
ρίχνομαι ευθύς, της μπαίνω,
το βρακί μου ξεκουμπόνω
κι ως τη ρίζα της τη χώνω.
Έτριζε, έτριζε η κλίνη
και το στόμα της εκείνη
το ανοιγόκλειε σα γαιδάρα
που για πούτσο έχει λαχτάρα.
Από τη μεγάλη λύσσα
ως κι ο κώλος της εφύσα.
Εις το ύστερο σμπαράρει
το κανόνι, και τ΄ αμπάρι
της εγιόμισε μεντούλι,
που μοσκίδι εγίνηκε ούλη.
Πλην δε μ΄ άφινε να φύγω
-μια φορά μονάχα-λίγο
είναι μου’πε-Δευτερόνω
-δυο φορές, μου λέει μόνο!
ουχ!! και είσαι παλικάρι…
Εις την τρίτη της γουστάρει,
Τρίτη κάνουμε κι η βρώμα
ηθελ΄-ήθελε ακόμα.
μ’επουτζότριβε η μπαγάσα…
-΄Αι, της λέω, κυρά Μάσσα,
φθάνει τρεις φορές καλή μου,
μου χρειάζεται η ψωλή ου,
δε είν’βρύσι πάλι-πάλι
και με περιμένει κι άλλη.
`
*

ΜΗΤΗΡ ΚΑΙ ΥΙΟΣ

-Παιδάκι μου, λυπήσου με, παντρέψου να μου ζήσης
μονάχη την ταλαίπωρη! μη θέλεις να μ΄αφίσης
και να μου πας στα ξένα!
-Πικροθρηνεί παιδάκι μου το σπίτι που σε χάνει
κι η άμοιρη η μάνα σου, ξέρε το, θα πεθάνη!
σα στερηθή εσένα…
-Μανούλα μου, αδύνατο να σε ευχαριστήσω
δεν εμπορώ, ο δύστυχος, πίστεψ’το, να γαμήσω,
δεν εμπορώ ο καυμένος!
Έχει κι ο γάμος μάνα μου, βλέοεις τα δύσκολά του,
έχω τ’αρχίδια μου αδειανά και ο πούτσος πέφτει κάτου
χλωμός και μαραμένος.
Δεν χωρατεύει το μουνί, θέλει γερό γαμήσι.
Θέλει αρχίδια νειότικα και πούτσο να΄ναι βρύσι,
με τόσο το κανούλι.
Δεν εμπορώ μανούλα μου, εστέρευσε ο δικός μου
χίλια μουνιά τον έφαγα και κρέμεται εμπρός κου
ωσάν σπειρί φασούλι…
Αυτό είν’το πικρότερο να σου φωνάζει η νίκη
και το σπαθί να μην μπορείς να βγάλης
απ΄ τη θήκη
`
*************************************************************

Η Ψωλιάς γράφτηκε τον περασμένο αιώνα όπως μαρτυρεί το κείμενο αλλά και μια υστερότερη ανατύπωση που χρονολογεί την πρώτη έκδοση το 1878. Δε βρέθηκε η πρώτη έκδοση· η αχρονολόγητη (μεταπολεμική βέβαια) παραχωρήθηκε, πρόθυμα κ’ ευγενικά όπως πάντα, από τον Μάνο Χαριτάτο.
Ο ποιήσας είναι εφτανήσιος λόγιος (αφθονούν λέξεις της εφτανησιωτικής λαλιάς) που ξέρει γράμματα και μαστορεύει και το στίχο καλούτσικα· αλλά παρασύρεται, φλυαρεί κ’ έτσι το ποίημα δεν έχει τη δροσιά των δημοτικών Γαμοτράγουδων. Ωστόσο τα μικρά ποιήματα είναι πιο κοντά στη δημοτική παράδοση, ενώ το τελευταίο θυμίζει έντονα Λασκαράτο. (Από την έκδοση)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles