Όπου κι αν βρίσκομαι μνημονεύω τη θάλασσα,
γιατί κρύβει μέσα της χιλιάδες καράβια,
που ερωτευμένος σκάρωσα χωρίς να ταξιδέψω.
`
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΠΤΡΩΝ
Η αίθουσα με τα μεγάλα κάτοπτρα,
φωτίζεται απ’ τη χαραμάδα της ψυχής μου,
δεν έχει ήλιους και φεγγάρια,
μόνο θεούς και δαίμονες σε μόνιμη πάλη
μ’ όλα όσα εντός μου κατοικούνε και πεζεύουνε
τις νύχτες που ξεφαντώνω με τις Μούσες
μ’ ηρώων και θεών τερτίπια και μαλαματένια στρώματα.
Εκεί πλανάται ο κόσμος δίχως βαρύτητα
οι λέξεις χάνουν τετριμμένες έννοιες
και σμίγουν με τα ρήματα της θάλασσας
και τις βοές των ανέμων,
οι ανθρώποι ίπτανται υπεράνω των ωρών
κι ένας βούδας χάρτινος φουσκώνει και γελάει…
Εκεί λέω να πεζέψω όσο να βγει ο καιρός
εις το στερνότερο του κόσμου μονοπάτι.
Τουλάχιστον η παταγώδης αποτυχία των πολιτευτών μας
είν’ εκεί μέσα εμφανής.
`
*
ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Αν σιωπήσουν οι πέτρες
ο Αη Λαριός θα στενέψει τη θάλασσα
ο ουρανός θα μικρύνει τόσο,
που πέντε πέρδικες θα συνθλιβούν
μέσα στον ύπνο του ήλιου.
Επτά κουδουνίσματα θ’ ακούσω
και το θηρίο θα γλυκάνει την όψη του,
σημάδι ότι ο καιρός να θηλάσει
το αίμα των ανθρώπων.
Βυσσοδομά ο καιρός
τόσο που η θάλασσα ρουφιέται μέσα της,
σιωπούμε τόσο που μικραίνουμε
μέρα τη μέρα στο ανάστημα.
Εκείνη η βροχή στο δρόμο σου,
είναι το κλάμα των νεκρών,
που ερωτευμένοι διάβηκαν
το μονοπάτι της ζωής,
χωρίς να ζήσουν ως τα πέρατα του κόσμου.
`
*
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Το τιμώμενο σώμα
το τυλίγουν τα χρόνια της άγνοιας.
Μέσα του κατοίκησαν οι χειμώνες,
πεινασμένα κοράκια
κι ένας επιτάφειος.
Γύρω του τώρα κάποιες μορφές
ψέλνουν μνημόσυνα
κι η Παναγιά σε μια γωνιά αναρωτιέται
” πού έδη σου το κάλλος”;
Τι τον χλευάζετε;
Τουλάχιστον αυτός τόλμησε να πετάξει ψηλά,
έστω κι αν κέρινα φτερά είχε στους ώμους,
όπως τον έρμο, μα ωραίο Ίκαρο!
Πλατύ το ποτάμι
στις όχθες τα χέρια
κι εντός μαινόμενη οχιά τρικυμισμένη
ακοίμητους αφήνει τους φρουρούς
στα πορθημένα κάστρα μου.
`
*
ΜΝΗΜΗ
Κουβάλησα πέτρες στη μνήμη,
έσκαβα μέρα τη μέρα
νύχτα τη νύχτα
πλήθαιναν γύρω μου οι χλευαστές
σκιές από κοράκια
τρέφονταν με θειάφι
σμήνη διωγμένων έκαιγε η δίψα.
Η μνήμη τρέφεται με σάρκα.
Κι όταν αυτή στερέψει
σ’ άλλα σώματα ενδημεί
σαν καιόμενη βάτος
βαθιά μες τα σπλάχνα.
Ο αντικατοπτρισμός της ψυχής σου
στα βάθη του σπηλαίου
αποκοιμίζει τα τέρατα του κόσμου.
Τα μάτια σου με συντροφεύουν
σε ταξίδι μακρινό,
εκεί που ο δόλος των Θεών
δεν θα σιμώσει,
αφού όλα τούτα τα σωριάζεις
με τον αναστεναγμό σου.
`
*
ΚΥΠΡΟΣ 1974
Δεν πρέπει να σωπάσουμε,
δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουμε
να λέμε στα παιδιά μας
πώς έγινε τούτο το κακό,
ποιοι συνέργησαν για να γίνει τούτο το κακό.
Οι αυτόπτες μάρτυρες
κοιμούνται τώρα κάτω απ’ το χώμα
κι έρχονται νύχτες που ξυπνούν
και πολομούνε,
σκάβουνε μέσα μας βαθειά,
μας βγάζουν με τσιγκέλι τις φωνές
και μες τους λάρυγγές μας
φυτεύουν με τα νύχια τις δικές τους.
`
*
στη μνήμη του Γρηγόρη
Αυτό τον ήλιο μαζί σας
δεν μπορείτε να τον πάρετε,
γιατί κάποιο παιδί ένα πρωί
έγινε λάβα και φωτιά,
για να ‘χετε έναν ήλιο να φωτίζει τα βήματά σας,
για να ‘χετε μια λευτεριά ν’ απιθώνετε τα όνειρά σας,
για να ‘χετε έναν κόσμο γιομάτο από φως!
Κι έγινε το ψωμί από λάβα, ήλιο και φως!
Πάσκισα να ξεπεζέψω σ’ αυτόν τον κόσμο,
που χρόνια καβαλλάρης στο λίκνο μου
είχα τις άγκυρες λειψές
κι ιτιές γερμένες στου άλογού μου το κεφάλι
πενθούσαν τις αγέννητες ανθίες των ονείρων μου.
`
*
ΜΝΗΜΗ
Κάποτε η μάνα μου άπλωσε τα χέρια,
πήρε δυο πουλιά παγωμένα απ’ τον τρόμο,
τ’ απίθωσε στο προσκεφάλι μου
κι αρχίνησε να λέει μια προσευχή,
την άκουσαν κάτι παιδιά και γέρασαν απότομα,
την άκουσε μια πλύστρα και ζάρωσε στην κούνια ενός μωρού,
την άκουσαν οι νεκροί και τράβηξαν τη χλόη να πλαγιάσουν,
την άκουσαν τα κρίνα και γείραν δακρυσμένα στο ποτάμι.
Κείνη τη νύχτα ο κύρης μου πήρε το σουγιά
κι έκοψε τα δάκτυλα απ’ τα χέρια μου,
δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω τα πουλιά,
πέρασαν χρόνια από τότε,
στα χέρια βλάστησαν ξερόκλαδα
και στο προσκέφαλό μου μαίνεται καιόμενη η μνήμη.
Εάν η σήψη είναι το τέλος μιας διαδρομής
που φέρνει ο θάνατος,
τότε να μην πεθάνω ποθώ ποτέ
μα χώμα να γίνω.
Απεκδύθηκα το φως
κι έσβησαν μέσα μου οι φωνές, στερέψαν τα πηγάδια.
Χορτάριασαν τα μνήματα των ηρώων
η σκόνη κάθισε στο ζωνάρι του ήλιου
κι εμένα η δίψα μου καίει τα χείλη
κι είμαι κατάρα κι έρημος
κι όλο ποθώ τη στάλα της βροχής
να ζωντανέψει την ψυχή μου
τ’ άγονα μέσα μου κλαριά να ξεδιψάσει