Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Βαγγέλης Ψαραδάκης, “.Η ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ”

$
0
0

«Τι θες και τα σκαλίζεις τώρα, βρε μπαγάσα;» Έτσι μου είπε και συνέχισε ασθμαίνοντας «Και τσόντα να βάλεις τίποτα Άνθρακες πια ο θησαυρός. Πάει το πουλάκι, πέταξε.» Ήταν λιγάκι χύμα, ανέκαθεν, τον ενοχλούσαν τα προσχήματα• ενίοτε γινόταν κυνικός. Έβηξε, πήρε το μαντίλι από τo μανίκι κι έφτυσε τα φλέματα που είχαν μαζευτεί στον ξερακιανό και σταφιδιασμένο λαιμό του. Συνέχισε αμείλικτος. «Ψαχουλεύεις, ψαχουλεύεις αλλά δεν. Σήμανε σιωπητήριο η Αυτού Εξοχότητα. Λίγα μοιραστήκαμε μαζί; Καταραμένη ώρα για όλους μας. Και τα γκογκόβια, τώρα, κούφια. Τι πιστολιές να ρίξουν τα καημένα;» Από την Ήπειρο ήταν. Είχαμε γνωριστεί στον στρατό και κρατούσαμε γερή φιλία από τότε.
«Θαρρείς ότι πάω καλύτερα; Πφφ. Μη με ακούς στο καφενείο. Εκεί είναι άλλη η θέση μας. Καθένας το μακρύ και το κοντό του. Έξι χρόνια νεότερος είμαι. Εσύ καθυστέρησες λόγω σπουδών… Σε είχε χώσει η Μαρίκα στο μουνάκι της. Αιωνία της η μνήμη.» Χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Στέλιος. Μόλις είχε τελειώσει το γυμναστήριο. Σε λίγο θα περνούσε να τον πάρει. «Να, για να δεις τα δικά μου χάλια – ο μόνος είσαι; Δεν βρήκαν αυτό το χάπι, γαλάζιο σαν τον ανοιξιάτικο ουρανό… Κι εμείς θεότυφλοι. Μπορώ να το πάρω νομίζεις; Η καρδιά με κρατάει αιχμάλωτο. Γιώργο, είπα, αν θες να μείνεις εδώ, νισάφι. Το αλλού δεν το ξέρεις.»

Με πήραν τα γέλια, τρανταχτά. «Να ’σαι καλά» είπα, «ξέρω τι φίλος στάθηκες πάντα για μένα.» Συγκινήθηκε και άρχισε να ξύνει τη μύτη – σιχαμερή συνήθεια από τα νιάτα του. Αυτό έκανε πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις. «Σταμάτα, μ’ έπιασε αηδία.» του είπα χτυπώντας την παλάμη μου στο πάπλωμα. Η γάτα ξαφνιάστηκε κι έφυγε. «Όπου να ‘ναι, θα σου ξεφύγει καμιά βροντερή –αυτό δεν με νοιάζει– και βρομερή.» Από κάτω ακούστηκε η κόρνα. «Ήρθε και ο κανακάρης μου – ο θεός να τον κάμει• θα σου τα πω την άλλη φορά.»
Σηκώθηκε. Φώναξα τη νύφη μου να τον βοηθήσει να βάλει το παλτό του. Έπιασε το μπαστούνι και προχώρησε. «Μια χαρά πας.» Δεν είπε τίποτα. Σαν έφτασε στην πόρτα, γύρισε και με κοίταξε βαθιά. «Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» είπε. Ξερόβηξε πάλι και συμπλήρωσε: «Διονύσιος Σολωμός. Εσύ μου τον έμαθες, κατεργάρη. Αυτός είναι ποιητής. Όχι ο άλλος, η αδερφάρα, που μας έχουν ζαλίσει τ’ αρχίδια…» Η κόρνα ακούστηκε πάλι από κάτω. Έφτιαξε το κασκόλ του κι έφυγε.
Έμεινα μόνος. Η νύφη μου ρώτησε αν ήθελα κάτι. Της είπα να σβήσει το μεγάλο φως και ν’ ανάψει το άλλο. Βούλιαξα πιο πολύ στο κρεβάτι. Το πάπλωμα ήταν ένα σύννεφο. Σωρείτης. «Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.» Θέλοντας και μη, μ’ έπιασε πάλι ο δαίμονας της μνήμης. Πελαγοδρόμησα.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles