Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο
Διαβάζω ένα καφέ βιβλίο.
Ο συγγραφέας είναι νεκρός
ο μεταφραστής είναι νεκρός
ο βασικός ήρωας αυτοκτόνησε.
Εγώ είμαι ακόμη ζωντανός.
Κάθομαι στο κοίλο ενός άγνωστου φεγγαριού
και πίνω μια ξανθιά μπύρα.
Ποιος είπε ότι ο θάνατος
είναι ανίκητος;
Γιατί γράφουμε ποίηση
Δεν είναι ότι γράφουμε ποίηση.
Είναι ότι δεν ξέρουμε να μην γράφουμε.
Όπως κάποιος φοβισμένα
ανοίγει την πόρτα του ή την καρδιά του
σ’ έναν τσακισμένο.
Όχι επειδή είναι καλός άνθρωπος.
Από ανάγκη.
Μίλησα για σένα με τη σιωπή
Mίλησα για σένα με τη σιωπή
μίλησα για την ομορφιά σου.
Ητανε όμως μόνο λέξεις φοβισμένες
δεν υπήρχε σώμα
ήτανε μόνο θύμηση
χαραγμένη
σε δύο κορμούς μνήμης.
Όταν έφυγε ο ίλιγγος
εξανεμίστηκαν τα λόγια
και η εικόνα σου.
Εμεινε μόνο σιωπή
και η λογική.
Αυτές οι δύο
μου αποκαλύπτουν κάθε βράδυ
την απουσία σου.
Ο κρότος των λέξεων τους
στον Ορέστη
Θυμάμαι
την πρώτη μέρα στο σχολείο
έκλαψα από τρόμο
μόλις το χέρι της μάνας μου
αποσύρθηκε.
Δεν είναι ότι φοβόμουν τους δασκάλους
τους εξεταστές
τους άγνωστους συμμαθητές
αργότερα τους αξιωματικούς στο στρατό
τους προφέσορες στο πανεπιστήμιο
φορείς μιας απρόσιτης γνώσης.
Τις λέξεις τους φοβόμουνα
σκληρές δίχως αγάπη
σαν άδεια καρύδια την ώρα που σπάζουν
ενώ της μάνας μου οι λέξεις
ήταν πλασμένες στη στοργή.
Ετσι τώρα
που υποψιάζομαι στον γιό μου τον ίδιο φόβο
λέξεις του ετοιμάζω τα πρωινά
λέξεις γλυκύτατες και αγαπητικιές
να τις παίρνει μαζί του
να τoν κρατάνε
όταν ο κρότος των ξένων λέξεων
τον περικυκλώσει.
Αυτή δεν είναι η φωνή μου
Δεν είναι η φωνή μου αυτή που ακούω να ηχεί
στο σκοτεινό δωμάτιο.
Χρόνια ακίνητος και άλαλος
μέσα στη νυχτερινή ονειροπόληση και περισυλλογή
η σιωπή της πρέπει να έβγαλε ρίζες
σε κάποιου άγνωστου το στόμα.
Κάπου εξόχως ομιλητικού
που με ακρίβεια υπέθεσε τη φωνή μου.
Χριστούγεννα 2013
Aδειασαν οι δρόμοι της πόλης
οι διευθύνσεις τους συστρέφονται
οι δρόμοι οδηγούν στο νεκροταφείο
όπου οι νεκροί λείπουν
οι νεκροί γιορτάζουν στο κέντρο της πόλης
οι ζωντανοί είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους
σε λίγο θα πάρουν τη θέση των νεκρών
ο αέρας θα φυσήξει μια φορά
προς τα εκεί που οι δρόμοι καταλήγουν
και οι νεκροί θα βασιλέψουν στην πόλη
κανείς πια δεν ξέρει το μέλλον
καλύτερα από τους νεκρούς.
O γηραιότερος
Εζησε περισσότερο από τους φίλους του
έζησε περισσότερα.
Οι αναμνήσεις του
αιωρούνται
ανεξέλεγκτα σ’ ένα κενό
που δεν είναι πια
η μνήμη του
αφού τα σκοινιά που τις κρατούσαν
κόπηκαν.
Όπως οι αστροναύτες
από έλλειψη βαρύτητας
αιωρούνται
όπως οι φωτογραφίες
από έλλειψη ζωής
ακινητούν
όπως οι παλιοί ατέλειωτοι στίχοι
άψυχοι και ανέστιοι
αδυνατούν να υπακούσουν
στις προσπάθειες οργάνωσης τους
έτσι και το ταξίδι του μες τη ζωή
-μια αναπνοή
λες και κάποιος να φύσηξε
πολύ δυνατά
από πολύ μακριά
μόνο γι’ αυτόν
κι ύστερα
έκλεισε ξαφνικά
το στόμα.